Με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη πολέμησαν κατά καιρούς σχεδόν όλοι οι Αιτωλοακαρνάνες οπλαρχηγοί και πάνω από χίλιοι αγωνιστές…
Ο Καραϊσκάκης γεννήθηκε το 1782 σε μια σπηλιά κοντά στο Μαυρομάτι Καρδίτσας. Σύμφωνα με άλλες πηγές η γέννηση του έγινε σε ένα μοναστήρι στη Σκουληκαριά Άρτας. Πατέρας του μάλλον ήταν ο Δημήτριος Ίσκος ή Καραΐσκος και μητέρα του η Ζωή Ντιμισκή ή Διμισκή από τη Σκουληκαριά, που ήταν εξαδέλφη του αρματολού των Ραδοβυζίων Γώγου Μπακόλα.
Η μητέρα του, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μαυρομματιώτη, του πρώτου της σύζυγου, έγινε καλόγρια και γι’ αυτό και έμεινε στον Καραϊσκάκη η προσωνυμία «ο γιος της καλογριάς». Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, αφού η μητέρα του πέθανε όταν ήταν 8 ετών. Όταν ήταν ακόμα μικρός αιχμαλωτίστηκε, για κάποιες άνομες πράξεις του, βρέθηκε στα Ιωάννινα όπου φυλακίσθηκε για παράνομες πράξεις, εκεί όμως έμαθε και κάποια γράμματα.
Όταν ενηλικιώθηκε υπηρέτησε στην αυλή του Αλή Πασά και τον ακολούθησε στην εκστρατεία του κατά του Πασβάνογλου πασά. Στην εκστρατεία αυτή αιχμαλωτίσθηκε από τον Πασβάνογλου και κρατήθηκε για κάποιο χρόνο. Ελευθερώθηκε και επέστρεψε στα Γιάννενα. Εκεί παντρεύτηκε τη Γκόλφω από την οικογένεια των Ψαρογιαννέων του χωριού Σίντου και απέκτησε την πρώτη του θυγατέρα, την Πηνελόπη. Από τον Αλή έφυγε και εντάχθηκε στην κλέφτικη ομάδα του Κατσαντώνη.
Το 1819 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρία και ύστερα ανέλαβε καπετάνιος στην περιοχή των Αγράφων. Στο διάστημα αυτό άρχισαν να εμφανίζονται τα συμπτώματα της φυματίωσης, μιας ασθένειας που τον ταλαιπώρησε σε όλη του τη ζωή. Όταν τα σουλτανικά στρατεύματα πολιόρκησαν τον Αλή πασά ο Καραϊσκάκης ήταν στη φρουρά του Αλή. Κατόπιν όμως προσχώρησε στο Σουλτανικό στρατό, αλλά γρήγορα απομακρύνθηκε. Τότε κατάφερε να πάρει την οικογένειά του από την πόλη και να τη στείλει στο νησί Κάλαμος, απέναντι από το Μύτικα.
Κατά τους πρώτους μήνες του 1821 προσπάθησε να εξεγείρει σε επανάσταση κατά των Τούρκων την περιοχή της Βόνιτσας, όμως οι προεστοί δεν ήθελαν, θεωρώντας πως δεν ήταν ο καιρός κατάλληλος. Μετά από την άρνηση αυτή ανέβηκε στα Τζουμέρκα και μαζί με το Γώγο Μπακόλα ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης.
Μετά τη λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (31 Δεκεμβρίου 1822), όταν τουρκικός στρατός χρειάστηκε να μετακινηθεί από το Αγρίνιο διερχόμενος από τα Άγραφα, (ηγούνταν οι Ισμαήλ Πασάς Πλιάσας, Ισμαήλ Χατζή Μπέντου και Άγος), ο Καραϊσκάκης, τον Ιανουάριο του 1823, επικεφαλής 1.000 ανδρών, πρόλαβε και οχυρώθηκε στη διάβαση κοντά στον Άγιο Βλάση και μετά από πεισματώδη μάχη τους ανάγκασε να οπισθοχωρήσουν στο Αγρίνιο.
Στη συνέχεια αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα Άγραφα και να μεταβεί στην Ιθάκη για να συναντήσει κάποιους έμπειρους γιατρούς. Αυτοί του έδωσαν λίγες ελπίδες, του συνέστησαν να μείνει στο νησί. Όμως ο Καραϊσκάκης δεν θέλησε να μείνει εκεί και πέρασε στο Μεσολόγγι, όπου ζήτησε από τον Μαυροκορδάτο να διορισθεί αρχηγός των ελληνικών όπλων της επαρχίας των Αγράφων, όμως αυτός δεν δέχτηκε γιατί προτιμούσε τον Γιαννάκη Ράγκο. Μετά από αυτό έγιναν κάποιες συμπλοκές μεταξύ οπαδών του Καραϊσκάκη και Μεσολογγιτών και ο Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Καραϊσκάκη, μετά από ομολογία του Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, που είχε μεταβεί στα Γιάννενα, ότι αυτός είχε στείλει επιστολή στον Ομέρ Βρυώνη με την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό.
Ο Μαυροκορδάτος διόρισε επιτροπή προκειμένου να εξετάσει την υπόθεση αυτή τον Μάρτιο του 1824. Σε τρεις μέρες η επιτροπή εξέδωσε απόφαση με την οποία τον έκρινε ένοχο εσχάτης προδοσίας. Έτσι, στερήθηκε όλων των βαθμών και των αξιωμάτων του και διατάχθηκε να αναχωρήσει από το Αιτωλικό. Έφυγε βιαστικά γιατί ο Μαυροκορδάτος έστειλε πίσω του στρατό να τον σκοτώσει, όμως πρόλαβε και έφτασε στα Άγραφα. Από εκεί πήγε στο Ναύπλιο (24 Ιουνίου), όπου αποκαταστάθηκε από την Κυβέρνηση και του αναγνωρίστηκαν όλοι οι βαθμοί και τα αξιώματά του. Με διαταγή της Κυβέρνησης ανέλαβε τη διοίκηση του στρατοπέδου της Άμφισσας. Στη συνέχεια πήρε μέρος στον δεύτερο εμφύλιο στο πλευρό των κυβερνητικών.
Στις αρχές του Μαΐου του 1825 ο Καραϊσκάκης επανέρχεται στη Στερεά. Στα μέσα του καλοκαιριού διορίζεται ως γενικός αρχηγός όλων των εκτός Μεσολογγίου ελληνικών στρατευμάτων,
Ενώ το Μεσολόγγι πολιορκούνταν από τον Κιουταχή και από τον Ιμπραήμ της Αιγύπτου ο Καραϊσκάκης, μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλλα, καταστρώνει ένα σχέδιο περικύκλωσης από ξηράς όλων των Τούρκων που πολιορκούσαν το Μεσολόγγι, σε συνεννόηση πάντα με τους πολιορκημένους. Το περίφημο εκείνο σχέδιο άρχισε να εφαρμόζεται τον Ιούλιο του 1825, όμως δεν ολοκληρώθηκε. Αλλά επέφερε την προσωρινή διακοπή της πολιορκίας και το ηθικό των πολιορκημένων αναπτερώθηκε. Στη συνέχεια ο Καραϊσκάκης με 3.000 άνδρες έσπευσε στα Άγραφα όπου εκεί χτυπούσε τους Τούρκους και όσους χριστιανούς είχαν πάει με το μέρος τους. Ύστερα πέρασε στο Βάλτο, όπου έδωσε μια νικηφόρα μάχη Προφήτη Ηλία Δραγαμέστου.
Την νύκτα της Εξόδου των “ελεύθερων πολιορκημένων”, από το Μεσολόγγι βρισκόταν ασθενής στον Πλάτανο της Ναυπακτίας. Μετά τη πτώση του Μεσολογγίου διορίζεται αρχιστράτηγος της Στερεάς και εγκαθιστά το στρατόπεδο του στην Ελευσίνα. Ακολούθησαν οι μάχες στην Αράχωβα εναντίον του Κεχαγιάμπεη, όπου οι Τούρκοι υπέστησαν πανωλεθρία χάνοντας 2.000 άνδρες, στα Δόμβραινα, το Δίστομο κ.ά.
Αφού κατάφερε να εξαλείψει τον κίνδυνο του Ομέρ πασά της Εύβοιας, τον Απρίλιο του 1827 κινήθηκε για την απελευθέρωση της Αθήνας από τον Κιουταχή. Σε βοήθειά του έσπευσαν στρατεύματα από την Πελοπόννησο υπό τον Κολοκοτρώνη και αρκετοί φιλέλληνες. Σε αυτό το σημείο η κυβέρνηση έκανε το ολέθριο λάθος να δεχτεί το σχέδιο επίθεσης του στρατηγού Τσώρτς για κατά μέτωπο επίθεση κι όχι αυτό του Καραϊσκάκη, που επέμενε σε αποκλεισμό των Τούρκων ώστε να αναγκαστούν σε παράδοση..
Η επίθεση τελικά ορίστηκε στις 23 Απριλίου του 1827. Την προηγούμενη μέρα ο Καραϊσκάκης βρισκόταν στην σκηνή του άρρωστος όταν πληροφορήθηκε ότι διεξάγονταν κάποιες μάχες στην περιοχή του Φαλήρου. Φοβούμενος για την απρογραμμάτιστη εξέλιξη πήγε στο σημείο με σκοπό να την σταματήσει. Εκεί δέχτηκε μια σφαίρα στην κοιλιά χαμηλά και μεταφέρθηκε στο πλοίο του Τσώρτς και από εκεί στην Σαλαμίνα, όπου και ξεψύχησε την άλλη μέρα. Πριν πεθάνει υπαγόρευσε τη διαθήκη του, αφήνοντας τα όπλα του στους συναγωνιστές και την κληρονομιά του στις δυο κόρες του. Γυρίζοντας στους παριστάμενους οπλαρχηγούς (σύμφωνα με τον Μακρυγιάννη) είπε: «Εγώ πεθαίνω, αλλά να είστε μονοιασμένοι να βαστήξετε την πατρίδα». Τάφηκε με τιμές στη Σαλαμίνα. Στην εκκλησία του Αγ. Γεωργίου υπάρχει τοιχογραφία, ανάμεσα στους Αγίους, του ηρωικού οπλαρχηγού (η μοναδική σε όλη την Ελλάδα). Αναφέρεται πως όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραΐσκάκη κάθισε σταυροπόδι και μοιρολογούσε.
Μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη ο Κόχραν με τον Τσώρτς ανέλαβαν τη διοίκηση της διεξαγωγής της μάχης στη πεδιάδα του Φαλήρου, όπου και ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή του Ανάλατου, στη σημερινή περιοχή Φλοίσβου (Φαλήρου), όπου είχαν οι Τούρκοι παρασύρει τους Έλληνες μέχρι που τους περικύκλωσαν. Στη μάχη αυτοί χάθηκαν πάνω από 1.000 Έλληνες. Ακολούθησε η διάλυση του ελληνικού στρατοπέδου της Ακρόπολης και η διάλυση και του στρατοπέδου του Κερατσινίου.
Ο Καραϊσκάκης έγραψε το όνομά του άξια στο πάνθεο των Ελλήνων ηρώων. Το όνομα του γιού της Καλόγριας θα μείνει για πάντα γραμμένο στην ιστορία και την αιωνιότητα.
Φωτογρ: hellenic-college.gr, in.gr
Γεώργιος Σπ. Μπαρμπαρούσης enmpampini.blogspot.com
agriniopress.gr