Τον κύκλο των τοποθετήσεων άνοιξε η Φαίη Μακαντάση, η οποία παρουσίασε τα βασικά σημεία και συμπεράσματα των τριών σχετικών μελετών που έχει πραγματοποιήσει η διαΝΕΟσις: 1) Η Έρευνα ως Μοχλός Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας (2016), 2) Η Ελλάδα που Μαθαίνει, Ερευνά, Καινοτομεί και Επιχειρεί (2021), και 3) Χαρτογράφηση Ελληνικού Οικοσυστήματος Νεοφυών Επιχειρήσεων (2022). Αρχικά, προσδιόρισε τους τέσσερις πυλώνες που συνθέτουν ένα σύστημα καινοτομίας: α) έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη, β) καινοτομία, γ) επιχειρηματικότητα εντάσεως γνώσης και, δ) οικοδόμηση ικανοτήτων και δεξιοτήτων, και η μεταξύ τους διασύνδεση. Ανέλυσε την υφιστάμενη κατάσταση και τα προβλήματα που υπάρχουν ως προς τη χρηματοδότηση, τη συμμετοχή της Ελλάδας σε ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα, τις δαπάνες Ε&Α, τα θέματα διανοητικής ιδιοκτησίας, τη δικτύωση και την εξωστρέφεια, την οικοδόμηση ικανοτήτων και δεξιοτήτων, και τον επιχειρηματικό ιστό. Στο πλαίσιο αυτό, αναφέρθηκε στις προτάσεις πολιτικής της μελέτης, όπως είναι η καθιέρωση ενός μόνιμου εθνικού προγράμματος έρευνας και η ενίσχυση του ερευνητικού δυναμικού, που έχουν ως στόχο η χώρα να οδηγήσει το παραγωγικό της μοντέλο προς ένα σύστημα καινοτομίας. Στη συνέχεια, η Δρ. Μακαντάση περιέγραψε τα χαρακτηριστικά των νεοφυών επιχειρήσεων όπως αυτά προέκυψαν από την έρευνα της διαΝΕΟσις ως προς το προφίλ των startups και των ιδρυτών τους, τη χρηματοδότησή τους και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν. Επίσης, παρουσίασε τις προτάσεις προς τη βελτίωση του οικοσυστήματος, οι οποίες ήταν αποτέλεσμα των συνεντεύξεων με εμπλεκόμενους φορείς που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της μελέτης της διαΝΕΟσις. Μπορείτε να βρείτε την παρουσίαση της Δρ. Φαίης Μακαντάση εδώ. Ο Υφυπουργός Γιάννης Τσακίρης, επικεντρώθηκε στο θέμα των χρηματοδοτικών εργαλείων που υπάρχουν διαθέσιμα για τις νεοφυείς επιχειρήσεις. Αναφερόμενος στις εξαγορές (exit) εταιρειών, είπε ότι «αυτές προήλθαν από χρηματοδοτικά εργαλεία», τα οποία ξεκίνησαν πριν 10 χρόνια με την πρωτοβουλία Jeremie, συνεχίστηκαν με το Equifund, και τώρα με την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα Επενδύσεων, η οποία «διαθέτει πάνω από 2 δισεκατομμύρια ευρώ προκειμένου αυτά να συνδεθούν με ιδιωτικά κεφάλαια και να επενδυθούν σε επιχειρήσεις στην Ελλάδα, και μεγάλο κομμάτι αυτών των χρημάτων αφορά startups και καινοτόμες επιχειρήσεις». Ο Υφυπουργός υπογράμμισε τις προσπάθειες της κυβέρνησης τα τελευταία χρόνια για ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, όπως η αύξηση κινήτρων για προσέλκυση εργατικού δυναμικού και οι κινήσεις για τη διαμόρφωση εξειδικευμένων αγορών (niche markets). Αναφέρθηκε στη δημιουργία του πρώτου συνεπενδυτικού fund επιχειρηματικών αγγέλων στην Ελλάδα, με τη βοήθεια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων. Κλείνοντας, είπε ότι «οι πρωτοβουλίες αυτές είναι αποτέλεσμα μίας συστηματικής δουλειάς πάνω στην χρηματοδότηση των επιχειρήσεων με συγκεκριμένα χρηματοδοτικά εργαλεία», προς όφελος επίσης της «εισροής εγκεφάλων» (brain gain). Στη συνέχεια, ο Αρίστος Δοξιάδης μίλησε για την υφιστάμενη κατάσταση του οικοσυστήματος και εστίασε σε δύο ζητήματα. Πρώτον, τόνισε τα «εντυπωσιακά αποτελέσματα» που παρατηρούνται τα τελευταία δύο χρόνια, μέσα από τις «εξόδους», δηλαδή εταιρείες που αγοράστηκαν από μεγάλους επενδυτές ή διεθνείς επιχειρήσεις σε πολύ υψηλές τιμές, καθώς και μέσα από τα σημαντικά επενδυτικά κεφάλαια που έχουν κερδίσει άλλες εταιρείες. Σύμφωνα με τον κ. Δοξιάδη, υπάρχουν 15 με 20 τέτοιες περιπτώσεις στην Ελλάδα που είτε μέσω επένδυσης είτε μέσω εξαγοράς αποτιμήθηκαν σε πάνω από 100 εκατ. ευρώ. Δεύτερον, παρατήρησε, ωστόσο, την έλλειψη ανάπτυξης επιχειρήσεων «βαθιάς τεχνολογίας», που τις συναντάμε κυρίως στους τομείς της βιοεπιστήμης και της ιατρικής, της ενέργειας, των νέων υλικών και της καθαρής τεχνολογίας, των μεγάλων δεδομένων και της τεχνητής νοημοσύνης. Ως αιτία αυτού εντόπισε την έλλειψη πρωτοποριακής έρευνας, παρόλη την ποιοτική έρευνα που υπάρχει στη χώρα. Με την ιδιότητα του ως αντιπρόεδρος ΕΣΕΤΕΚ, επεσήμανε την ανάγκη για ένα μηχανισμό «ο οποίος όχι μόνο θα αξιολογεί τις αιτήσεις που έρχονται από τα κάτω, δηλαδή τα ερευνητικά κέντρα, αλλά να θέτει και προτεραιότητες ως προς τους τομείς που θα χρηματοδοτούνται από το κράτος». Μίλησε για απουσία κινήτρων προς τους ερευνητές για να ασχοληθούν περισσότερο με αποτελέσματα που θα είναι εμπορευματικά αξιοποιήσιμα, καθώς και για την ανάγκη βελτίωσης των μηχανισμών μεταφοράς τεχνολογίας. Επίσης, αναφέρθηκε στο ρόλο που μπορεί να παίξει η αξιοποίηση των γνώσεων και της εμπειρίας της διασποράς στην ενίσχυση του οικοσυστήματος. Τέλος, περιέγραψε τα funds που δραστηριοποιούνται στη χώρα, εξηγώντας ότι πλέον έχουμε funds τρίτης γενιάς.
|