Γράφει η δρ. Μαρία Ν. Αγγέλη
Έχω και εγώ την τιμή να παρουσιάσω το βιβλίο του εκλεκτού καθηγητή μας κυρίουΘανάση Παλιούρα.
Πρόκειται για βιωματικό λόγο που δίνεται με λογοτεχνική γραφή.
Μέσα από τα αφηγήματα του Θ.Παλιούρα: «Γεννήθηκα στην Ντούτσαγα»,
«περνάνε κάμποσες σελίδες από τη ζωή της γενέτειρας πόλης του Αγρινίου στην κρίσιμη εικοσαετία 1940-1960 και ήταν χρέος να διατηρηθούν στη μνήμη των νεότερων», όπως σημειώνει ο ίδιος στον πρόλογό του.
Επέλεξα σήμερα να παρουσιάσω τα αφηγήματα που παραπέμπουν στην Καπνούπολη, όπως σωστά καθιερώθηκε το Αγρίνιο. Συγκεκριμένα θα αναφερθώ στα στοιχεία που αφορούν στην ιστορία του καπνού.
Πριν ξεκινήσω αυτό όμως θα επιχειρήσω μια επιγραμματική αναφορά στην ιστορία της Καπνούπολης:
Ο καπνός, μαζί με τα αμπέλια, τα δημητριακά και τις ελιές αποτελούν τις κυριότερες καλλιέργειες στην περιοχή μετά την απελευθέρωση.
Η μεγαλύτερη όμως ανάπτυξη του Αγρινίου και της ευρύτερης περιοχής θα πραγματοποιηθεί στις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε η επέκταση του καπνού παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις. Παράλληλα αρχίζει και η οργάνωση και συστηματοποίηση της εμπορίας του καπνού.Τα φημισμένα καπνά της ποικιλίας «ΤσεμπέλιαΑγρινίου» διοχετεύονταν στην εσωτερική αγορά και τα εκλεκτά καπνά της ποικιλίας «Μυρωδάτα Αγρινίου» εξάγονταν στην Αίγυπτο...........
Ας περάσουμε τώρα στα αφηγήματα του Θ.Παλιούρα:
«Σύμβολα και σημεία αναφοράς της Ντούτσαγας ήταν το Γηροκομείο, τα λιοστάσια και τα καπνοτόπια, το αυλάκι με το νερό που έτρεχε όλη τη χρονιά ανάμεσα από τα σπίτια κα ο μύλος του Ραμμόπουλου κάτω από το ταμπακαριό του Σκεπαρνιά…» , αναφέρει ο συγγραφέας στο πρώτο αφήγημά του «Γεννήθηκα στην Ντούτσαγα».
Προσέξατε ότι τα καπνοτόπια αποτελούν στοιχείο ταυτότητας της Ντούτσαγας και του Αγρινίου ευρύτερα.
Η υπόθεση του αφηγήματος:
Ο παππούς μια μέρα στέλνει τον εγγονό του να δώσει καπνό σ’ένα στρατιώτη του Εθνικού Στρατού και σε μια Αντάρτισσα.
Στο συγκεκριμένο αφήγημα θα εξετάσουμε τα στοιχεία εκείνα που έχουν σχέση με τον καπνό και την Καπνούπολη.
Περνάμε στο αφήγημα:
Μια μέρα του 1948 ο παππούς Ζάχος στέλνει τον αγαπημένο εγγονό του το Σούλα στον κήπο που ήταν η λιάστρα του καπνού να του φέρει μια αγκαλιά φύλλα «κίτρινα, κατακίτρινα, όπως η λίρα».
Εδώ, όπως παρατηρείτε, ο αφηγητής διασώζει μια χαρακτηριστική έκφραση των καπνοπαραγωγών «καπνός λίρα»!Φράση που σήμαινε εκλεκτής ποιότητας καπνός.Συνώνυμες εκφράσεις σας αναφέρω ότι ήταν: «καπνός χρυσάφι» και «καπνός κεχριμπάρι».
Με αφορμή αυτή την επιθυμία του παππού ο εντεκάχρονος Σούλας θα χωθεί μέσα στις λιάστρες τις οποίες περιγράφει με λεπτομέρεια και παράλληλα κάνει μια σύντομη, ωστόσο περιεκτική περιγραφή στα στάδια της καπνοκαλλιέργειας.
Ξεκινάει από το στάδιο του καπνοσπορείου: «Τις βραγιές με τα φυντάνια», όπως γράφει.Όταν μεγαλώνουν τα φυτώρια εκεί κοντά στον Απρίλη, πριν ή μετά τη Λαμπρή περνάει στο στάδιο της καπνοφύτευσης:
«Πρωί πρωί όλη η οικογένεια έβγαζε τα φυτά, τα τοποθετούσε προσεκτικά σε ξύλινα κασελάκια ή σε καλάθες και αναχωρούσαν για το καπνοτόπι.Έτσι άρχιζε το φύτεμα και το πότισμα.Όλοι κρατούσαν από ένα ξύλινο σουφλί στο χέρι το έμπηγαν στο οργωμένο και σβαρνισμένο χωράφι, σε ίδιες αυλακιές.
Μέσα στο άνοιγμα που άφηνε το σουφλί, έχωναν το φυντάνι ως τη μέση βάζοντας με το ίδιο το σουφλί γύρω γύρω χώμα. Από πίσω ερχόταν ο νεροφόρος και με το ποτιστήρι πότιζε το φρεσκοφυτεμένο φυτό».
Έτσι παρουσιάζει ο Θ. Παλιούρας τη μεταφύτευση του καπνού από τις βραγιές στα καπνοχώραφα.
Και στη συνέχεια περνάει στην επόμενη φάση:το μάζεμα των καπνόφυλλων:
«Όταν ο καπνός μεγάλωνε μαζεύονταν φύλλο φύλλο όλη τη νύχτα μέχρι το ξημέρωμα με συντροφιά το φεγγάρι. Από το πρωί όλη η οικογένεια πάλι γύρω από τους σωρούς φύλλων αρμάθιαζε με βελόνες και περνούσε σε σπάγκο τα φύλα. Στις άκρες δένονταν δύο ξύλινες ή συρμάτινες γκλίτσες για να κρεμιούνται στις λιάστρες».
Εδώ ολοκληρώνεται η διαδικασία του αρμαθιάσματος και ο συγγραφέας περνάει στο στάδιο της αποξήρανσης του καπνού.
Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που ο μαθητής τότε Θανάσης περιγράφει τον τρόπο που στήνονταν οι λιάστρες . Ακούστε τον:
«Οι λιάστρες που στήνονταν έτσι με μεγάλα δοκάρια πάνω σε παλούκια στη σειρά, σε παράλληλες γραμμές, για να κρεμιούνται οι αρμάθες η μία δίπλα στην άλλη. Καθώς τις έκαιγε ο ήλιος το χρώμα των φύλλων από πράσινο γινόταν κίτρινο, καφεκίτρινο. Το χρώμα της ώχρας.Έλαμπαν και έδιναν ένα διάφανο φως στις αχτίδες του.
Πάνω από τις λιάστρες, σ’ όλο το μήκος τοποθετούνταν ξύλινοι «καβαλάρηδες» για να απλώνονται πάνω τους τα μεγάλα «καπνόπανα», που έπεφταν ως τα πλάγια. Μόλις μαζεύονταν απειλητικά σύγνεφα, έτρεχε όλη η οικογένεια και σκέπαζε τις λιάστρες για να προλάβουν τη βροχή. Καθώς τα πάντα κατακλύζονταν από τις αναπάντεχες καλοκαιριάτικες μπόρες, άσπριζε παντού το τοπίο από τις σκεπασμένες λιάστρες, που έμοιαζαν από μακριά σαν καλύβες κατάλευκες κι έδιναν άλλο χρώμα ακόμα και μέσα στην πόλη , στους κήπους, ανάμεσα στα πετρόχτιστα κεραμοσκέπαστα σπίτια».
Τα απειλητικά σύγνεφα και η αγωνία και το άγχος που προκαλούσαν αυτά έχουν σημαδέψει ολάκερο τον κόσμο του καπνού. Έπρεπε να προστατέψουν από τη βροχή και το χαλάζι το προϊόν του μόχθου τους!
Ενδεικτικά παραθέτω την προφορική αφήγηση μιας γυναίκας που κατέγραψα κατά τη διάρκεια προσωπικής έρευνας για τον καπνό και τον κόσμο γύρω από αυτόν:
«Τα’βανες στη λιάστρα τα καπνά. Άμα έπιανε βροχή τη νύχτα άντε να σ(η)κωθείς να τα σκεπάσεις!Τώρα τελευταία βγήκανε τα νάυλα και τα πανιά.Παλιά με τα ρούχα πούχαμε,αυτά πόστρωναμε κάτ’. Τς βελέτζες, τα αυτά, να σκεπάσεις τον καπνό.Τι να σκεπάσεις! Τυραγνία!Μετά π’ βγήκανε όμως τα πανιά ήτανε πιο καλά.Τράβαες τα πανιά, αλλά κι αυτό τυραγνία ήτανε.Να σε σ(η)κώνε τη νύχτα άμα συννέφιαζε και μπουμπούνιζε, σήκω, σκωθείτε!Και να φσάει κι αέρας, εκεί π’τάβαναμε εμείς και να παίρνει τα πανιά και τα νάυλα και να μ’ κάνει ο μακαρίτς ο άντρας μ’:Τράβα!Δε μπουρού μωρέ!Και ήταν και λίγο βλάστημος αυτός…Τράβα!Τυραγνία παιδάκι μ’ ήτανε.Τυραγνία τα καπνά…»
Όπως ακούσατε κυρίες και κύριοι τόσο ο λογοτεχνικός λόγος του Θ. Παλιούρα, όσο κι ο λαϊκός λόγος της καπνοφύτισσας Σταθούλας συνθέτουν ένα μνημονικό λόγο για την ταυτότητα της Καπνούπολης της Αιτωλ/νίας!
Και το διήγημα συνεχίζεται με την αναφορά στη βαντακοποίηση του αποξηραμένου πια καπνού:
« Οι αρμάθες, πολλές μαζί ενώνονταν με τις άκρες και μετατρέπονταν σε στρογγυλά «βαντάκια».Αυτά κρεμιούνταν μέχρι το Δεκέμβρη από τα ξύλινα νταβάνια των σπιτιών ή των αποθηκών».Έτσι παρουσιάζει ο Θ.Παλιούρας τα βαντάκια του καπνού.
Εδώ θα σας μεταφέρω την προφορική αφήγηση της καπνοφύτισσας σχετικά με την αποθήκευση του καπνού:
«Τον καπνό τον είχαμε στα σπίτια.Άλλοι είχαν αποθήκες κι άλλοι δεν είχανε. Και μέσα στα σπίτια π’ κοιμόμαστανε παιδάκι μ’ εμείς. Η μυρωδιά; Μας ενοχλούσε και μας παρενοχλούσε, αλλά τι νάκανες;
Αυτό ήταν η ζωή σου! Μπόργες να τον πετάξεις; Νάχεις τα καπνά εκεί μέσα και να κοιμόνται τα παιδιά σ’! Και μ’ λέει κάποτε ο έμπορας πούρθε ο Αντωνόπουλος, πόπαιρνε τα καπνά.Μ’ λέει: Εδώ μέσα κοιμόνται και τα παιδιά σου κυρά Σταθούλα; Εδώ μέσα τ’ λέω. Τι να κάνουμε; Μετά έφκιασαμε μιαν αποθήκη…»
Εδώ, όπως παρατηρείται, ο λογοτεχνικός λόγος μένει μόνο απαλά στην εικόνα ενώ ο λαϊκός επιμένει στη σκληρή πραγματικότητα…
Άνθρωποι και καπνά στον ίδιο χώρο. Η μυρωδιά του πικρού καπνού τρύπωνε παντού: στο χώρο και στα σωθικά τους. Έτσι ήταν τότε…
Και το αφήγημα συνεχίζεται με το τελευταίο στάδιο: τη δεματοποίηση του καπνού, για να ακολουθήσει η βαθμολογία και η αγορά από τον καπνέμπορο.
΄Ολη αυτή τη διαδικασία του καπνού ως την πώλησή του ο Θ. Παλιούρας την ονομάζει «Οδύσσεια»:
«Η Οδύσσεια του καπνού ήταν για τους καπνοπαραγωγούς μια ιστορία αγάπης και μίσους, δακρύων και αγωνίας…»,γράφει. «Αλλά με κεντρικό μάρτυρα τον καπνό εκεί μαζεύονταν και οι χαρές και οι λύπες της ζωής…» συνεχίζει κι αναφέρεται σε αρραβώνες, γάμους, γιορτές, πανηγύρια, αλλά και αρρώστιες και θανάτους. Τα καλά και τα κακά της ζωής…
Ας συνεχίσουμε:
Χάρη στον παππού ο εντεκάχρονος Σούλας έμαθε να ψιλοκόβει τα καπνόφυλλα σαν λίρα πάνω στο μακρόστενο σανίδι κρατώντας με το αριστερό χέρι ένα μάτσο φύλα και στο δεξί ένα μακρύ ψωμομάχαιρο.Αυτός ο ψιλοκομμένος καπνός τοποθετούνταν σε τσίγκινα μεγάλα βάζα και φυλασσόταν στο ντουλάπι δίπλα στο τζάκι. Εκεί που ήταν και τα ροζ τσιγαρόχαρτα για τα στριφτά τσιγάρα του παππού.
Το διήγημα συνεχίζεται με μια πράξη ανθρωπιάς:
Ο παππούς είχε γεμίσει με στριφτά τσιγάρα για μερακλήδες δύο χαρτοκούτια από αυτά που πουλούσαν στα περίπτερα τα χύμα τσιγάρα.Τα είχε τυλίξει με εφημερίδα και τα έδωσε στον εγγονό του να τα παραδώσει σε δύο παραλήπτες.
Ο ένας βρισκόταν στο 3ο Δημοτικό Σχολείο που επειγόντως είχε μετατραπεί σε θάλαμο νοσηλείας για τους στρατιώτες του Εθνικού Στρατού και ο άλλος βρισκόταν στο παλιό Αντωνοπούλειο Νοσοκομείο, ο πρώτος όροφος του οποίου είχε μετατραπεί σε φυλακή για αιχμάλωτες αντάρτισσες,σύμφωνα πάντα με τον αφηγητή.
Ο μικρός κατάφερε να μπει στην αίθουσα διδασκαλίας και να παραδώσει το κουτί σ’ ένα νοσηλευόμενο στρατιώτη, τονίζοντάς του ότι είναι στριφτά τσιγάρα και όχι αγοραστά!
Η ευχαρίστηση ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του στρατιώτη καθώς άναψε ένα τσιγάρο και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά…
Στη συνέχεια ο στρατιώτης Τηλέμαχος πλημμυρισμένος από οργή και με δάκρυα στα μάτια αναφέρεται στη μάχη του Καρπενησίου εκεί όπου έχασε το δεξί του πόδι από τους συμμορίτες, όπως λέει χαρακτηριστικά.
Το δεύτερο πακέτο έπρεπε να το μεταφέρει στο Αντωνοπούλειο Δημοτικό Νοσοκομείο Αγρινίου.Εκεί στον πρώτο όροφο ήταν οι κρατούμενες αντάρτισσες. Ο Σούλας συναντά στη σκάλα το φαντάρο που φύλαγε σκοπιά, ο οποίος έλεγξε το πακέτο με τα χειροποίητα τσιγάρα και άρπαξε με τη χούφτα του όσα μπορούσε. Ύστερα επέτρεψε στο μικρό παιδί να ανέβει σύντομα στον πρώτο όροφο, όπου θα ξεχωρίσει ανάμεσα σε τρεις μια μοναχική γυναίκα που κάπνιζε.
Στη συνέχεια ο αφηγητής μας δίνει τον πόνο αυτής της νεαρής γυναίκας για το θάνατο του άνδρα της από τους φασίστες όπως είπε, στη μάχη του Καρπενησίου.
Όπως παρατηρείτε ο λόγος των δύο καπνιστών είναι ιδεολογικά φορτισμένος. Και εδώ φαίνεται η διαφορά ανάλογα με την παράταξη στην οποία ανήκουν.
Ο δρόμος της επιστροφής του Σούλα στο σπίτι ήταν μακρύς. Ένας δρόμος οδύνης για το παιδί. Πάλευαν μέσα του ο στρατιώτης με το σπασμένο πόδι και η συναγωνίστρια με το σκοτωμένο άνδρα. Ο Τηλέμαχος και η Παναγιώτα καρφώθηκαν στο μυαλό του και μαζί ατέλειωτα Γιατί;
(ΦΩΤΟ: ΙΣΤΟΡΙΚΑ Ε)
Ο Πικρός καπνός εδώ είχε χρησιμοποιηθεί ως δώρο από τον παππού σε δύο συνανθρώπους του, θύματα ενός αδελφοκτόνου πολέμου. Τον είχε προσφέρει δίχως να σταθεί στην κομματική τους ταυτότητα και το ρόλο τους στον εμφύλιο. Τι σημασία είχαν αυτά; Και οι δυο τους ήταν Έλληνες. Και οι δυο ήταν θύματα ενός σπαρακτικού πολέμου. Και είχαν μια κοινή ανάγκη: να καπνίσουν ένα σέρτικο τσιγάρο μήπως γλυκάνουν τα σωθικά τους από τα «αδελφωμαχαιρώματα».
Και στο σημείο αυτό για να ελαφρύνουμε λίγο, θα σας αναφέρω ότι ο καπνός θεωρούνταν ως εκλεκτό δώρο για τους καπνιστές. Και μια αρμάθα «καπνός λίρα» είχε μεγάλη αξία και για το δότη και για τον παραλήπτη!
Ας περάσουμε τώρα στο άλλο κείμενο του Θ.Παλιούρα: «Αγρίνιο. Η πόλη θυμάται…»
Εδώ ο συγγραφέας αναφέρεται στους ανθρώπους της. Μεταξύ άλλων αναφέρεται και στις πετρόχτιστες καπναποθήκες που από μόνες τους αποτελούν μνημονικούς τόπους του καπνού.
Κάνει αναφορά επίσης στους καπνεργάτες και καπνεργάτριες που εργάζονταν μέσα σ’αυτές στην επεξεργασία του καπνού.
Γράφει: «Ένα μελισσολόϊ ξεχύνοντας στους δρόμους της επιστροφής προς το σπίτι δημιουργούσε την εντύπωση της πλήθουσας αγοράς του Ξενοφώντα, όπου οι πάντες πάνε κι έρχονται…»
Ανάλογη βρήκα την αφήγηση μιας καπνεργάτριας: «μια μυρμηγκιά στην οδό Παπαστράτου οι καπνεργάτες κόρη μου…»
Όπως ακούσατε κυρίες και κύριοι, «η πλήθουσα αγορά» του συγγραφέα Θ. Παλιούρα είναι «η μυρμηγκιά» της καπνεργάτριας Κωστούλας Ιωάννου.
Με αφορμή αυτά που αναφέρει στο κείμενο του ο Θ. Παλιούρας προσθέτω και τα εξής:
Οι καπνεργάτες και καπνεργάτριες προέρχονταν από το Αγρίνιο και την ευρύτερη περιοχή. Ιδιαίτερα όμως από τον προσφυγικό Συνοικισμό Αγίου Κωνσταντίνου Αγρινίου.
(ΦΩΤΟ: Σελίδα Αιτωλία και Ακαρνανία στο πέρασμα του χρόνου)
Η εκτεταμένη καπνοκαλλιέργεια και η δυνατότητα εργασίας τόσο στην παραγωγή όσο και στην επεξεργασία του καπνούεξάλλου έπαιξε σημαντικό ρόλο για την εγκατάσταση των 2.500περίπου προσφύγων στην περιοχή.Ο καπνός συνετέλεσε στην ομαλή σχετικά ένταξη αυτών των ανθρώπων στην τοπική κοινωνία, όπως προκύπτει από τη μελέτη των προφορικών μαρτυριών αλλά και τη σχετική βιβλιογραφία.Οι πρόσφυγες του Αγίου Κων/νου πρωτοστατούσαν στους καπνεργατικούς αγώνες.Στη μεγάλη απεργία του 1926 το ένα θύμα η Βασιλική Γεωργαντzέλη ήταν πρόσφυγας.
Το Αγρίνιο θρηνεί τη Βασιλική Γεωργαντζέλη και τον Θεμιστοκλή Καραμιχάλη θύματα των άγριων συγκρούσεων τον Αύγουστο του 1926, ανάμεσα στος καπνεργάτες και το 2/39 σύνταγμα Ευζώνων. (ΦΩΤΟ: ΙΣΤΟΡΙΚΑ Ε)
Στο επόμενο αφήγημα με τίτλο: «Οι τρεις ξυπόλητοι καβαλάρηδες», έχουμε αναφορά του Θ. Παλιούρα στηχρησιμότητα των ζώων στην παραδοσιακή καπνοκαλλιέργεια.
«Μπροστά ο μπαρμπα Σπύρος καβάλα στον Καρρά , πίσω ο Ντορής φορτωμένος από τη μια το αλέτρι και από την άλλη τη σβάρνα και παραπίσω η Κανέλλω με τα καθημερινά μπαγάζια, καθώς το ζευγάρι των νοικοκυραίων με τους σέμπρους και τους εργάτες φρόντιζε για τα φαγητά, το ψωμί, το νερό και απαραίτητα το κρασί…» γράφει χαρακτηριστικά.
Εδώ θίγεται η σχέση της σεμπριάς, συνηθισμένη εργασιακή σχέση στην καπνοκαλλιέργεια τότε. «Οι σέμπροι και τα σεμπρικά καπνά στο Αγρίνιο».
Ανακεφαλαιώνοντας επισημαίνουμε ότι στα αφηγήματά του οΘ. Παλιούρας δίνει χαρακτηριστικά στοιχεία της ταυτότητας της Καπνούπολης. Και θεωρώ σημαντική αρετή του το ότι διασώζει αυθεντικές λέξεις και εκφράσεις όπως:
Λιάστρες, γκλίτσες, οι καβαλλάρηδες στις λιάστρες, ξύλινο σουφλί, βαντάκια, καπνός λίρα, σέμπροι κλπ.
Επίσης σημαντική αρετή του θεωρώ ότι τα αφηγήματά του είναι βιωματικά. Πίσω από τη λογοτεχνικότητα υπάρχει μια απόλυτη ταύτιση στους τόπους των διηγημάτων με την πόλη του Αγρινίου. Οι τόποι δηλ. των διηγημάτων είναι οι τόποι της Καπνούπολης: π.χ. η περιοχή Ντούτσαγα είναι η γνωστή περιοχή με τα λιοστάσια και τα καπνοτόπια με τα αγροτόσπιτά τους.
Ο Άγιος Κωνσταντίνος είναι ο τόπος εγκατάστασης των προσφύγων μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι περισσότεροι από αυτούς εργάστηκαν ως καπνεργάτες/τριες στα καπνομάγαζα-καπναποθήκες ης πόλης.
Επομένως ο Θ. Παλιούρας μέσα από τα αφηγήματά του δίνει την πραγματική ανθρωπογεωγραφία και τοπιογραφία της Καπνούπολης Αγρινίου μέχρι το 1960.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: το παρόν κείμενο αποτελεί εισήγηση της Μαρίας Ν. Αγγέλη στην παρουσίαση του βιβλίου του Θ. Παλιούρα με τίτλο: «Γεννήθηκα στην Ντούτσαγα», εκδόσεις Αρμός 2011.Η παρουσίαση έγινε στην αίθουσα εκδηλώσεων της Τράπεζας της Ελλάδος, Αγρίνιο 4 Ιουλίου 2011.
Τα αποσπάσματα των προφορικών αφηγήσεων καπνοκαλλιεργητών και καπνεργατών προέρχονται από συνεντεύξεις που κατέγραψε η Μ.Αγγέλη.
Βλ. Μ. Αγγέλη, Διδακτορική Διατριβή: Ο Κόσμος της εργασίας: Γυναίκες και άνδρες στην παραγωγή και επεξεργασία του καπνού. (Αγρίνιο19ος-20οςαι.).Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 2007.