Tα 70 χρόνια από την ανtιφασιστική νίκη των λαών τίμησε το ΚΚΕ και η ΚΝΕ και στο μνημείο της μάχης της Γουρίτσας, στην Άνω Μυρτιά Τριχωνίδας.
Με μια σεμνή αλλα όλο διδάγματα επίσκεψη στο μνημείο που εχει στηθεί για τη μάχη της Γουρίτσας, μάχη ενέδρα του ΕΛΑΣ (επειτα απο πληροφορίες της εαμίτισσας Μαριας Δημαδη) εναντίων των χιτλεροφασιστών Γερμανών κατακτητών, στις 10 Ιούλη 1943 – τιμήθηκε αυτή η σημαντική επέτειος
ΓΙΑ ΝΑ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΝΕΟΙ…
Κοιτάζουμε βαθιά στο παρελθόν, για να κτίσουμε το μέλλον.
ΣΤΗΝ ΜΙΚΡΗ ΑΥΤΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΔΙΑΒΑΣΤΗΚΕ ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΠΟΥ ΣΑΣ ΑΠΟΣΤΕΛΟΥΜΕ-ΕΓΙΝΕ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΣΤΕΦΑΝΟΥ, ΛΙΓΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ……
Προχωράμε μπροστά.
Με ιστορική αισιοδοξία. Με πίστη στην εργατική τάξη και την πρωτοπόρα θεωρία μας.
Τιμάμε όλους τους αγωνιστές του αντιφασιστικού και αντιιμπεριαλιστικού αγώνα.
Τους μαχητές του Κόκκινου Στρατού, της Σοβιετικής Ενωσης.
Τους αγωνιστές του ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, ΟΠΛΑ, ΕΛΑΝ, Εθνικής Αλληλεγγύης, ΔΣΕ.
Ολους και όλες που πέρασαν από μάχες, απο τα κολαστήρια των φυλακών, τα κάτεργα της εξορίας, τα στρατοδικεία, τα εκτελεστικά αποσπάσματα.
Είμαστε σίγουροι. Η τελική νίκη θα είναι των λαών!
Ν.Ο. ΚΚΕ-ΚΝΕ
Μια διήγηση του Νίκου Ε. Σκιαδά, από το βιβλίο του “Καπετάν Επαμεινώνδας”
ΝΙΚΟΣ ΣΚΙΑΔΑΣ:
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΓΟΥΡΙΤΣΑΣ
Το πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου το Αρχηγείο ΕΛΑΣ Τριχωνίδας βρίσκεται στον Αη-Βλάση. Εκεί πήρε στις επτά του ιδίου μηνός σημείωμα της οργάνωσης Αγρινίου που ειδοποιεί πως οι Γερμανοί και οι Ιταλοί ετοιμάζονται να εγκατασταθούν μόνιμα στο Κεφαλόβρυσο. Η εγκατάσταση αυτή αν πραγματοποιηθεί θα φέρει σε μεγάλες δυσκολίες τις κινήσεις του Αρχηγείου. Πρώτα-πρώτα θ’ αποκοπεί από τις βάσεις του ανεφοδιασμού του που είναι κατά κύριο λόγο το Αγρίνιο με τα πλούσια καμποχώρια του και τις γερές από κάθε άποψη οργανώσεις του. Διχοτομείται η ορεινή Τριχωνία. Αποκόπτεται η Ναυπακτία και η Μακρυνεία. Το Κεφαλόβρυσο με τους Γερμανοϊταλούς εγκαταστημένους σ’ αυτό θα είναι μια σφήνα στην καρδιά της ανταρτοκρατούμενης περιοχής. Για όλους αυτούς τους λόγους το σημείωμα της οργάνωσης Αγρινίου κατέληγε ότι έπρεπε να καταβληθεί κάθε προσπάθεια από το Αρχηγείο να ματαιωθούν τα σχέδια αυτά των κατοχικών δυνάμεων. Ύστερα από την έγκριση του συντάγματος όλη η δύναμη του Αρχηγείου, κινείται με σύντομη πορεία να πιάσει θέσεις κοντά στο μοναστήρι της Γουρίτσας στις στροφές που ξετυλίγονται προς το χωριό Μυρτιά. Έγιναν τα σχέδια και σημαδεύτηκαν οι θέσεις που θα πιάνονταν. Η μελέτη του Επιτελείου ολοκληρώθηκε με δυο ασκήσεις μάχης που έγιναν μ’ όλη τη δύναμη του (60 άντρες). Έτσι ο κάθε διμοιρίτης, ο κάθε αντάρτης ήξερε από πριν τη θέση που θα έπιανε. Ένας συναγερμός-άσκηση την παραμονή της μάχης είχε άριστα αποτελέσματα και πιστοποίησε και αξιοποίησε όλες τις δυνατότητες εκμετάλλευσης του εδάφους που υπήρχαν. Σωριάζονται πέτρες ημικυκλικά σαν τα ταμπούρια των αγωνιστών του ’21, σκάβεται λίγο το χώμα με τα λίγα ανεπαρκή μέσα και όλα αυτά τα «οχυρωματικά έργα» σκεπάστηκαν την τελευταία στιγμή πριν από τη μάχη με φρεσκοκομμένα κλαριά που πρασίνιζαν ακόμη και δεν πρόδιδαν τίποτα που να τραβήξει την προσοχή του εχθρού.
Πρωί 10 Ιουλίου. Ξαφνικά στην πρωινή σιγαλιά ακούγεται το σύνθημα του συναγερμού. Αυτή τη φορά όμως όσο και να μην το πήραν πολλοί στα σοβαρά, ο συναγερμός ήταν αληθινός. Νέο σημείωμα της Π.Ε. ανέφερε ότι αρκετή δύναμη Γερμανοΐταλών κινείται από Αγρίνιο προς Κεφαλόβρυσο.
Οι αντάρτες πιάνουν τις θέσεις τους. Βολεύονται όσο μπορούν καλύτερα και περιμένουν να φτάσει η μεγάλη στιγμή. Η ώρα περνά χωρίς τίποτα να δείχνει πως κάτι το αλλιώτικο πρόκειται να συμβεί. Ξημέρωσε για καλά τώρα. Ο ήλιος είχε κιόλας ψηλώσει, αλλά τίποτα. Η αγωνία τρυπώνει μέσα τους, τα μηλίγγια κτυπάνε, το μάτι και το αυτί δουλεύουν προς την κατεύθυνση της Παραβόλας μήπως ανακαλύψει την παραμικρή κίνηση, μήπως ακούσει τον ελάχιστο θόρυδο.
Αλλά να μια άσπρη γραμμή από σκόνη σημαδεύεται πάνω στο δημόσιο δρόμο στο έβγα της Παραβόλας προς τη Μαντάνισσα (Παντάνασσα). Ταυτόχρονα ήχος μοτέρ αυτοκινήτων έρχεται στα αυτιά τους. Είναι ο εχθρός. Η πληροφορία της οργάνωσης Αγρινίου ελέγχεται αληθινή. Σε λίγο ξεχωρίζουν καλά. Είναι μια αράδα καμιά 15αριά αυτοκίνητα που προχωράει προφυλακτικά προς τις θέσεις τους. Απ’ τ’ αριστερά της Παραβόλας προς την Παλιοκαρυά φιδοσέρνεται μια άλλη φάλαγγα, ιταλική αυτή, από πεζούς προς τα ριζοχώρια, Προστοβά, Κρυονέρι, Ταξιάρχη κλπ. Είναι η πλαγιοφυλακή. Μια μικρή ομάδα που αποτελούσε και τη μόνη εφεδρεία, ανέλαβε να απασχολήσει ή και να εξουδετερώσει την πλαγιοφυλακή, όσο που η κύρια δύναμη, θα έδινε τη μάχη στην προκαθορισμένη θέση.
Ώρα 7.30 το πρωί περίπου. Η εχθρική φάλαγγα από 15 αυτοκίνητα έφτασε κοντά στις θέσεις των ανταρτών. Στη Βαριά πριν μπει στις στροφές σταματά (οι αντάρτες όπως είπαμε είναι ταμπουρωμένοι στις πάνω Στροφές). Μπαίνει μέσα μια μοτοσικλέτα. Προχωρεί προς τις θέσεις τους. Βαδίζει σιγά-σιγά, προφυλακτικά. Κοιτάνε καλά στα πλάγια του δρόμου, μήπως διακρίνουν τίποτα το ύποπτο. Τίποτα. Οι θέσεις είναι καλά καμουφλαρισμένες. Οι αντάρτες μπρούμυτα με το χέρι στη σκανδάλη, με το αυτί και το μάτι να δουλεύουν επίμονα, κρατούν ως και την αναπνοή τους, για να μη προδοθούν. Η αγωνία κορυφώνεται. Τα λίγα λεπτά της διαδικασίας της ανίχνευσης, μετριούνται σε ώρες. θ’ αντιληφθεί τίποτα ο ανιχνευτής; θα προσέξει; Τι θα γίνει; Μήπως η πειθαρχία πυρός χαλάσει από μια τυχαία απροσεξία, από έναν εκνευρισμό; Μέχρι την ώρα αυτή το τηλέφωνο που ήταν τοποθετημένο πολύ κοντά στις Στροφές έδινε πληροφορίες για τις κινήσεις των Γερμανών στο Μπερίκο που είχε μεταφερθεί η έδρα του Αρχηγείου. Λίγο πριν αρχίσει η μάχη οι τηλεφωνητές έκαναν το τελευταίο τηλεφώνημα στην έδρα τους που έλεγε: «Έφτασαν οι Γερμανοί. Σε λίγο αρχίζει η μάχη». Κόψαν τα σύρματα και αποσύρθηκαν.
Να πώς περιγράφει ένας αντάρτης (Βασίλης Παπανάνος, ψευδ. Χάρος) στο ημερολόγιο του τις στιγμές αυτές την αναμονής «…10.7.43. Από τις 5 το πρωί χτύπησε συναγερμός και βρισκόμαστε σε μια εκνευριστική αναμονή, 50 αυτοκίνητα είναι στην Παραβόλα. Αν ξεκινήσουν σε μισή ώρα θα πιάσουμε μάχη. Τα νεύρα πάνε να σπάσουν. Η θέση μου είναι 30 μέτρα από το δρόμο που θα περάσουνε τα αυτοκίνητα, με κρύβει η θέση μόνο χωρίς να με προστατεύει. Οι Ιταλοί ξεκίνησαν και σταμάτησαν ένα τέταρτο μπροστά μας. Η ώρα είναι 8 το πρωί. Ο ήλιος κάνει το δρόμο να λάμπει. Στις 8.30 ακούγονται φωνές “έρχονται-έρχονται”. Ακούγεται το μουγκρητό μιας μοτοσικλέτας να πλησιάζει και στην καμπή του δρόμου ξεπροβάλλει ένας Γερμανός μοτοσικλετιστής και σε λίγο και δεύτερη μοτοσικλέτα με καλάθι, με δυο Γερμανούς…»
Επιτέλους. Ο ανιχνευτής δεν αντιλήφθηκε τίποτα το ύποπτο. Ξαναγυρίζει στις εχθρικές θέσεις και αναφέρει πιθανώς: έδαφος ελεύθερον. Η φάλαγγα ξεκινάει. Μπροστά δυο μοτοσικλετιστές με δυο μοτοσικλέτες. Τ’ αυτοκίνητα μπαίνουν ενα-ένα στις Στροφές. Οι Γερμανοί όρθιοι επάνω τους μασάνε αχλάδια κι άλλα φρούτα χαμογελώντας”. Οι αντάρτες τα μετράνε ένα… δύο… τρία… δεκατέσσερα… δεκαπέντε. Τώρα είναι όλα στον κλοιό και κάτω από τον έλεγχο των ανταρτικών πυρών. Όμως να. Σε λίγο και τη στιγμή που ο μοτοσικλετιστής που πήγαινε μπροστά κόντευε να κρυφτεί στη στροφή του δρόμου αντηχεί το σύνθημα: ταταρά… ταταρά.
Μεμιάς ζωντάνεψε ο τόπος και μια κόλαση φωτιάς διαδέχθηκε το σύνθημα. Επιτέλους η αγωνία και η αναμονή των ανταρτών βρίσκουν διέξοδο. Αδειάζουν τα όπλα τους επάνω στους στόχους που ώρα τώρα σημάδευαν περιμένοντας. Πρώτος πέφτει ο μοτοσικλετιστής, που την τρώει στην πλάτη. Συνέχεια χτυπιούνται τ’ αυτοκίνητα με χειροβομβίδες και αυτόματα. Οι Γερμανοί τα ‘χασαν στην αρχή. Αμφιταλαντεύτηκαν. Τους ήρθε ξαφνικά. Γρήγορα όμως συνήλθαν. Πηδάνε όσοι προφθάνουν από τ’ αυτοκίνητα8. Τότε τους γνώρισαν οι δικοί μας πως είναι Γερμανοί κι έβαλαν τις φωνές: «Γερμανοί, ωρέ, Γερμανοί είναι… τους κερατάδες». Πιάνουν θέσεις στα λάστιχα των αυτοκινήτων, σε πέτρες, σε νεροσυρμές, παντού όπου τους προσφέρεται το έδαφος. Έμπειροι πολεμιστές, χρησιμοποιούν το έδαφος σ’ όλες του τις δυνατότητες. Πολεμάνε λυσσασμένα.
Ας δώσουμε και πάλι το λόγο στο ημερολόγιο του αντάρτη: «Η σάλπιγγα δίνει το σύνθημα πυρός. Στο άκουσμα της η δεύτερη μοτοσικλέτα, καθώς κι όλα τ’ αυτοκίνητα σταματάνε ενώ αρχίζει η κόλαση της φωτιάς. Είμαστε ακροβολισμένοι επάνω από τις στροφές του δρόμου σε 50 με 100 μέτρα. Είχαμε δυο οπλοπολυβόλα, 20 περίπου αυτόματα και οι υπόλοιποι όπλα. Σημαδεύω το πρώτο αυτοκίνητο, που μαζί με τις ριπές του οπλοπολυβόλου της ομάδας μου, δέχεται και 30 σφαίρες από το αυτόματο μου. Όσοι Γερμανοί δεν σκοτώθηκαν μέσα, τους καθαρίσαμε μόλις έκαναν να πηδήσουν έξω από το αυτοκίνητο. Ο οδηγός της μοτοσικλέτας καθώς σταμάτησε, έτρωγε ένα ροδάκινο, 2-3 ριπές τον έκαναν να χοροπηδάει σαν παλιάτσος και να ξαπλωθεί φαρδύς πλατύς. Μάλιστα σε άλλα αυτοκίνητα που βγήκαν και ξάπλωσαν κάτω από αυτά, τινάχθηκαν στον αέρα από χειροβομβίδες. Γερμανοί σκοτωμένοι μέσα στ’ αυτοκίνητα, μισοκρεμασμένοι απ’ έξω, στο δρόμο ξαπλωμένοι, παρουσιάζουν ένα αληθινό μακελειό. Καμιά εικοσαριά κατάφεραν να πηδήσουν έξω και να πιάσουν την άκρη του δρόμου και πιάνουν μάχη αληθινή…»
Η προσπάθεια διπλασιάζεται. Οι αντάρτες πια δεν συγκρατιούνται. Είναι έτοιμοι να πηδήσουν στον όχτο του δρόμου και να ‘ρθουν στα χέρια με τους Γερμανούς που πολεμάνε ακόμα. Εκείνη την ώρα όμως το καραούλι ειδοποιεί πως οι Ιταλοί κινούνται προς Προστοβά, ανακέφαλα από τις θέσεις τους. Αυτό ήταν σημαντικό αν συνέβαινε. Αποσκοπούσε να κόψει το μοναδικό δρόμο υποχώρησης των ανταρτών προς Ταξιάρχη βάζοντας τους έτσι ανάμεσα στα δυο σκέλη της λαβίδας τους. Δίνεται αμέσως το σύνθημα της υποχώρησης. Υποχωρούν με τάξη και οι περισσότεροι συγκεντρώνονται λίγο πιο πάνω. Εκεί διαπιστώνεται ότι ο Επαμεινώνδας με λίγους ακόμα δεν πειθάρχησε αμέσως στο σύνθημα της υποχώρησης που ο ίδιος έδωσε. Ήταν δικαιολογημένο το αργοπόρημα του Επαμεινώνδα. Κινδυνεύει για λίγα λεπτά μόνο να μην ολοκληρωθεί η όλη προσπάθεια και να πάνε χαμένες όλες οι θυσίες. Ο Επαμεινώνδας δε μπορούσε ν’ αφήσει ατελείωτο το έργο. Το Επιτελείο παρακολουθεί με τα κυάλια τις κινήσεις των Ιταλών. Ήταν φανερό πως έρχονταν για βοήθεια των συμμάχων τους. Όμως όχι. Σε λίγο κάνουν μεταβολή και γυρίζουν πίσω. Με τα κυάλια φάνηκε καθαρά προς τα πού τραβούσε η φάλαγγα. Συνέρχονται οι δικοί μας γρήγορα. Το Επιτελείο αποφασίζει: Όσοι αντάρτες είναι μαζεμένοι εκεί θα κατέβουν πάλι προς τα κάτω να ξεκαθαρίσουν τις γερμανικές φωλιές που είχαν στο μεταξύ τακτοποιηθεί καλύτερα. Χωρίζονται σε ομάδες. Παίρνει η καθεμιά τον τομέα της και αρχίζει το ξεκαθάρισμα του εδάφους. Τίποτα πια δεν συγκρατεί τους αντάρτες. Κατεβαίνουν όλοι κάτω στο δρόμο αλαλάζοντας. Λίγο-λίγο, με σύστημα και μέθοδο ξεκαθαρίζονται οι γερμανικές εστίες. Συλλαμβάνονται δυο Γερμανοί αιχμάλωτοι. Οι υπόλοιποι η είναι βαριά τραυματισμένοι ή σκοτωμένοι. Μόνο ένας κατόρθωσε χάρη στη γρηγοράδα των ποδιών του να φτάσει στην Παράβολα — είναι πιθανώς ο μοτοσικλετιστής-ανιχνευτής απ’ όπου με ποδήλατο πήγε στο Αγρίνιο και μετέφερε τα μαντάτα.
Οι αντάρτες μετά το πέρας της μάχης ασχολούνται με την περισυλλογή λαφύρων. Μαζεύονται όλα και φορτώνονται στο πρώτο αυτοκίνητο προς το Κεφαλόβρυσο. Δυστυχώς ένας μόνο αντάρτης ήξερε να οδηγεί αυτοκίνητο, ήταν ο Ερμής (Γιώργος Παπατρέχας) απ’ τη Μαχαιρά Ξηρομέρου που σκοτώθηκε αργότερα σ’ άλλη μάχη. Δεν υπάρχει άλλη λύση. Τα υπόλοιπα έπρεπε να καούν γιατί κιόλας στο δρόμο της Παραβόλας φάνηκαν τα γερμανικά θωρακισμένα που έρχονταν σε βοήθεια. Αυτό το αποτέλεσμα είχε η σωτηρία εκείνου του μοναδικού Γερμανού που μετέφερε στο Αγρίνιο τα μαντάτα της μάχης.
Η παραμονή στο πεδίο της μάχης δεν μπορούσε να παραταθεί περισσότερο. Άρχισαν κιόλας να πέφτουν οι πρώτες οβίδες πυροβολικού. Το τελευταίο τμήμα εκκαθάρισης αποχωρεί σιγά-σιγά. Αίγο ακόμα και ο τόπος καίγεται από το σφυροκόπημα του γερμανικού πυροβολικού και των αρμάτων που έχουν φθάσει πλέον πολύ κοντά στη Γουρίτσα. Είναι όμως αργά για να κάνουν οποιαδήποτε ζημιά στους αντάρτες, γιατί είναι πια εκτός βολής. Λίγο πριν δύσει ο ήλιος οι Γερμανοί καταλαμβάνουν το αδειανό από αντάρτες πεδίο. Παίρνουν τους νεκρούς και τους τραυματίες τους και επιστρέφουν στο Αγρίνιο αργά τη νύχτα. Την άλλη μέρα ένα σμήνος από λίγα γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν το χωριό Γουρίτσα και τις Στροφές με αποτέλεσμα να σκοτώσουν ένα μουλάρι και να γκρεμίσουν μια γωνία ενός σπιτιού. Για μέρες οι Ιταλοί της φρουράς Αγρινίου κοροϊδεύουν τους συμμάχους τους Γερμανούς ανταποδίδοντας τα ίσα. Έλεγαν μάλιστα: Ιταλιάνοι παούρα, Ντεντέσκοι μόρτο. Οι Ιταλοί φοβούνται, οι Γερμανοί σκοτώνονται.
Η μάχη της Γουρίτσας ήταν η πρώτη σύγκρουση με τους Γερμανούς. Ποτέ μέχρι τότε οι αντάρτες μας δεν είχαν πολεμήσει μαζί τους. Είχαν προηγηθεί συγκρούσεις και μικροσυμπλοκές με τους Ιταλούς, όμως ο πόλεμος με τους Γερμανούς ήταν πολύ διαφορετικός. Ποτέ οι Γερμανοί δεν το έβαζαν στα πόδια σαν τους Ιταλούς. Επόμενο ήταν μετά την επιτυχία αυτή με τέτοιους αντιπάλους το ηθικό των ανταρτών ν’ ανέβει πολύ ψηλά. Τώρα πια πίστεψαν κι αυτοί αλλά και όλοι οι κάτοικοι της περιοχής ότι ήταν δυνατό να τα βάλουν με τους Γερμανούς που μέχρι τότε τους νόμιζαν ακατανίκητους. Η μάχη εκτός των άλλων αποτελεσμάτων είχε άμεσο αποτέλεσμα ότι οι αντάρτες μας οπλίστηκαν στην εντέλεια με γερμανικά όπλα. Ιδιαίτερα με μυδράλια. Αυτό είχε ένα ακόμα σημαντικό αποτέλεσμα. Την άμεση ομαδική στρατολογία νέων μαχητών που δεν ήταν μόνο επειδή είχαμε πλέον όπλα, αλλά και γιατί το ηθικό κουράγιο αναπτερώθηκε. Απ’ εδώ και πέρα το αντάρτικο πολλαπλασιάστηκε αριθμητικά και αποτέλεσε μια αξιόμαχη και υπολογίσιμη δύναμη. Τα κατοχικά στρατεύματα δεν μπορούσαν να σουλατσάρουν πια στην ύπαιθρο. Η προσπέλαση σ’ αυτή και ιδιαίτερα στα ορεινά γινόταν με την κινητοποίηση σημαντικού αριθμού των δυνάμεων τους. Ήταν οι περίφημες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που πληρώνονταν με πολύ αίμα γι’ αυτούς και πολλά χωριά καμένα για μας. Η ύπαιθρος ήταν λεύτερη. Οι αντικειμενικοί σκοποί της διοίκησης των κατοχικών δυνάμεων της περιοχής δεν εκπληρώθηκαν, σε αντίθεση με τους σκοπούς του Αρχηγείου και της Π.Ε. και του ΕΑΜ Αγρινίου που ολοκληρώθηκε στο ακέραιο, χάρη στην παλικαριά και το πείσμα των ανταρτών του Αρχηγείου του ΕΛΑΣ Τριχωνίδας.
Οι Γερμανοί που έλαβαν μέρος στη μάχη ήταν 120 σύμφωνα με τις ομολογίες το,ιν αιχμαλώτων. Νεκροί 117, τραυματίες 2 (αιχμάλωτοι). Κατεστραμμένα αυτοκίνητα 14. Λάφυρα, ολόκληρος ο οπλισμός του τμήματος.
Δικές μας απώλειες 5 αντάρτες νεκροί: 1. Μπάμπης Χαμαμτζής, 2. Παπουτσής Σωτήρης, 3. Γαρδέλης Σπύρ., 4. Υφαντής Δημ., 5. Παπαδονάσιος ή Νασαρής Κ..
Ο Νίκος Ε. Σκιαδάς γεννήθηκε στον Άγιο Βλάσιο το 1920 και πέθανε στην Αθήνα το 2003. Τελείωσε το γυμνάσιο στο Αγρίνιο. Μετά τον πόλεμο, εργάστηκε ως τυπογράφος στην Αθήνα. Παράλληλα με την εργασία του ως τυπογράφος, ο Σκιαδάς καταπιάστηκε με τα συνδικαλιστικά και την ιστορία της τυπογραφίας. Το 1966, κυκλοφόρησε το Χρονικό της τυπογραφίας σε έκδοση του Σωματείου Τυπογράφων της Αθήνας. Ο τόμος αυτός αποτέλεσε τη βάση για το τρίτομο έργο του Το χρονικό της ελληνικής τυπογραφίας (1976–1983), στο οποίο περιγράφεται η ιστορία της ελληνικής τυπογραφίας από το 1476 έως και το 1909.
Συνεργάστηκε με την Aιτωλοακαρνική Εγκυκλοπαίδεια του Γιάννη Κουφού, ενώ υπήρξε ο πρώτος συντάκτης της εφημερίδας Αχελώος του Πολιτιστικού Συλλόγου Αγιοβλασιτών Αθήνας. Συνεργάστηκε επίσης με τα περιοδικά Νέα Εστία, Σύγχρονα θέματα, Φθιώτις, Στερεά Ελλάς, Ξενία, Δημοκρατικός Συναγερμός και Τα Κυνηγετικά Νέα. Ο Σκιαδάς έγραψε επίσης ταξιδιωτικά και παιδικά βιβλία. Το βιβλίο του Δέκα παιδιά βραβεύθηκε από την Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά με το βραβείο ταξιδιωτικού μυθιστορήματος εις μνήμην Κώστα Ελευθερουδάκη. Το ίδιο βιβλίο κυκλοφόρησε το διασκευασμένο για παιδιά με τον τίτλο Δέκα μικροί ταξιδιώτες.
Ο αδελφός του, Βασίλης Σκιαδάς, ήταν υπίλαρχος στον ΕΛΑΣ και τραυματίστηκε βαριά στην μάχη της Αμφιλοχίας το 1944. Γι’ αυτόν ο Νίκος Σκιαδάς έγραψε το βιβλίο Καπετάν Επαμεινώνδας (1989).
πηγή: http://agrinionews.gr