Αφιερωμένο στις Γυναίκες του Ξηρομέρου…
Φώτο άρθρου: Γυναίκα νεροκουβαλήτρα …
(Φωτογραφία από: https://aromalefkadas.gr)
Γράφει η δρ Μαρία Ν. Αγγέλη
e-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
«Νεροκουβαλήτρα η μικρούλα Αννιώ,
Νεροκουβαλήτρα, κι είναι τριώ χρονώ.
Με μικρό σταμνάκι στη βρυσούλα πάει
Πέφτει το σταμνάκι καταγής και σπάει.
Κλαίει, μαλλιοτραβιέται, λέει «τι θα γενώ;»
Κλαίει, μαλλιοτραβιέται, κι είναι τριώ χρονώ».
(Ι. Κουγιάλης)
Σε πολλά χωριά του Ξηρομέρου μέχρι τις τελευταίες περίπου δεκαετίες του 20ου αιώνα υπήρχε έλλειψη νερού, «νεροχλίψα», για να χρησιμοποιήσω την κατάλληλη ξηρομερίτικη λέξη. Οι γυναίκες κουβαλούσαν νερό από τα πηγάδια ή τη δημόσια βρύση. Με τη στάμνα ή τις ξύλινες βαρέλες και άλλα σκεύη μετέφεραν το νερό στο νοικοκυριό τους. Ακόμη και στα νεότερα χρόνια, σε κάποια χωριά, οι νοικοκυρές φορτώνονταν στο κεφάλι το δοχείο με το νερό και στα χέρια από έναν κουβά, για το μαγείρεμα και το πλύσιμο των ρούχων στη σκάφη. Δύσκολη και σκληρή η ζωή τους. Κατάφερναν όμως να έχουν συγυρισμένα και καθαρά τα σπίτια τους. Πλυμένα και καλοντυμένα τα παιδιά τους με «κεια τα λίγα που ’χανε».
Δεν ήταν μόνο η καθημερινή μεταφορά του νερού στο κεφάλι, πάνω σε ένα κουλουριαστό ύφασμα για βάση, την «πεδιλόγα». Με τον ίδιο τρόπο η γυναίκα του Ξηρομέρου κουβαλούσε ένα σακί αλεύρι, ένα σακί βελανίδι, ένα δοχείο λαδιού ή τυριού, ένα δεμάτι πουρνάρια για το φούρνο κ.λπ. Ολόρθη με άνεση, αντοχή και σιγουριά βάδιζε με το φορτίο στο κεφάλι… Από τα παιδικά μου χρόνια, κυρίως στο χωριό του πατέρα, τα Βλυζιανά, διατηρώ στη μνήμη μου τέτοιες εικόνες λυγερόκορμων γυναικών… Γυναίκες με κυπαρισσένια κορμοστασιά και βάρος στο κεφάλι. Οι «Καρυάτιδες του Ξηρομέρου»! Ο Ξηρομερίτης λαογράφος Γεράσιμος Παπατρέχας σημειώνει: «Κι η γυναίκα, δεν έσκυψε ποτέ την πλάτη για να φορτωθεί. Ορθόστητη, λαμπαδένια, κουβαλά στο κεφάλι κάθε φορτίο, αλαφρό ή βαρύ».
Σκεύη για τη μεταφορά και αποθήκευση του νερού ήταν:
Η στάμνα: πήλινο δοχείο με φουσκωτή κοιλιά, κοντό λαιμό και μία ή δύο λαβές, για τη μεταφορά και τη φύλαξη νερού. Είχε την ιδιότητα να διατηρεί δροσερό το νερό.
Νεροβαρέλα: ξύλινο βαρέλι στο οποίο έβαζαν μόνο νερό, που το μεταφέρανε από τα πηγάδια ή από τη βρύση. Η μεταφορά γινόταν με τα ζώα, στα οποία φόρτωναν αμφίπλευρα δύο βαρέλες, ή από τις γυναίκες που φόρτωναν τη βαρέλα στο κεφάλι τους.
Κουβάς ή «σατίλι»: μεταλλικό δοχείο για να αντλούν νερό από τα πηγάδια και τις στέρνες. Κατασκευαζόταν με λευκοσίδηρο (λάτα) από τους λευκοσιδηρουργούς. Στα χείλη έφερε εσωτερικά σιδερόβεργα και στη βάση σιδεροστέφανο. Επάνω είχε μια ημικυκλική λαβή, από την οποία έδεναν ένα σχοινί (τριχιά), για να κρεμούν τον κουβά στο πηγάδι.
Υπάρχει και το αίνιγμα: «Στεγνωμένος κατεβαίνει, μουσκεμένος ανεβαίνει. Τι είναι;».
Χωνί: ένα παφιλένιο σκεύος σε σχήμα κώνου με σωληνοειδές στόμιο. Χρησιμοποιούνταν για να γεμίζουν με το νερό τη βαρέλα.
«Γκιουγούμι»: μεταλλικό δοχείο κατασκευασμένο από λευκοσίδηρο για τη μεταφορά νερού από τα πηγάδια και τη δημόσια βρύση. Στο κυκλικό άνοιγμα έφερε εσωτερικά μεταλλική λαβή για να πιάνεται. Η μεταφορά του γινόταν από τις γυναίκες νεροκουβαλήτρες στο κεφάλι τους. Ιδιαίτερα χρησιμοποιήθηκε στο χωριό Βλυζιανά Ξηρομέρου μέχρι και τις αρχές του 21ου αιώνα. Μάλλον αυτό το ανθεκτικό σκεύος νερού αντικατέστησε τα πήλινα δοχεία που χρησιμοποιούσαν σε παλιότερες εποχές, όπως τη στάμνα και τον μπότη. Με τη σειρά του και αυτό αντικαταστάθηκε από τις πλαστικές μεγάλες μπουκάλες, τις λεγόμενες «μπούγλες» στο Ξηρόμερο και τα πλαστικά δοχεία μεγαλύτερης χωρητικότητας τα «μπετόνια».
Ποτίστρα: Ένα μεταλλικό δοχείο κατασκευασμένο από λευκοσίδηρο που χρησίμευε στη μεταφορά νερού από τις γυναίκες, επίσης στο κεφάλι. Χρησιμοποιούσαν την ποτίστρα και για το πότισμα των κηπευτικών, των λουλουδιών και του φυντανιού καπνού…
Βλυζιανά. Η δημόσια βρύση… Φωτογραφία Χαρά Αγγέλη
Η ΔΗΜΟΣΙΑ ΒΡΥΣΗ: Η βρύση κατέχει σημαντική θέση στην κοινωνική ζωή του χωριού. Είναι τόπος συνάντησης κυρίως για τις γυναίκες, όπως είναι το καφενείο τόπος συνάντησης για τους άνδρες του χωριού. Οι νοικοκυρές πήγαιναν καθημερινά σχεδόν στη βρύση με τη στάμνα στο χέρι και έφευγαν με τη στάμνα στον ώμο. Άλλες φορές κουβαλούσαν νερό σε μεγαλύτερες ποσότητες από τα πηγάδια με τα ζώα, στις νεροβαρέλες. Στα νεότερα χρόνια ένα τσίγκινο σκεύος αποθήκευσης και μεταφοράς νερού ήταν το «γκιουγούμι», όπως ήδη αναφέραμε. Οι γυναίκες περιμένοντας να γεμίσουν το σταμνί, το βαρέλι ή το «γκιουγούμι» με τη σειρά τους, θα βρουν την ευκαιρία να «τα πουν» με τις συγχωριανές τους, να μάθουν τα νέα, να κουτσομπολέψουν, να ανταλλάξουν απόψεις. Οι συναντήσεις στη βρύση ήταν «ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες», γράφει σε χρονογράφημά του ο Αλ. Χουλιάρας.
Κάθε γυναίκα που θα καθίσει στο πεζούλι της βρύσης για να ξεκουραστεί από το κουβάλημα του νερού, γίνεται μέλος μιας πρόσκαιρης και εύθυμης συνήθως συντροφιάς, που η κουβέντα της συνοδεύει το χαρούμενο κελάρισμα του νερού της βρύσης. Κάποιες φορές όμως συνέβαιναν και διαπληκτισμοί μεταξύ των γυναικών, κυρίως για τη σειρά που έπρεπε να κρατήσουν. Aυτοί οι καυγάδες και οι λογομαχίες μεταξύ γυναικών γίνονται κατανοητές σήμερα, αν αναλογιστούμε τη μεγάλη κούραση και την ανάγκη να μεταφέρουν χωρίς καθυστέρηση το νερό στο σπίτι, όπου είχαν να ολοκληρώσουν ένα σωρό εργασίες. Φυσικά παίζει ρόλο και ο χαρακτήρας της κάθε γυναίκας πώς θα συμπεριφερθεί…
Ας «ακούσουμε» μια νεαρή κοπέλα τότε, που κουβαλούσε νερό από τη δημόσια βρύση στα Βλυζιανά Ξηρομέρου:
«Κουβάλαγαμε νερό και με το γαϊδούρι και με το γκιουγούμι. Με το γκιουγούμι και με το ντενεκέ και με την ποτίστρα τότε. Έβαζαμε απάν’ στο κεφάλι μας την πεδελόγα, ένα πανί στριφτό ήτανε, το γύρζαμε έτσι. Είμαστανε κι νέες κοπέλες τότε. Τόφερναμε απάν’ στην ανηφόρα. Είχαμε συνηθίσει. Τώρα μεγάλωσαμε, ξεσυνήθσαμε!
Εκεί στη βρύση, τη θυμάσαι, γίνοντανε χαμός μερικές φορές… Ποια θα πάρει σειρά. Ποια θα γεμίσει πρώτη! Η Λένη τ’ Γεροπάνου, είστε συγγενείς, σήκωνε πολύ βάρος στο κεφάλι και στα χέρια! Η θειά Πηνειώ κουβάλαγε νερό με το γαλατοπάφλα στο κεφάλι! Οι Δουκανικαίοι την είχανε κοντά τη βρύση… Εμείς είμαστανε μακριά, ψηλά… Κι η μάνα μ’, ενώ ήταν απ’ την Καρδίτσα, συνήθσε και κουβάλαγε…». [Προφορική αφήγηση της Ελένης Καραλή, 25/06/2022].
Για τους νέους και τις νέες η βρύση στάθηκε και ορόσημο για την αγάπη και τον έρωτα. Είναι ο τόπος όπου τα παλικάρια μπορούν να δουν τις αγαπημένες τους. Οι ερωτευμένοι δεν έχαναν την ευκαιρία να ανταλλάξουν κρυφές ματιές, ενώ οι μεγαλύτερες γυναίκες έβρισκαν χρόνο για κάποιο κουτσομπολιό… Ένα παραδοσιακό τραγούδι αναφέρεται στον έρωτα ενός νέου:
«Κι αν πας Μαλάμω μ’ για νερό
κι εγώ στη βρύση καρτερώ,
να σου τσακίσω το σταμνί
να πας στη μάνα σ’ αδειανή»
Η ποίηση και η λαϊκή ψυχή έχουν συνδεθεί τόσο πολύ με τη βρύση, που την έκαναν τραγούδι και την τραγούδησαν όπως της άξιζε. Στο δημοτικό τραγούδι, θα βρούμε πολλές αναφορές στο ρόλο και στην κοινωνική λειτουργία της βρύσης, αναφορές που με όλη τη γραφικότητά τους αποκαλύπτουν και μας βοηθούν να αναπαραστήσουμε πτυχές της παραδοσιακής ζωής της προβιομηχανικής κοινωνίας…
Χώρος ύδρευσης, συνάντησης και συζήτησης η βρύση, καμάρι του πελεκητή και του χωριού στολίδι, δεν μπόρεσε να αντέξει στην επέλαση του πολιτισμού και στο σύγχρονο τρόπο ζωής, όπως διαμορφώθηκε κυρίως τα μεταπολεμικά χρόνια. Τη «χαριστική βολή» στην παραδοσιακή βρύση έδωσαν από τη δεκαετία του 1950 και μετά η ανάπτυξη και η διάδοση της τεχνικής…
Με την ανάπτυξη της τεχνικής αρχίζουν να δημιουργούνται τα κεντρικά δίκτυα ύδρευσης των οικισμών και οι υδραυλικές εγκαταστάσεις σε κάθε σπίτι, σε κάθε χώρο ανθρώπινης δραστηριότητας. Οι άνθρωποι δεν είναι πια υποχρεωμένοι να κουβαλούν το νερό στο σπίτι, εξασφαλίζουν καλύτερες συνθήκες ατομικής υγιεινής μέσα στο σπίτι τους και η βρύση χάνει την πρακτική της αξία και σημασία, κάποτε μάλιστα και το νερό της, που διοχετεύτηκε στα κεντρικά δίκτυα ύδρευσης. Η βρύση του χωριού χάνει μαζί με τους ανθρώπους και τη ζωντάνια της και καταντάει ένας γραφικός τόπος. Ένας μνημονικός τόπος του νερού και των νεροκουβαλητριών…
Ένα χωριό του Ξηρομέρου στο οποίο άργησε πολύ «να μπει το νερό» στο κάθε σπίτι, ήταν τα Βλυζιανά. Εδώ το νερό ήρθε πολύ αργά! Τον 21ο αιώνα! Μέχρι τότε υπήρχε η δημόσια βρύση η οποία εξυπηρετούσε τις ανάγκες των νοικοκυριών. Όταν επιτέλους, μετά από δεκαετίες καθυστέρηση, συγκριτικά με τα άλλα χωριά, δημιουργήθηκε το κεντρικό δίκτυο ύδρευσης, επί δημαρχίας Παναγιώτη Στάϊκου, οι γυναίκες ιδιαίτερα πανηγύρισαν το γεγονός!
«Ήρθε το νερό και σωθήκαμε!», κουμπάρα Μαρία, μας είπε χαρούμενη η κουμπάρα μας, θυμάμαι, η νονά του αδελφού μου, η Παναγιώτα Δοκανίκη, μια πολύτεκνη γυναίκα που χρειάζεται μεγάλη ποσότητα νερού για τις ανάγκες του νοικοκυριού της. Πραγματικά σώθηκαν οι γυναίκες κυρίως, από το σοβαρό πρόβλημα της μεταφοράς του νερού…
Η δημόσια βρύση στα Βλυζιανά επισκευάστηκε από τον Πολιτιστικό Σύλλογο του χωριού, «Γεώργιος Καραϊσκάκης», όπως συμβαίνει σε αρκετά χωριά. Κάθε φορά που περνάω από εκεί θυμάμαι τις γυναίκες του χωριού και τον καθημερινό μόχθο να εξασφαλίσουν το νερό για το νοικοκυριό τους… Η βρύση «ζωντανεύει» και μαζί οι νεροκουβαλήτρες του χωριού…
Μαχαιράς. Το πηγάδι «Η Αράπω». Φωτογραφία Πόπη Γκούμα
ΤΑ ΠΗΓΑΔΙΑ: Τα πηγάδια επίσης εξασφάλιζαν νερό για τις ανάγκες των νοικοκυριών. Στην κορυφή του πηγαδιού και προκειμένου αυτή να μην είναι ισοϋψής με την επιφάνεια του εδάφους, για λόγους ασφαλείας, αλλά και υγιεινής του νερού του πηγαδιού, δημιουργούσαν το «σφρα» (το στόμιο), μια πέτρινη κατασκευή, ύψους, περίπου ενός μέτρου, στην κορυφή της οποίας τοποθετούσαν κυκλικά πελεκημένη πέτρα, με στόμιο στην μέση, ώστε να δίνει και μια μορφή αρχιτεκτονικής στο πηγάδι.
Ο κλασικός τρόπος άντλησης του νερού από το πηγάδι ήταν με τα χέρια και με τη βοήθεια ενός κουβά, το λεγόμενο «σατίλι», δεμένου σε σχοινί, «τριχιά», τον οποίο κατέβαζαν στο πηγάδι και ανέβαζαν με μυϊκή δύναμη, χωρίς τη βοήθεια κάποιου μηχανισμού. Με τον τρόπο αυτό αντλούσαν λίγο νερό από πηγάδια. Στα δημόσια πηγάδια ο καθένας αντλούσε νερό με το δικό του κουβά.
Γύρω από τα πηγάδια πολλές φορές αναπτύχθηκαν έρωτες, έγιναν προξενιά, έγιναν λογομαχίες, έγιναν συμφωνίες, γνωριμίες, κουμπαριές, εκούσιες ή εξαναγκαστικές αυτοκτονίες και φονικά! Μετά τη βιομηχανοποίηση και την εξέλιξη όμως τα πηγάδια πέρασαν στην πλήρη εγκατάλειψη και τη λησμονιά… Αρχικά αντικαταστάθηκαν με τις κοινοτικές ή δημοτικές βρύσες, που κι αυτές με την σειρά τους εγκαταλείφθηκαν, διότι ήρθε η ύδρευση κάθε σπιτιού από κεντρικό δίκτυο, που έκανε πιο άνετη τη διαβίωση και συνέβαλε στην υγιεινή του ανθρώπου. Όσοι έτυχε να κρατήσουν το πηγάδι το χρησιμοποιούν μόνο για διακόσμηση στον κήπο ή στην αυλή τους. Κάποια προσπάθησαν να τα επιδιορθώσουν και να τα διατηρήσουν οι πολιτιστικοί και περιβαλλοντικοί σύλλογοι. Αξίζει να διατηρηθούν τα πηγάδια… Είναι δείγματα λαϊκής αρχιτεκτονικής, τόποι μνήμης και τοπικής ιστορίας.
Ας «ακούσουμε» μια νεροκουβαλήτρα που κουβαλούσε νερό από το πηγάδι με τις βαρέλες:
«Είχαμε πηγάδια. Δυο χιλιόμετρα φόρτωναμε βαρέλες πήγαιναμε στο πηγάδι. Γύρζαμε με το νερό στο σπίτι. Με το σατίλι τόβγαναμε. Και δεν υπήρχε και τριχιά. Ήτανε με τραγόμαλλο και με πρόβειο μαλλί, την έφκιαναμε. Μετά ήρθε η τριχιά, αργότερα.
Έβαναμε στο γαϊδούρι τς βαρέλες και την ποτίστρα στο κεφάλι μας! Τι μόνο την ποτίστρα; Το μπάφλα το γάλα στο κεφάλι! Έβαναμε την πεδιλόγα να είναι στα ίσα, να μην τρυπάει το κεφάλι.
Από το ’40 ως το ’50 ήταν πολύ δύσκολη ζωή στα χωριά μας. Άμα είχαμε φυντάνια ήτανε κάτ’ βρυσούλες κι έβγανανε νερό, πάηναμε να κουβαλήσουμε νερό τη νύχτα στο κεφάλι. Τα ξύλα επίσης στο κεφάλι, τα προσανάματα όλα στο κεφάλι. Είχαμε τα γαϊδούρια αλλά να πάρουμε και κάτ’ στο κεφάλι.
Κουβάλαγαμε νερό με το γαίδούρ,’ με τ’ άλογα στο νεκροταφείο. Δεν είχε νερό και πήγαιναμε νερό απάν’. Και στο κεφάλι. Κι όποιος δεν μπόργε η γυναίκα πάηνε κι άντρας. Δύσκολα χρόνια, πολύ.» [Προφορική αφήγηση της Π. Χ. - Θ. από τον Πρόδρομο Ξηρομέρου, 29/05/2022].
ΟΙ ΣΤΕΡΝΕΣ : Σε περιοχές όπου η έλλειψη πηγών έκανε την ανεύρεση νερού δύσκολη και σε άγονες ημιορεινές κυρίως περιοχές, χωρίς εκμεταλλεύσιμο υδροφόρο ορίζοντα, ο άνθρωπος επινόησε τρόπους για τη συλλογή, συγκέντρωση και αποθήκευση νερού της βροχής για αρδευτικούς σκοπούς, για ανθρώπινη χρήση και για την κτηνοτροφία. Το νερό της βροχής ήταν το πολύτιμο αγαθό που έπρεπε να αποταμιεύουν και με λαϊκή σοφία κατασκεύασαν μεγάλες υπόγειες δεξαμενές νερού, τις «στέρνες», στις οποίες το μάζευαν, ώστε να το έχουν για να ξεδιψάσουν, να φροντίσουν την υγιεινή και την καθαριότητα στα σπίτια τους και να ποτίσουν τους κήπους τους…
Όταν το σπίτι διέθετε στέρνα οι γυναίκες της οικογένειας διευκολύνονταν πολύ στις εργασίες της καθαριότητας, της μαγειρικής κ.ά. Το βρόχινο νερό είναι μαλακό με πολύ μικρές συγκεντρώσεις αλάτων και αυτό το κάνει άριστο στη μαγειρική. Τα όσπρια κυρίως βράζουν ευκολότερα και γρηγορότερα. Επίσης, στο πλύσιμο των ρούχων, επειδή το σαπούνι διαλύεται ευκολότερα, είναι προτιμότερη η χρήση αυτού του νερού. Για να διατηρούν το νερό σε καλύτερη ποιότητα και για να είναι πόσιμο, οι νοικοκύρηδες ασβέστωναν τις στέρνες μια φορά το χρόνο. Επί πλέον, διατηρούσαν το νερό σε καλή κατάσταση, διαλύοντας μέσα σε αυτό λίγο ασβέστη, ο οποίος είχε απολυμαντικές ιδιότητες. Η άντληση του νερού από τις στέρνες και τα πηγάδια γίνονταν με τους κουβάδες του νερού, τα λεγόμενα «σατίλια», τα οποία γέμιζαν και τραβούσαν με μακρύ σχοινί, «τριχιά» στην επιφάνεια. Ήταν ο ίδιος τρόπος που αντλούσαν νερό και από τα δημόσια πηγάδια…
Στις περιπτώσεις που τα σπίτια δεν διέθεταν στέρνα ή πηγάδι, τότε, η νοικοκυρά, τοποθετούσε, κάτω από την στέγη, στις «ρονιές», δηλαδή στο στάξιμο των κεραμιδιών, διάφορα σκεύη, προκειμένου να πιάσει το νερό της βροχής, «τα σταλάματα», όπως λένε χαρακτηριστικά στο Ξηρόμερο, για να το χρησιμοποιήσει στην μπουγάδα της.
Στον Πρόδρομο Ξηρομέρου, η υπέργηρη κυρά Σοφία σε αφήγησή της αναφέρει ότι οι Προδρομίτες είχαν κατασκευάσει στέρνες για να έχουν νερό στα νοικοκυριά τους. Καλύτερα να την «ακούσουμε»:
«Είχαμε στέρνες πολλές στο χωριό. Στο πατρικό μ’ είχαμε στέρνες. Στα Β’ζανά είχανε μεγάλο δράμα. Δεν είχανε νερό. Τώρα κοντά είδανε κύριο πρόσωπο ο κόσμος. Ήτανε δράμα εκεί. Εδώ στον Πρόδρομο είχαμε στέρνες! Αφού νια κοπέλα από δω νε προξένευανε απ’ τα Βζανά κι έλεε, δεν πάου στα Βζανά, π’ δεν έχνε νερό να πλυθούνε!». [Προφορική αφήγηση της Σοφίας Λαϊνά, 18/06/2022].
Στο Μαχαιρά, όπου μεγάλωσα, στη γειτονιά μας είχαν στέρνα σε κλειστό χώρο η οικογένεια του Αιμίλιου (Μίλιου) Παπαστάμου και σε αύλειο χώρο η οικογένεια του Αριστοτέλη (Τέλια) Παπαστάμου. Θυμάμαι ότι πηγαίναμε το καλοκαίρι, με την άδεια των ιδιοκτητών, να γεμίσουμε τα δοχεία, τις πλαστικές «μπούγλες» με δροσερό νεράκι. Κυρίως την εποχή του αρμαθιάσματος του καπνού…
Το πότισμα των νεκρών: Ένα μακάβριο θέαμα που αντίκριζαν παλιότερα οι άνθρωποι στο χωριό, ήταν το νεροκουβάλημα στο νεκροταφείο του χωριού. Μετέφεραν νερό πάλι οι γυναίκες για τους νεκρούς τους! Οι «φρεσκοθαμμένοι» κυρίως έπρεπε να ποτίζονται συχνά για να μην μυρίσουν. Οι γυναίκες με τον πόνο και το πένθος αναλάμβαναν και αυτό το χρέος. Το πότισμα του τάφου συνοδευόταν συνήθως με κλάματα και μοιρολόγια… Εκεί στο κοιμητήριο έρχονται σε επαφή και με άλλες «πενθούσες» και αλληλοπαρηγοριούνται…
Αργότερα βέβαια με τον εκσυγχρονισμό των χωριών το νερό μεταφερόταν με τα αγροτικά αυτοκίνητα και με τη συνδρομή των ανδρών. Στα νεότερα χρόνια οι πρόεδροι των κοινοτήτων φρόντισαν να κατασκευαστεί μια μικρή δεξαμενή ώστε να υπάρχει νερό και για τους νεκρούς και την καθαριότητα των μνημάτων. Έτσι απαλλάχτηκαν οι γυναίκες από αυτό το βαρύ φορτίο. Σήμερα στα περισσότερα νεκροταφεία έχουν τοποθετηθεί βρύσες για να εξυπηρετούν τις ανάγκες των νεκρών…
Το πότισμα του καπνού: Θα αναφέρω και ένα «κωμικοτραγικό» γεγονός που συνέβη σε πηγάδι του χωριού Μαχαιράς. Συνήθως από κούραση ή απροσεξία γλιστρούσε η τριχιά που ήταν δεμένος ο κουβάς, «το σατίλι» από τα χέρια κι έπεφτε μέσα στο πηγάδι. Πρώτη φορά άκουσα να πέφτει γάϊδαρος μαζί με το φορτίο του! Ήταν εποχή του φυτέματος καπνού. Για το πότισμά του κουβαλούσαν νερό από τα πηγάδια… Δυο παιδιά, ο Γιώργος Κουβέλης, «Βιτλάντζας» και η Tασία, αδελφή της Καλλιόπης Νικήτα, κουβαλούσαν νερό από το πηγάδι στο χωράφι τους προς τα «Καλαμάκια». Δωδεκάχρονα παιδιά τότε. Αφού γέμισαν τα παφίλια, στα οποία μετέφεραν το νερό, ήταν έτοιμα να οδηγήσουν το γάϊδαρο στο χωράφι. Για κάποιο λόγο ο γάϊδαρος πηδάει μέσα στο πηγάδι! Φωνάζουν τα παιδιά βοήθεια!!! Τρέχουν, όσοι φύτευαν εκεί κοντά, να βοηθήσουν… Το πηγάδι ευτυχώς δεν ήταν βαθύ και δεν είχε πολύ νερό. Μπαίνει μέσα ο Μήτσος Παπαστάμος, ο «Μπουραζάνης» και σπρώνει έξω το ζώο μαζί με τα παφίλια! Να σημειώσουμε ότι ο «Μπουραζάνης» είχε τεράστια δύναμη…
Αυτό το περιστατικό είχε σημαδέψει τη μνήμη του μικρού Γιώργου τότε, του παιδιού «νεροκουβαλητή», και το ανέφερε υπέργηρος στην Πόπη Γκούμα. Μαζί με άλλα περιστατικά που βίωσε μέχρι να φύγει από τη φτώχεια του χωριού και να εγκατασταθεί στην Αθήνα, όπου και είχε σημαντική εξέλιξη. Το κορίτσι, η «νεροκουβαλήτρα», ήταν η Τασία Μαυρογιώργου που «καλοπαντρεύτηκε» στην Καβάλα και έζησε άνετα. Αυτό είχα ακούσει η ίδια, να αναφέρει η γειτόνισσά μας Καλλιόπη Μαυρογιώργου - Νικήτα για την αδελφή της.
Νερό και ψείρες: Όπως προκύπτει από προφορικές αφηγήσεις τα πηγάδια δυστυχώς δεν είχαν πάντα πολύ νερό. Επίσης σε κάποιες περιπτώσεις αναφέρεται ότι το νερό που είχαν δεν ήταν καθαρό, αλλά «ψειριασμένο».
Ενδεικτικά παραθέτω μια προφορική αφήγηση:
«Πηγαίναμε στα πηγάδια και μαζεύαμε νερό. Οι γυναίκες βγάζανε το νερό και επειδή ήταν γεμάτο ψείρες(!), βγάζανε το μαντίλι που φορούσαν στο κεφάλι τους και το κάνανε σουρωτήρι! Σουρώνανε το νερό με αυτό και οι ψείρες μένανε στο μαντίλι. Μετά από το σούρωμα το νερό ήταν «καθαρό» και το πίναμε. Τι να κάναμε; Είχαμε να πιούμε; Ξέρεις ότι το χωριό μας είχε σοβαρό πρόβλημα, δεν υπήρχε νερό. Μαρία, μπορεί να σου φαίνεται απίστευτο, αλλά δεν είχαμε να πιούμε. Το καλοκαίρι βάζαμε δροσερό νερό από τα πηγάδια στα «ασκιά» για να το κρατάνε κρύο. Δεν είχαμε ψυγεία τότε. Κρεμάγαμε σε ένα δέντρο τ’ ασκί μας. Τα ασκιά τα φτιάχνανε οι ηλικιωμένοι από δέρμα κατσικιού. Τα είχανε σαν ψυγεία να φανταστείς… Άσε παιδί μου, τι μου θυμίζεις τώρα… Να είσαι καλά και να προκόβεις στη ζωή σου. Γράψτα αυτά, να τα μάθουν οι νέοι… Εγώ δε βλέπω τώρα να γράψω…» [Προφορική αφήγηση του Μαχαιριώτη Γάκια Παπατρέχα - Κάνια, γεν.1929].
Στο Μαχαιρά Ξηρομέρου ευτυχώς το πρόβλημα του νερού λύθηκε με τη νέα γεώτρηση που έγινε, με χρηματοδότηση του Πυθαγόρα Σαμαρά, επί προεδρίας Ταξιάρχη Κουτρουμάνου, το 1992. Όλο το χωριό παρευρέθηκε στα εγκαίνια του σημαντικού αυτού έργου. Οι φωτογραφικές αναπαραστάσεις μαρτυρούν τη σπουδαιότητα του γεγονότος! Οι Μαχαιριώτες, και ιδιαίτερα οι γυναίκες, με χαρά «καλοδέχτηκαν» το νερό. Τα τελευταία χρόνια, δυστυχώς, το νερό αυτό θεωρείται ακατάλληλο προς πόση. Οι κάτοικοι του χωριού αναγκάζονται και πάλι να «κουβαλάνε» νερό από τα σούπερ μάρκετ ή από την Κορπή. Ευτυχώς που οι πηγές Κορπής είναι κοντά και προσφέρουν εξαιρετικής ποιότητας νερό.
Ως επίλογο επιλέγω το δημοτικό τραγούδι «Της στάμνας». Το γνωστό τραγούδι αναφέρεται στο σπάσιμο της στάμνας που θεωρείται σημαντική απώλεια, αφού ήταν ένα απαραίτητο πήλινο σκεύος για τη μεταφορά νερού. Η ίδια η κόρη αφηγείται το περιστατικό στη μάνα της. Η μάνα αντιδρά με οργή και μάλιστα δέρνει την απρόσεκτη κόρη! Το μένος της μάνας δεν προέρχεται μόνο από την απώλεια της στάμνας, η αντικατάσταση της οποίας θα επιβάρυνε τα πενιχρά οικονομικά της οικογένειας.
Αν αναλογιστούμε τη νοοτροπία και τις περί ηθικής αντιλήψεις της εποχής, θα αντιληφτούμε ότι εδώ πρόκειται και για την απώλεια της τιμής και αγνότητας της κόρης! Η κοπέλα δεν κράτησε την αξιοπρέπεια, δεν αντιστάθηκε σθεναρά και τελικά συναίνεσε στην ερωτική πρόκληση… «μου την ’ρίξαν τα παιδιά»! Ύστερα από την «απώλεια» της ηθικής έρχεται και η κοινωνική κατακραυγή και οι συνέπειές της… «δεν αντέχω πια η δόλια», «μάνα μου θα μου ̕’ρθει τρέλα»!
Μη με δέρνεις καλέ μάνα,
που ̕’σπασα καινούργια στάμνα
κι η βαρέλα ας είν̕ καλά
και θα πιούνε τα παιδιά
Με πειράξανε στο δρόμο
πάει η στάμνα από τον ώμο
κι η βαρέλα ήταν βαριά
μου την ’ρίξαν τα παιδιά
Κι όλοι με πειράζουν μάνα
και μου λένε πάει η στάμνα·
δεν αντέχω πια η δόλια,
για να ακούω τέτοια λόγια
Πες μου τώρα τι να κάνω
και στη βρύση που θα πάω
δίχως στάμνα και βαρέλα
μάνα μου θα μου ̕’ρθει τρέλα!
Πηγές :
Aγγέλη Μ., «Μαχαιράς Ξηρομέρου: Τα πηγάδια αναβλύζουν μνήμη και ιστορία…», https://xiromeronews.blogspot.com.
Aγγέλη Μ., «Βλυζιανά Ξηρομέρου. «Αυτός ο τόπος ο μικρός ο μέγας», ο γενέθλιος τόπος!». https://aitoloakarnaniabest.gr
Κοντομίχη Π., Το νοικοκυριό του χωριάτικου σπιτιού στη Λευκάδα, Εκδόσεις Γρηγόρη,1985.
Παπατρέχα Γ.Η., Το Χρονικό του Μαχαιρά, Έκδοση Συλλόγου Μαχαιριωτών, 1988.
Τότσικας Αλ., «Βρύσες – Πηγάδια – Στέρνες. Ο αγώνας για το νερό στην προβιομηχανική Αργοναυπλία», https://argolikivivliothiki.gr