Χαραγμένη ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη των Αγρινιωτών παραμένει η Μεγάλη Παρασκευή του έτους 1944 (14 Απριλίου). Τότε που οι Γερμανοί κατακτητές, αντιδρώντας με αντίποινα στο σαμποτάζ πατριωτών της αντίστασης, αποφάσισαν και εκτέλεσαν 120 κρατούμενους αγωνιστές. Τους τρείς, τον Πάνο Σούλο, τον Χρήστο Σαλάκο και τον Αβραάμ Αναστασιάδη τους κρέμασαν στην πλατεία Μπέλλου (τη σημερινή πλατεία Δημοκρατίας). Οι δύο πρώτοι ήσαν μέλη της ΕΠΟΝ, ο τρίτος συνταξιούχος της Αγροτικής Τραπέζης.
Είχε προηγηθεί την 9-4-1944 ενέδρα των ανταρτών του ΕΛΑΣ σε σημείο μεταξύ των χωριών Σταμνάς και Αγγελοκάστρου όπου έγινε ανατίναξη της αμαξοστοιχίας που κινούνταν από Κρυονέρι προς Αγρίνιο και μετέφερε πολεμικό υλικό και καύσιμα, συνοδευμένη από Γερμανούς στρατιώτες, με μεγάλες απώλειες για τους Γερμανούς. Για το λόγο αυτό οι Γερμανοί αποφάσισαν και εκτέλεσαν 120 πατριώτες (μεταξύ των οποίων οι τρείς ανωτέρω που κρεμάστηκαν στην πλατεία). Οι υπόλοιποι τουφεκίσθηκαν στην Αγία Τριάδα.
Ένα σημαντικό φωτογραφικό ντοκουμένο είναι μια φωτογραφία του κρεμασμένου Αβραάμ Αναστασιάδη (βλέπε φωτογραφία αριστερά από το αρχείο του Θ. Πολίτη), που πήρε ο παλιός γνωστός φωτογράφος του Αγρινίου Σπ. Ξυθάλης από μιά παρακείμενη οικοδομή, το αρνητικό της οποίας είχε εμπιστευθεί στον Σπ. Γερολυμάτο, όπως διατείνεται ο γιός του Γεράσιμος Γερολυμάτος. Στη θέση του κρεμασμένου αυτού υπάρχει σήμερα στην πλατεία Δημοκρατίας μνημείο στημένο από την δημοτική αρχή, έργο του Αγρινιώτη γλύπτη Θύμιου Πανουργιά.
Πρόκειται για μιά τρίπλευρη χάλκινη στήλη, σε κάθε πλευρά της οποίας είναι χαραγμένες οι μορφές των τριών κρεμασμένων, ενώ η στήλη πλαισιώνεται από αναπαραστάσεις των τριών φαναριών στα οποία είχαν κρεμαστεί οι πατριώτες.
ΜΕΡΙΚΑ ΑΠΟ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΩΝ 120:
Αγγελάκης Γεώργιος
Αλεξανδρής Κωνσταντίνος
Αναστασίου Χρήστος,
Αναστασιάδης Αβραάμ
Αντωνόπουλος Γεράσιμος,
Αντωνόπουλος Χρ.
Βλάχος Αλέκος
Βλάχος Δημήτρης
Βίτσας Γιάννης
Γράψας Βασίλης
Γιάγκας Σπύρος
Γυφτομήτσος Γιώργος
Δανίας Γεώργιος
Διαμαντής Γεώργιος
Ζήκας Κωνσταντίνος
Ζήκας Μιχάλης
Καρέλος Θεόδωρος
Κούρτης Βαγγέλης
Καρφής Γιώργος
Κασαγιάννης Πάνος
Κολοβός Χαράλαμπος
Καλλίμαχος Σωτήρης
Καταπόδης Κώστας·
Κυριλής Χρήστος
Κοκορόμπας Γιώργος
Καβγιούλας Γιάννης
Καλυβιώτης Κωνσταντίνος
Κίτσος Χρήστος
Κουκουμίλος Βασίλης
Κατσάμπελος Νι κόλαος
Κουρούπης Αντώνιος
Μαριώλης Βασίλης
Μπέλλος Δημήτρης
Μπλήτσας Κωνσταντίνος
Μιχαλόπουλος Δήμος
Μπαρτζώκας Σταύρος
Νικολάου Χρήστος
Νιάφας Απόστολος
Ντελής Αλέξανδρος
Ντελής Ιωάννης
Ντελής Χρήστος
Παπαπάνου Γεώργιος
Παπανίκος Γιάννης
Παπακωνσταντής Χρ.
Παπαδήμος Σταύρος
Παπαευθυμίου Ανδρέας
Πάνης Γεώργιος
Πάνης Ευάγγελος
Παπάς Δημήτριος
Παπάς Διονύσιος
Παπάς Ιωάννης
Πέπας Χαράλαμπος
Σαλάκος Χρήστος
Σβώλης Χρ.
Σισμάνης Φώτης
Σταυρόπουλος Σπύρος
Σκιαδάς Κώστας
Σκαρλάτος Γιάννης
Σούλος Παναγιώτης
Σουπικιώτης Βασίλης
Σουπικιώτης Νι κηφόρος
Σουπικιώτης Χαράλαμπος
Τσικώνης Γεράσιμος
Τσαμίλης Αντώνης
Τσίρκας Γιάννης
Τσιτσόνης Σταμούλης
Ταμπάκης Κωνσταντίνος
Τσίπης Βασίλης
Τζίμας Γιώργος
Τζίμας Σπύρος
Τσούτσης Δημήτριος
Τσούτσης Μιλτιάδης
Τσούτσης Μιχάλης
Τσούτσης Χαράλαμπος
ΧαραλαμπίδηςΠαρασκευάς
Χατζάρα Κατίνα
Χατζηελευθερίου Νικόλαος
Χρηστάκης Γεώργιος
Χρήστου Αριστείδης
Χολέβας Γεώργιος
Σταυράκης Χριστόφορος
Σαμαντάς Χρήστος
Σωκρατάκης Πάνος
Το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου για τους εκτελεσθέντες
ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ
Για τους πεσόντες στην κατοχή Αγρινιώτες
Και
Για όλους τους Ρωμιούς – θύματα του ναζισμού
Του Γιάννη Ρίτσου
Τόπος ιερός, εδώ που οι αντίχριστοι ξανασταύρωσαν το Χριστό και την Ελλάδα,
κ’ είταν Παρασκευή Μεγάλη, 14 του Απρίλη,
και κει που η γης ανάβρυζε κρινάκια, παπαρούνες χαμομήλια για το Πάσχα
σκάφτηκαν τάφοι και στους τάφους δε χωρούσαν οι λεβέντες,
και μες στα σπλάχνα δε χωρούσε τόσος πόνος.
Κι’ είταν το Αγρίνι ολάκερο ένας Επιτάφιος μ’ όλα του τα κεριά σβησμένα
Κι αντίς καμπάνες απ’ τον όρθρο ως το σπερνό, ντουφεκιές ακούγονταν,
κ’ οι κρεμασμένοι σάλευαν σαν καβαλάρηδες του ανέμου κ’ έφευγαν πάνω απ’ το χρόνο
και μες στο απόβροχο, τη νύχτα της Ανάστασης, τ’ άστρα που βγήκανε, λάμψη δεν είχαν
κ’ είτανε τ’ άστρα σα βρασμένο στάρι για τα κόλλυβα των σκοτωμένων,
στάρι πιτσιλισμένο μαύρη ζάχαρη, μαύρη σταφίδα, μαύρο ρόϊδι,
και στις αυλές, την άλλη μέρα, αντίς αρνιά να ψήνονται, τραγούδια ν΄αντηχούνε,
κ’ ήλιοι τα πορτοκάλια, μες απ’ τα πλυμένα φύλλα, να φωτίζουν του χορού τις δίπλες,
μουγκός ο θρήνος και μουγκή η κατάρα πνίγονταν μες στης σκλαβιάς το μαύρο φόβο,
‘Αϊ, μανάδες Αγρινιώτισσες, τι μαύρο πουν’ το μαύρο χρώμα,
η μαύρη νύχτα και το μαύρο σας σταυροδετό τσεμπέρι,
το κυπαρίσσι της σιωπής στο μαύρο κορφοβούνι
ως και της λεμονίτσας τ’ άσπρα λουλουδάκια μαύρισαν κ’ εκείνα
ως και το κόκκινο αίμα των παιδιών σας μαυρολογούσε πάνω στα λιθάρια.
‘Αϊ, μανάδες Αγρινιώτισσες, μαύρος καημός που βόσκησε τα φύλλα της καρδιάς σας,
όμως το γαίμα των παιδιώνε σας βγαίνει πάνω απ’ το μαύρο
κόκκινο της θυσίας, της αγρύπνιας κόκκινο,
κόκκινο της αυγής και της ελπίδας,
το κόκκινο της λευτεριάς, κόκκινο κατακόκκινο.
Βάφει τ’ αυγά της νέας Λαμπρής και του μπαξέ σας τα τριανταφυλλάκια,
βάφει και τα πουκαμισάκια τους τα τρυπημένα από τα βόλια
και τα πουκαμισάκια τους πλατειές σημαίες αγερολάμνουν
κ’ οι νιοι λεβέντες τα κρατούν και παν μπροστά στην ιστορία.
Και νάτοι ολόμπροστα, να ο Χρήστος, κι ο Αβραάμ, νάτος κι ο Πάνος,
Νάτος κι ο κάπταν Λίας, να κι ο Πάσχος, 19 χρονώ παλληκαράκι,
νάτοι οι 120 Αγρινιώτες μπρος στην μάντρα της Αγιά Τριάδας,
να κ’ οι 55 εκεί στο σταυροδρόμι που περνάει το τραίνο Αγρίνι-Μεσολόγγι, φορτωμένο μήλα,
να κ’ οι 200 της Πρωτομαγιάς στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής με τις αγριομολόχες,
να το προσφυγολόι της Κοκκινιάς με τα μεγάλα δαφνοκλάδια της Δημοκρατίας
να και το Δίστομο, το Κούρνοβο, και τα Καλάβρυτα με τα κομμένα σπίτια,
νάτος κι ο Γοργοπόταμος- με το γιοφύρι του σαν κόκκινο άλογο ορθωμένο,
να κ’ οι αγωνιστές του21
και οι άλλοι πριν, κ’ οι άλλοι μετά,
παιδιά μας, τα παιδιά μας με σημαίες μεγάλες.
Μπροστά, μπροστά, κατάμπροστα,
μέσα στο φως που πρόβαλε μεγάλο απ’ τις πληγές τους,
μπροστά, μπροστά, φωνάζοντας:
εκεί που η Λευτεριά ανατέλλει απ’ το αίμα μας, θάνατος δεν υπάρχει.
Λοιπόν μην κλαίτε μάνες Αγρινιώτισσες, θάνατος δεν υπάρχει
μόνο τα χέρια δώστε, αδέλφια μου, να βασιλέψει ειρήνη,
ν’ ανθίσει γέλιο στις ματιές, να λάμψει ο κόσμος όλος,
κι όλος ο κόσμος μια φωνή να τραγουδήσει: Ειρήνη, Ειρήνη, Ειρήνη.
Αθήνα, 4 V 80
Γιάννης Ρίτσος