Πέμπτη, 4η Δεκεμβρίου 2025  6:37 μμ
Πέμπτη, 04 Δεκεμβρίου 2025 19:50

H τσοπάνισσα του Ξηρομέρου: Η αφανής ηρωίδα της υπαίθρου.

Αν βρίσκετε το άρθρο ενδιαφέρον κοινοποιήστε το

H τσοπάνισσα του Ξηρομέρου:  Η αφανής ηρωίδα της υπαίθρου.

Μια ζωή λιτή, σκληρή, αξιοπρεπής.

Γράφει η Μαρία Ν. Αγγέλη

Εικόνα: Η τσοπάνισσα Παναγιώτα Δοκανίκη στα Βλυζιανά Ξηρομέρου, το 2000. «Μια εικόνα,χίλιες λέξεις».

Στις πλαγιές, στα βοσκοτόπια και στα κακοτράχαλα μονοπάτια του Ξηρομέρου, εκεί όπου άκμασε η κτηνοτροφία, γεννήθηκε και ρίζωσε μια από τις πιο δυνατές φιγούρες της ελληνικής υπαίθρου: η τσοπάνισσα.  Γυναίκα της υπακοής, της αντοχής, της καθημερινής πάλης για την επιβίωση της οικογένειας και των ζώων, στάθηκε για δεκαετίες, ο ακρογωνιαίος λίθος της παραδοσιακής κτηνοτροφίας της περιοχής.

Η καθημερινή ζωή και ο μόχθος

Η κτηνοτροφία παραδοσιακά θεωρείται ανδρική υπόθεση. Όμως πίσω από έναν κτηνοτρόφο υπάρχει μια γυναίκα που δουλεύει «ανδρίκεια». Μοιράζεται με τον άνδρα το βάρος της κτηνοτροφικής ζωής. «Πλάτη με πλάτη δουλεύαμε για τα παιδιά μας», είπε χαρακτηριστικά μια τσοπάνισσα του Ξηρομέρου.

 Οι γυναίκες στις στάνες, τις πλαγιές και τα λιβάδια γράφουν τη δική τους σιωπηλή ιστορία. Δουλεύουν σκληρά στη στάνη και στο σπίτι Η τσοπάνισσα του Ξηρομέρου δεν ήταν απλώς βοηθός του άνδρα τσοπάνη. Ήταν η γυναίκα που ξυπνούσε πρώτη και κοιμόταν τελευταία. Έχω συγκρατήσει στη μνήμη μου το εξαντλητικό ωράριο της μάνας μου, αλλά και άλλων γυναικών κτηνοτροφικών οικογενειών της περιοχής.

Πριν το χάραμα, ξυπνούσε για να ετοιμάσει τα παιδιά για το σχολείο, το πρωινό για τον άνδρα, να ταΐσει τα οικόσιτα ζώα,  γάιδαρο, κότες, γουρούνι, κουνέλια κ.λπ. Το χειμώνα άναβε φωτιά να ζεστάνει το «χειμωνιάτικο» δωμάτιο, ετοίμαζε το σακούλι του τσοπάνη, τα σακιά με την τροφή για τα κατσίκια. Και αφού φρόντιζε για όλα, ακολουθούσε τον άνδρα στη στάνη.

Εκεί ήταν παρούσα στο καθάρισμα των μαντριών, του τσάρκου, της διατροφής των κατσικιών, της περιποίησης κάποιου άρρωστου ζώου. Η ίδια ήταν παρούσα σε κάθε κρίσιμη στιγμή του κοπαδιού. Στο γέννο, στο άρμεγμα, στο πότισμα, ακόμη και στη φύλαξη και βόσκηση των ζώων, όταν απουσίαζε ο τσοπάνης και δεν υπήρχε αντικαταστάτης. (Για τις διάφορες εργασίες και τα στάδια της παραδοσιακής κτηνοτροφίας βλέπετε: Μαρία Ν. Αγγέλη, Κτηνοτροφικά του Ξηρομέρου.  Τσοπάνηδες, κοπάδια, μαντριά…, Αγρίνιο 2022).

Η ζωή της μια διαρκής κίνηση ανάμεσα στο σπίτι, στο μαντρί και στο χωράφι. Παράλληλα με τη στάνη, έπρεπε να φροντίζει και την καλλιέργεια και συγκομιδή του καπνού, η οποία συμπλήρωνε το εισόδημα της οικογένειας.

Ιδιαίτερα δύσκολος ήταν ο ρόλος της γυναίκας που ήταν αναγκασμένη να μοιράζεται ανάμεσα στο στανοτόπι και στο καπνοτόπι. Ήταν η περίοδος που δούλευε δεκάξι και πλέον ώρες το εικοσιτετράωρο! Η λέξη «σχόλη» ήταν άγνωστη και άπιαστη πολυτέλεια για κείνη.

Θυμάμαι τη μάνα που είχε αναλάβει η ίδια μια μικρή καλλιέργεια καπνού. Έτρεχε να προλάβει το μάζεμα των καπνόφυλλων και το άρμεγμα των γιδιών. Αγωνιούσε μην «καεί» ο καπνός μην «καούν» τα γίδια. «Καιγόταν» η ίδια για να τα προλάβει όλα. (Όταν τα καπνόφυλλα δεν μαζευτούν στην ώρα τους κιτρινίζουν πολύ, «καίγονται» και χάνουν την ποιοτική και εμπορική αξία τους. Όταν το ζώο δεν αρμέγεται «καίγεται», δηλαδή στερεύει το μαστάρι του).

Τώρα που γράφω αυτές τις λίγες γραμμές για την τσοπάνισσα του Ξηρομέρου προβάλλει, στο ξέφωτο της μνήμης μου, η κουρασμένη μάνα μου. Μια μικροκαμωμένη, πολύ εργατική γυναίκα στάθηκε πλάι στον επίσης εργατικό, τσοπάνη «από κούνια», πατέρα. Τον ακολουθούσε όλα τα χρόνια στα μαντριά και στη στάνη όπως απαιτούσαν οι συνθήκες της εποχής τους. Στα μαντριά κυρίως στον γέννο των γιδιών και τη φροντίδα των κατσικιών.

Το χειμώνα, κάθε πρωί ανηφόριζαν, με το γάιδαρο τον «λάγιο», στα Μαναστράκια, περιοχή όπου ήταν η στάνη. Εκεί άνοιγε τον τσάρκο και έβγαιναν τα κατσικάκια για να θηλάσουν τις μάνες τους. Η μάνα έμπαινε στον τσάρκο να βάλει λίγο καρπό, κριθάρι συνήθως, για να φάνε τις ώρες που έμεναν κλεισμένα τα μικρά.

Το απόγευμα η μάνα, πάλι με το γαϊδαράκο, ανηφόριζε στη στάνη, για να μεταφέρει τροφή για τα κατσίκια, να τα ανοίξει να λιαστούν λίγο, τις μέρες που είχε λιακάδα, να σκουπίσει κάποιο μαντρί, να περιμένει τον πατέρα να επιστρέψει από τη βόσκηση του κοπαδιού.

Με το γυρισμό των γιδιών από το βόσκημα, πάλι επαναλαμβάνονταν οι διαδικασίες του θηλασμού των μικρών και ξανά το κλείσιμό τους στον τσάρκο. Όταν είχε καλό καιρό χαμογελούσαν οι δυο τους και τα «ζωντανά»! Όταν όμως είχε παλιόκαιρο κι έριχνε βροχή «με τ’ ασκί», όπως έλεγε η μάνα, τότε τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Ο πατέρας γύριζε μουσκεμένος και η μάνα επίσης βρεγμένη ως το κόκκαλο. «Με πιρόνιασε ως το κόκκαλο», έλεγε όταν επέστρεφε στο χωριό και προσπαθούσε να αλλάξει τα μουσκεμένα της ρούχα.

Θυμάμαι επίσης, να κρεμάει στις καρέκλες δίπλα από το τζάκι τα βρεγμένα ρούχα, ζακέτα, φούστα και κάλτσες να στεγνώσουν για να τα ξαναφορέσει το πρωί. Δεν διέθετε η μάνα την πλούσια γκαρνταρόμπα που έχουμε οι γυναίκες σήμερα…

Κάθονταν μετά κι οι δυο δίπλα στο τζάκι να ζεσταθούν τα παγωμένα κορμιά τους. Έπειτα εκείνη σηκωνόταν να φροντίσει για το δείπνο της οικογένειας. Κάποιες φορές να φτιάξει μια τραχανόπιτα, στη στιγμή άνοιγε φύλλα, να βράσει κάτι απλό, όπως τραχανά με γάλα, για να χυλώσει καλύτερα, γάλα το οποίο συνοδεύονταν με τριμμένο ψωμί «να μας πιαστεί», όπως έλεγε, και στην καλύτερη περίπτωση να ψήσει κρέας χοιρινό στη σούβλα, το οποίο βέβαια επιμελούνταν ο πατέρας.

Οι μνήμες αυτές  και η βιωμένη εμπειρία που έχω από την τσοπάνικη ζωή μαρτυρούν ότι η τσοπάνικη ζωή, πριν την εξέλιξη των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα, δεν ήταν ειδύλλιο και φλογέρα… Ήταν  αγώνας και μόχθος. Η τσοπάνισσα δεν γνώριζε γιορτές και αργίες. Το κοπάδι απαιτούσε διαρκή φροντίδα. Η γυναίκα απουσίαζε, δυστυχώς, από τις γιορτές, κάποια κοινωνικά δρώμενα, ακόμη και από τις συντροφιές των γυναικών της γειτονιάς. Αυτές οι δράσεις ήταν πολυτέλειες για κείνη και δύσκολα χωρούσαν στο καθημερινό της πρόγραμμα.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη μάνα, όταν άκουγε την καμπάνα της εκκλησίας, έκανε το σταυρό της κι έλεγε: «βαριά γιορτή σήμερα»! Καταλάβαινα ότι ήθελε να ανάψει ένα κερί στον Άγιο, αλλά το καθήκον και η ανάγκη την υποχρέωναν να τραβήξει τον ανήφορο προς τη στάνη…

Μαρτυρίες και προσωπικές μνήμες

Η μάνα ήταν μια περίπτωση τσοπάνισσας στο Ξηρόμερο. Δεν ήταν η μοναδική. Όταν ο τσοπάνος δεν είχε άλλο βοηθό, το ρόλο αυτό τον αναλάμβανε η γυναίκα. Δίπλα στον άνδρα τσοπάνη, συνεργάτρια ακούραστη η τσοπάνισσα, όπως αναφέραμε. Με την ταπεινή ενδυμασία, με το τσεμπέρι στο κεφάλι να την προφυλάσσει από τον ήλιο του καλοκαιριού και το κρύο του χειμώνα, με την ποδιά δεμένη στη μέση, με τα λαστιχένια παπούτσια, ανηφόριζε στη στάνη και στη στρούγκα, κοντά στο σύζυγό της. Κοινός ο αγώνας για την επιβίωση, την ανατροφή και αποκατάσταση των παιδιών…

Γνωρίζω ότι αρκετές γυναίκες στο Ξηρόμερο ανέλαβαν αυτόν τον ρόλο. Μέχρι σήμερα που εκσυγχρονίστηκαν οι εργασίες της κτηνοτροφίας, οι γυναίκες στέκονται επάξια δίπλα στον άνδρα κτηνοτρόφο. Μέχρι σήμερα, κάποιες γυναίκες, παρότι ηλικιωμένες, συμμετέχουν ενεργά στη φροντίδα των κοπαδιών και τη μεταβίβαση της εμπειρίας στα παιδιά τους.

Ακόμη και όταν αναλαμβάνει ο γιος τη διαχείριση του κοπαδιού, εκείνες, ως μανάδες, «ψημένες» στη δουλειά, ακολουθούν και συμμετέχουν στις διαδικασίες. Κάποιες φορές διαμαρτύρονται, δικαιολογημένα, ότι πονούν τα χέρια, τα πόδια, η ταλαιπωρημένη μέση, αλλά παρόλα αυτά δεν πτοούνται. Δεν υποχωρούν. Το κοπάδι είναι συνυφασμένο με τη ζωή τους, με τη νιότη τους, με τη δημιουργία της οικογένειας, με την προκοπή, με την οικονομική πρόοδο… Κάποιες από αυτές τις γυναίκες του βουνού και της στάνης, απόμαχες σήμερα, τις συναντάμε στα χωριά του Ξηρομέρου. «Ζήσαμε από τα πράματά(τα ζώα) μας», είναι κοινός λόγος στη συζήτηση μαζί τους.

Αυτές οι γυναίκες δεν μπορούν να κάτσουν «με σταυρωμένα χέρια!», όπως λένε οι ίδιες. Είναι αεικίνητες και μπροστάρισσες στη στάνη. Όσο κι αν βελτιώθηκαν οι συνθήκες και στη σύγχρονη κτηνοτροφία απαιτούνται κάποιες δεξιότητες και χειρωνακτικές εργασίες.

Στη συνέχεια παραθέτω ενδεικτικά παραδείγματα τσοπανισσών:

Στα Βλυζιανά, η Παναγιώτα Δοκανίκη αναγκάστηκε, λόγω μυοσκελετικών προβλημάτων, να αποσυρθεί από το κοπάδι προβάτων που είχε η οικογένεια. Ανέλαβε  ένας γιος της.  Η ίδια, παρά τα μυοσκελετικά προβλήματα και την κούραση, «ανατρέφει» με το «ρογοβύζι», με το μπουκάλι γάλα, σαν τα μωρά, αρκετά αρνάκια ή και κατσικάκια «διπλάρικα» που δεν μπορούν οι μάνες τους να τα θηλάσουν. Η ίδια πολύτεκνη μάνα μπαίνει στο ρόλο της μάνας αρνιών και κατσικιών. Τα «υιοθετεί», κατά κάποιον τρόπο, και τα μεγαλώνει, όπως μεγάλωσε κάποτε τα πέντε παιδιά της.

Είναι να θαυμάζει κανείς τη δύναμη, την αντοχή και την ευαισθησία αυτής της τσοπάνισσας που συνεχίζει ακόμη… Ποτέ δεν παραπονιέται. Δεν λέει ότι κουράστηκε. Η ζωή της δεν είναι για παράπονα, είναι για δράση και προσφορά!

Ας  την «ακούσουμε»:

«Είμαι από μικρό πιδάκι κοντά στα πράματα. Είχαμε γίδια.

Θ(υ)μάμαι νια φορά, ήμτανε μικρή, τέσσερα πέντε χρονώνε, έφυγε η θειά μ’ να πάει να στομόσ’ τα γίδια, κι μ’ άφησε στην καλύβα, έκλεισε κι την πόρτα μ’ ένα μεγάλο λιθάρ’ μην μπει κάνα γρούνι μέσα κι με φάει! Είχαμε κι γρούνια τότε. Μικρό πιδί ήμτανε, τι νάκανε».

Στη συνέχεια θυμάται το καλοκαίρι που κοιμόταν έξω στην  ύπαιθρο με στρώμα τα κλαριά:

«Θ(υ)μάμαι κοιμόμαστανε στην καλύβα.

Έστρωναμε καταή κλαριά. Είχανε φάει τα γίδια τα φύλλα κι είχανε μείνει τα κλαριά, φιλλύκια. Τάβαναμε για στρώμα! Από πάν’ έστρωναμε ένα σάϊσμα κι αποπάν’ έρχναμε νια μαντανία, νια κουβέρτα, ό,τ’ είχαμε κι κοιμόμαστανε τα βράδια όξ’ απ’ την καλύβα. Ήτανε καλοκαίρ’. Θ(υ)μάμαι, νια  φορά, σήκωσαμε τα ρούχα να τα τινάξουμε κι απ’ κάτ’ ήτανε νια οχιά! Σαν τωραγιά το θμάμαι! Άστα! Τραγνία»!

Αυτή η «τραγνισμένη» από τα παιδικά της χρόνια γυναίκα εξακολουθεί να παρασκευάζει και σήμερα με τον παραδοσιακό τρόπο τα γαλακτοκομικά προϊόντα, καθώς και τις υπέροχες γαλατόπιτες, με φύλλο που ανοίγει σε ελάχιστο χρόνο με τα χέρια της.  Η  ίδια, με τη δύναμη και την ηρεμία που μεγάλωσε πέντε παιδιά, φροντίζει σήμερα εγγόνια και τρισέγγονα! Το απλό σπίτι της είναι «μαναστήρι». Ανοίγει διάπλατα η πόρτα της για κάθε επισκέπτη, συγγενή, κουμπάρο ή φίλο που θα περάσει στο σπιτικό της. Και χωρίς καθυστέρηση στρώνει το τραπέζι για να προσφέρει μια ζεστή φιλοξενία στον ξένο. Μια γυναίκα σύμβολο της βιοπάλης, της αντοχής, της καρτερίας, της ξηρομερίτικης φιλοξενίας.

Ένα ακόμη  παράδειγμα στα Βλυζιανά, αποτελεί η Ελένη Γεροπάνου – Κρικρή. Μια πολύτεκνη μάνα, ανέθρεψε πέντε εξαιρετικά παιδιά, και ενώ υποφέρει από μυοσκελετικά προβλήματα εξακολουθεί να πηγαίνει στη στάνη. Κοντά στον μοναχογιό της τον Δημήτρη(Μήτσο) ο οποίος έχει μια δυνατή κτηνοτροφική μονάδα γιδοπροβάτων. Πρόκειται για μια ευκατάστατη κτηνοτροφική οικογένεια. Δεν υπάρχει ανάγκη τώρα πια να πάει στο κοπάδι. Υπάρχει όμως ένα δέσιμο με τα ζώα που δύσκολα να το κατανοήσει κάποια γυναίκα η οποία δεν έχει βιώσει την τσοπάνικη ζωή!

Στο Ξηρόμερο διασώζεται μια παροιμία: «Άμα βυζοπιάσεις από μικρός, δύσκολα αποκόβεις». Δηλαδή, όταν συνηθίσεις κάτι από μικρή ηλικία, έναν τρόπο ζωής, μια συμπεριφορά, είναι δύσκολο να το αφήσεις όταν μεγαλώσεις. Το ρήμα «βυζοπιάσω» στην παράδοση συνδέεται με το βρέφος που θηλάζει. Και στην τσοπάνικη ζωή με το μικρό ζώο που θηλάζει. Το ρήμα «αποκόβω» σημαίνει αποχωρίζομαι, ξεκόβω, σταματώ μια συνήθεια ή έναν δεσμό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση τον «θηλασμό» και μεταφορικά τον δεσμό με το κοπάδι. Νομίζω, ότι, στην περίπτωση αυτών των γυναικών, ταιριάζει αυτή η παροιμιακή φράση. Μεγάλωσαν από μικρές με τα ζώα και είναι πολύ δύσκολο να αποκοπούν από αυτά! Ακόμη και όταν καταπονούνται σωματικά, ικανοποιούνται ψυχικά να βρίσκονται στη στάνη.

Στο Μαχαιρά, η Καλλιόπη Μπαρμπαρούση, αφού πούλησαν το προβατοκόπαδο που είχαν για δεκαετίες, κράτησε μερικά ζώα για να τα φροντίζει. Η ίδια, ενώ αντιμετωπίζει κάποια προβλήματα με τα πόδια της, εξακολουθεί να περιποιείται τα πρόβατά της, σαν να είναι παιδιά της. Χαμογελά κάθε φορά που αναφέρεται σ’ αυτά. Δεν μπορεί να αποκοπεί συναισθηματικά από τα ζώα της. Συνεχίζει να τα φροντίζει, παρά την κούραση και παρά τις αντιρρήσεις των κοριτσιών της…

Η ίδια, λέει: «άμα τα π(ου)λήσουμε κι αυτά τα λίγα, θα κάτσουμε σπίτ’, όλη μέρα, με τ’ ζέστη, στο κρεβάτι ξάπλα. Θα πιαστούμε απ’ την ακινησία. Τώρα, λέω, είναι η ώρα να πάμε στα πρόβατα και σ(η)κώνομαι, τάχω έγνοια!». Τα «ζωντανά» την  κρατούν ζωντανή και δραστήρια.

Λαϊκή σοφία  και παράδοση:

Οι τσοπάνισσες του Ξηρομέρου, αγράμματες ή ημιαγράμματες οι περισσότερες, είχαν μια λαϊκή σοφία, γνώση και πρακτική εμπειρία. Γνώριζαν τα φυτά και τα δέντρα της φύσης, αναγνώριζαν τη «φωνή» κάθε ζώου, παρατηρούσαν τον καιρό, την ώρα με τα σημάδια, ήξεραν ποιο ζώο είναι άρρωστο «κάτι το τρυγάει», για να χρησιμοποιήσω μια λαϊκή έκφρασή τους. Γνώριζαν τα βότανα του τόπου και τα χρησιμοποιούσαν για κάθε αρρώστια. Οι ίδιες ήταν γιάτρισσες και «γιατροπόρευαν» την οικογένεια και τα ζώα.

Αυτές οι γυναίκες μπορούσαν, στο πνεύμα της αυτάρκειας, να παράγουν προϊόντα με τον παραδοσιακό τρόπο, τα οποία χρησιμοποιούσαν κυρίως για την οικογένειά τους. Λίγα πουλούσαν ή έδιναν ως πληρωμή για τα λιβάδια. Παρασκεύαζαν κορφούγκι, τυρί, βούτυρο, γιαούρτι, μυζήθρα, ξινόγαλα, τραχανά κ.ά.

Τα έθιμα του τόπου, οι ιστορίες, τα τραγούδια, τα μοιρολόγια, οι παροιμίες, η τέχνη της τυροκομίας, η τέχνη της υφαντικής, με πρώτη ύλη το μαλλί των ζώων, περνούσαν από γενιά σε γενιά, μέσα από το στόμα και τα χέρια αυτών των γυναικών. Ήταν φορείς της παράδοσης και του πολιτισμού του Ξηρομέρου.

Αλλαγή και συνέχεια:

Σήμερα οι συνθήκες στην κτηνοτροφία, όπως και στη γεωργία, έχουν βελτιωθεί πολύ. Η μορφή της τσοπάνισσας γυναίκας του μόχθου τείνει να χαθεί. Η παραδοσιακή κτηνοτροφία αλλάζει. Τα κοπάδια λιγοστεύουν, οι στάνες ρημάζουν, οι νέοι αναζητούν άλλους δρόμους. Ειδικά τον τελευταίο καιρό (2024-2025), με την επιδημία της ευλογιάς, χιλιάδες ζώα θανατώθηκαν. Η κτηνοτροφία κατέρρευσε.

Οι μνήμες της παραδοσιακής κτηνοτροφίας κινδυνεύουν να σβήσουν και μαζί να χαθεί η μικροϊστορία των γυναικών που κράτησαν όρθια την ύπαιθρο. Γι’ αυτό η καταγραφή της ιστορίας της τσοπάνισσας του Ξηρομέρου δεν είναι απλώς μια νοσταλγική αναφορά. Είναι μια πράξη Τιμής και Χρέους. Η ιστορία τους είναι η ιστορία όλων των αφανών γυναικών της ελληνικής υπαίθρου, εκείνων που στήριξαν οικογένεια και κοινότητα.

Παρά τις αλλαγές, η ουσία της ζωής της τσοπάνισσας παραμένει η ίδια: η σύνδεση με το κοπάδι, την οικογένεια, τη φύση, τον τόπο. Οι σύγχρονες τσοπάνισσες κρατούν ζωντανό ένα επάγγελμα, το οποίο εξελίσσεται μαζί με την κοινωνία, αποδεικνύοντας πως η παράδοση δεν είναι κάτι στατικό, αλλά μια ζωντανή δύναμη που πορεύεται από το χθες στο αύριο. Η σύγχρονη τσοπάνισσα, αν και συνεχίζει την ίδια παράδοση, αξιοποιεί πλέον τεχνολογικά μέσα, οργανωμένες υποδομές και πιο επαγγελματικές πρακτικές, και έχει ενεργό κοινωνικό ρόλο. Έτσι το πρόσωπο της τσοπάνισσας εξελίχτηκε από σύμβολο αυτάρκειας σε δυναμική παρουσία της σύγχρονης κτηνοτροφίας.

Συμπερασματικά: Η τσοπάνισσα του Ξηρομέρου δεν ήταν απλώς μια δυνατή φιγούρα της υπαίθρου. Είναι σύμβολο αντοχής και εργατικότητας. Μια σταθερή αξία που κράτησε την οικογένεια, το κοπάδι και την παράδοση σαν πολύτιμο θησαυρό. Όσο ακούγεται στο Ξηρόμερο το κουδούνισμα ζώων, θα υπάρχει πάντα μια τσοπάνισσα να θυμίζει πως η δύναμη αυτού του τόπου κρύβεται στις γυναίκες, οι οποίες δεν σταμάτησαν ποτέ να τον υπηρετούν με την ψυχή τους. Η ζωή τους μπορεί να μην γράφτηκε σε βιβλία, αλλά χαράχτηκε στα ήθη, στα τραγούδια, στους τρόπους, στη συλλογική ψυχή του τόπου.

Αυτές οι λίγες γραμμές είναι μια μικρή υπόκλιση μπροστά στη δύναμη και την αντοχή της Τσοπάνισσας του Ξηρομέρου!

Διαβάστηκε 74 φορές
Η Αιτωλοακαρνανία στο διαδίκτυο για ενημέρωση επι της ουσίας
west media call west media call west media call
Συντακτική Ομάδα του AitoloakarnaniaBest.gr

Καθημερινή ενημέρωση με οτι καλύτερο συμβαίνει και ότι είναι χρήσιμο για τον κόσμο στην Αιτωλοακαρνανία. Σε πρώτο πλάνο η ανάδειξη του νομού, ως φυσική ομορφιά, πολιτισμικές δράσεις, ιστορικά θέματα, ενδιαφέροντα πρόσωπα και ομάδες και οτι άλλο αξίζει να αναδειχθεί.