Η λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου από τους Τούρκους – Το αρματολίκι του Καραϊσκάκη στα Άγραφα – Η αποτυχημένη προσπάθεια των Τούρκων να περάσουν από αυτό – Η σκληρή μάχη και η πανωλεθρία των Τούρκων – Ο πνιγμός εκατοντάδων ακόμα στο πλημμυρισμένο ποτάμι της Λεπενούς– Η φήμη του Καραϊσκάκη εξαπλώνεται παντού
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 είχε σαν βασικό χαρακτηριστικό, ανάμεσα στα άλλα, και τις πολλές μάχες που έγιναν σε στεριά και θάλασσα ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους, Τουρκαλβανούς και Αιγύπτιους. Ορισμένες από αυτές τις μάχες είναι παντελώς άγνωστες ή αναφέρονται επιγραμματικά ακόμα και σε εξειδικευμένα ιστορικά βιβλία για το 1821. Μία από αυτές είναι η μάχη που έγινε τον Ιανουάριο του 1823 στο χωριό Σοβολάκος (σήμερα Ψηλόβραχος) Αιτωλοακαρνανίας. Είναι γνωστή επίσης στη βιβλιογραφία και ως μάχη του Άη Βλάση ή μάχη της Κορομηλιάς.
Ο Ψηλόβραχος ανήκει σήμερα στον νόμο Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού στα σύνορα με τον νομό Ευρυτανίας. Απέχει 56 χλμ από το Αγρίνιο και 56 χλμ. από το Καρπενήσι. Είναι κτισμένος σε υψόμετρο 330 μέτρων, στους πρόποδες του όρους Τσούκα, σε μικρή απόσταση από τη γέφυρα της Επισκοπής που συνδέει τους δύο νομούς. Από τον Ψηλόβραχο, όπου υπάρχουν εντυπωσιακές σπηλιές, είναι φανταστική η θέα προς την τεχνητή λίμνη των Κρεμαστών, που βέβαια δεν υπήρχε το 1823.
Η λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (1822)
Η νίκη των Ελλήνων επί των Τούρκων τη νύχτα των Χριστουγέννων του 1822 στο Μεσολόγγι σήμανε το τέλος της (πρώτης) πολιορκίας της Ιερής Πόλης. Να σημειώσουμε εδώ ότι ένα άγνωστο γεγονός καθοριστικής σημασίας για την ελληνική επιτυχία, ήταν οι πληροφορίες που έδωσε ένας Έλληνας στον γραμματέα του οπλαρχηγού το ‘21 Δημήτριου Μακρή για τις κινήσεις των Τούρκων. Όπως μαθεύτηκε στη συνέχεια, επρόκειτο για τον Γιαννιώτη Γιάννη Γούναρη, ο οποίος ακολουθούσε τον Ομέρ Βρυώνη σαν κυνηγός του και κυνηγούσε πουλιά στις λίμνες. Ο Βρυώνης πληροφορήθηκε ποιος πρόδωσε τα σχέδιά τους, αλλά ο Γούναρης παρέμεινε στο Μεσολόγγι. Οι Τούρκοι περνώντας από την Άρτα έσφαξαν τη γυναίκα και τα παιδιά του Γούναρη, ο οποίος στη συνέχεια έγινε μοναχός και με ελεημοσύνες των Χριστιανών, ανακαίνισε την εκκλησία της Θεοτόκου της Ελεούσης στην Κλεισούρα. Πρόκειται για τοποθεσία μεταξύ Μεσολογγίου και Αγρινίου, περίπου στο 55ο χιλιόμετρο της εθνικής οδού Αντιρρίου – Ιωαννίνων. Σώζεται η παλαιά εκκλησία, ψηλά στα βράχια, ενώ αργότερα χτίστηκε πιο χαμηλά καινούργιος ναός. Ο Γούναρης πρόσφερε νερό στους διαβάτες και έζησε ως τον θάνατό του στην Κλεισούρα από τις ελεημοσύνες των περαστικών.
Οι Τούρκοι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την πολιορκία του Μεσολογγίου και να κατευθυνθούν προς την Ήπειρο. Η αναχώρησή τους έγινε στις 31 Δεκεμβρίου με πολύ πρόχειρο τρόπο, αφού άφησαν στο στρατόπεδό τους δέκα κανόνια, τέσσερα βομβιδοβόλα και πολύτιμα αντικείμενα στις σκηνές τους. Μάλιστα οι Έλληνες βγήκαν από το Μεσολόγγι και συνέλαβαν ορισμένους Τούρκους που λόγω τραυμάτων δεν μπορούσαν να κινηθούν γρήγορα. Από αυτούς έμαθαν ότι οι πασάδες πήγαιναν προς το Βραχώρι (Αγρίνιο), ο μεν Ομέρ Βρυώνης από την Κλεισούρα, ο δε Κιουταχής από το Κεράσοβο, θέλοντας να περάσουν τον Αχελώο(Ασπροπόταμο ή και Άσπρο που οφείλει το όνομά του αυτό στο λευκό χρώμα των βότσαλων που βρίσκονται στις όχθες του).
Δυστυχώς, η πρόταση του Μάρκου Μπότσαρη να περικυκλωθεί ο τουρκικός στρατός στο Βραχώρι, όπου δεν είχε ούτε τρόφιμα ούτε πολεμοφόδια, αν και εγκρίθηκε, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Οι πασάδες ξεκινώντας από το Βραχώρι δεν τόλμησαν να περάσουν στον Αχελώο, ο οποίος είχε πλημμυρίσει. Έτσι επέστρεψαν στην πόλη με τον στρατό τους σε άθλια κατάσταση. Η έλλειψη τροφίμων τους ανάγκασε να δώσουν διαταγή στους στρατιώτες να σφάξουν και να φάνε τα άλογά τους. Αποφάσισαν επίσης να στείλουν τον Ισμαήλ Πλιάσα στην Πρέβεζα με ένα τμήμα του στρατού για να τους στείλει από εκεί τροφές και εφόδια. Αυτός μαζί με τους Ισμαήλ Χατζημπέντο, Άγο Βασιάρη και 3.000 Τουρκαλβανούς ξεκίνησαν για την Πρέβεζα. Και αυτοί όμως απέτυχαν να περάσουν τον πλημμυρισμένο Αχελώο, ενώ παράλληλα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών ενθαρρυμένοι από την ελληνική επιτυχία στο Μεσολόγγι πήραν τα όπλα και κινήθηκαν εναντίον τους. Έτσι στις 15 Ιανουαρίου 1823 ο Πλιάσας και υπόλοιποι αποφάσισαν να κινηθούν προς τα βορειοανατολικά και να περάσουν από τα Άγραφα. Εκεί όμως τους περίμενε ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες του 1821: ο Γεώργιος Καραϊσκάκης.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ως τις αρχές του 1823
Όπως γράφει ο αείμνηστος Σαράντος Καργάκος, ο Καραϊσκάκης αν και είχε μπει στον αγώνα από νωρίς, δεν είχε συλλάβει το νόημά του. Πίστευε ότι επρόκειτο για μία εξέγερση με περιορισμένους στόχους. Το 1822 του είχε δοθεί το αρματολίκι των Αγράφων απ’ τον Χουρσίτ Πασά, αν και η Γερουσία της Δυτικής Ελλάδας το είχε παραχωρήσει στον Γιαννάκη Ράγκο. Έτσι όταν κατόρθωσε να πάρει το αρματολίκι των Αγράφων, έκανε «καπάκια» με τους Τούρκους. Τι ήταν τα καπάκια; Μυστικές συμφωνίες των οπλαρχηγών της Ρούμελης με τους Τούρκους. Όταν ο Ομέρ Βρυώνης κι ο Κιουταχής πολιορκούσαν το Μεσολόγγι, ο Καραϊσκάκης παρουσιαζόταν ως πιστός στα καπάκια. Βλέποντας όμως την αποτυχία των Τούρκων, την ανάδειξη άλλων οπλαρχηγών και ότι ο Αγώνας ήταν μία Επανάσταση εναντίον του κατακτητή, αποφάσισε να ενταχθεί σ’ αυτόν με όλες του τις δυνάμεις.
Τα πρώτα θύματά του ήταν οι Τουρκαλβανοί του Ισμαήλ Πλιάσα, ο οποίος πίστευε ότι ο Καραϊσκάκης θα τον άφηνε να περάσει από το αρματολίκι του. Ίσως αγνοούσε τον όρο εκείνο του Σούλτσα Κόρτσα ως αντιπρόσωπο του πασά της Λάρισας με τον Έλληνα οπλαρχηγό, σύμφωνα με τον οποίο κανείς, ούτε Έλληνας ούτε Τούρκος δεν θα μπορούσε να περάσει από το αρματολίκι. Ο Καραϊσκάκης έχοντας πληροφορίες από το Μεσολόγγι, αλλά και δίκτυο επιτήρησης έμαθε ότι οι Τούρκοι κατευθύνονταν προς το αρματολίκι του.
Η μάχη του Σοβολάκου(15 Ιανουαρίου 1823)
Ο «γιος της καλόγριας» αποφάσισε να μην τους αφήσει να περάσουν. Με γρήγορες ενέργειες συγκέντρωσε 800 άντρες κι έφτασε στον Βάλτο από το γεφύρι του Κοράκου. Αφού πέρασε από τη στενή θέση των Κρεμαστών και έφτασε στο Σοβολάκο, όπου κατέλαβε δεσπόζουσα θέση σε μία από τις σπηλιές του. Ήταν μία δίοδος μέσα από γκρεμούς, τους οποίους το τουρκικό στράτευμα έπρεπε να περάσει.
Όταν οι Τούρκοι πλησίασαν εκεί, ο Άγος Βασιάρης ζήτησε από τον Καραϊσκάκη να τους αφήσει να περάσουν. Όμως ο Καραϊσκάκης αρνήθηκε κατηγορηματικά κάτι τέτοιο. Όπως γράφει ο Δημήτριος Αινιάν ο Καραϊσκάκης « οικονομούσεν αμφότερα τα μέρη, κλίνων όμως προς τους Έλληνες». Ο Καραϊσκάκης χαρακτήρισε, υποκρινόμενος, τους Τουρκαλβανούς «ληστάς, ως αχαρίστους του σουλτάνου, όπου οπισθοδρομούν και δυνάμει των συνθηκών θα τους χτυπήσει». Η θέση που κατέλαβε ο Καραϊσκάκης λεγόταν Κορομηλιά και βρισκόταν κοντά στον Άη Βλάση, σ’ αυτό οφείλονται και οι άλλες ονομασίες με τις οποίες είναι γνωστή η μάχη του Σοβολάκου. Μαζί του ήταν κι ο ντόπιος οπλαρχηγός Πεσλής.
Ο Άγος Βασιάρης νόμισε ότι ο Καραϊσκάκης τους εκβίαζε για να του δώσουν χρήματα και του πρόσφερε 500.000 γρόσια (πηγή: Δ. Κόκκινος) για να περάσουν, όμως ο «γιος της καλόγριας» αρνήθηκε. Έτσι, μοιραία ξεκίνησε η μάχη για την οποία γνωρίζουμε πολλές λεπτομέρειες χάρη στον Νικόλαο Κασομούλη που ήταν παρών, ενώ δίπλα στον Καραϊσκάκη πολεμούσε κι ο Νικόλαος Στουρνάρης.
Αρχικά οι Τούρκοι κατάφεραν ν’ ανέβουν σε κάποιες θέσεις ψηλότερα από τους Έλληνες και μπόρεσαν να κάμψουν το αριστερό μέρος της αμυντικής γραμμής των Ελλήνων και στη συνέχεια και το δεξί. Όμως το κέντρο της παράταξης παρέμενε ακλόνητο. Εκεί, σε μια σπηλιά σε απόκρημνη θέση, βρισκόταν ο Καραϊσκάκης. «Η σπηλιά… ήταν απότομος και δεν εδύνατο κανείς να φύγει», γράφει ο Κασομούλης.
Ο Καραϊσκάκης φώναξε: «Εδώ θα πεθάνομεν όλοι, όσοι εμείναμεν». Ταυτόχρονε, έδωσε εντολή στον σταλπιγκτή του να σημάνει σύναξη. Η φωνή του Καραϊσκάκη, το σάλπισμα και κάποια σημάδια κλονισμού των Τούρκων είχαν σαν αποτέλεσμα η πλάστιγγα ν’ αρχίσει να γέρνει προς το μέρος των Ελλήνων. Ξαφνικά, έπεσε ομίχλη που εκμηδένισε την ορατότητα. Ο Καραϊσκάκης βρήκε την ευκαιρία να βγει από τη σπηλιά με τους άντρες του, χωρίς να γίνεται στόχος βολής.
Ο Κασομούλης φαίνεται ότι πιστεύει σε θαύμα.
«Χειρ Κυρίου εκείνην τη στιγμήν πίπτει εν νέφος καταχνιάς μόνον εις το κέντρον όπου πολεμούσεν ο αρχηγός. Κερδίζει την περίστασιν του σκότους, εξέρχεται από τα οχυρώματά του, πηδά έξω…».
Ο Καραϊσκάκης μαχόταν πλέον ανάμεσα στους πολεμιστές του και αυτό τόνωσε το ηθικό των ανδρών του. Μάλιστα ο θάνατος του Χατζημπέντου κλόνισε ακόμα περισσότερο το ηθικό των Τούρκων. Ορισμένες πηγές (όπως η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ), αναφέρουν ότι ο Χατζημπέντος σκοτώθηκε μετά από μονομαχία με τον Καραϊσκάκη, ο οποίος του έριξε μια σφαίρα στο μέτωπο, άλλες όμως πηγές δεν αναφέρουν κάτι σχετικό. Το σίγουρο είναι, ότι ο θάνατος του Χατζημπέντου έκανε τους Έλληνες πιο ορμητικούς και καταρράκωσε το ηθικό των Τούρκων που εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης, αφήνοντας πίσω τους 200 νεκρούς.
Οι ελληνικές απώλειες ήταν σχετικά μικρές. 20 άνδρες έχασαν τη ζωή τους, ανάμεσά τους όμως ήταν και ο επιστήθιος φίλος του Καραϊσκάκη Μπακογιάννης, τον οποίον εκτιμούσαν όλοι για τη γενναιότητα και τις στρατιωτικές αρετές του. Έχει υποστηριχτεί από ορισμένους ιστορικούς ότι στη μάχη του Σοβολάκου ο Καραϊσκάκης εφάρμοσε την λοξή φάλαγγα, τον σχηματισμό που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά από τον Επαμεινώνδα εναντίον των Σπαρτιατών στη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.)
Ο πνιγμός 500 Τούρκων στο ποτάμι της Λεπενούς
Δεν είχαν τελειώσει όμως τα δεινά για τους Τούρκους μετά την ήττα τους στον Άη Βλάση και τις βαρύτατες απώλειές τους. Με επικεφαλής τον Ισμαήλ Πλιάσα, έφτασαν στο Βραχώρι (Αγρίνιο). Υπήρχε όμως πάντα το πρόβλημα της διάβασης του Αχελώου, ο οποίος τον χειμώνα γίνεται σχεδόν αδιάβατος. Τότε ο Γώγος Μπακόλας, που είχε πλέον πάει με το μέρος των Τούρκων μετά τα όσα έγιναν στη μάχη του Πέτα, τους υπέδειξε να περάσουν από το ποτάμι της Λεπενούς. Και από εκεί η διάβαση όμως, δεν ήταν εύκολη. Οι Τούρκοι ξεκίνησαν στις 28 Ιανουαρίου από το Βραχώρι. Το ποτάμι της Λεπενούς, είχε πολλή λάσπη και τα νερά του ήταν ορμητικά. Τότε, οι επιδεξιότεροι και τολμηρότεροι καβαλάρηδες, έβαλαν τ’ άλογά τους ακίνητα σε τρεις σειρές μέσα στο ποτάμι, ώστε να κόψουν την ορμή του και οι στρατιώτες άρχισαν να περνούν από μπροστά τους αφού κρέμασαν τις φυσιγγιοθήκες στον λαιμό τους και σήκωναν με τα χέρια τα ντουφέκια τους ψηλά, πάνω από τα κεφάλια τους. Τα νερά του ποταμού όμως ήταν τόσο ορμητικά που παρέσυραν πολλούς καβαλάρηδες και άλογα.
Στην απέναντι όχθη του ποταμού, βρίσκονταν λίγοι Έλληνες που άρχισαν να πυροβολούν τους Τούρκους που τρόμαξαν νομίζοντας ότι καταφθάνουν ισχυρές ελληνικές δυνάμεις. Πραγματικά, είχαν σταλεί αρκετοί στρατιώτες για να περιμένουν τους Τούρκους στην όχθη του ποταμού, αλλά οι (αναμενόμενες και γνωστές…) διαφωνίες των αρχηγών τους, είχαν σαν αποτέλεσμα να μείνουν στις Φυτείες (που τότε και ως το 1954 λεγόταν Μαχαλάς έτσι άλλωστε αναφέρονται στις πηγές) και ν’ αφήσουν το πέρασμα ελεύθερο. Ο (Αιτωλοακαρνάνας) Σπυρίδων Τρικούπης, άριστος γνώστης της περιοχής, γράφει σχετικά:
«Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι, αν είχε πιαστεί η όχθη θα εξολοθρεύονταν (ενν. οι Τούρκοι) ολοκληρωτικά. Αρκεί να σκεφθεί κανείς πως, αν και δεν ενοχλήθηκαν από τους Έλληνες, περισσότεροι από 500 Τούρκοι πνίγηκαν καθώς επιχειρούσαν να περάσουν το ποτάμι. Όσοι σώθηκαν, ξενύχτησαν στην απέναντι ξηρά μισοπνιγμένοι, κατάκοποι και χωρίς τρόφιμα. Ο τρόμος τους ήταν τόσο μεγάλος ώστε, όταν άκουσαν τη νύχτα το δυνατό θρόισμα των φύλλων των δέντρων εξαιτίας του ξαφνικού ανέμου, νόμισαν ότι έρχονταν οι εχθροί. Έπεσαν τότε όλοι κάτω και άπλωναν τα χέρια ικετευτικά φωνάζοντας «αμάν, αμάν».
Τελικά, την επόμενη μέρα κατάφεραν να φτάσουν στον Κραβασαρά (Αμφιλοχία) κι από εκεί με πλοία στην Πρέβεζα όπου έφτασαν στις 8 Φεβρουαρίου. Αυτό ήταν το τέλος της εκστρατείας στη Δυτική Ελλάδα όπου ντροπιάστηκαν οι πιο ονομαστοί Αλβανοί. Από τους 11.000 στρατιώτες που πήραν μέρος στην εκστρατεία πολλοί σκοτώθηκαν.
Αλλά και όσοι γλίτωσαν, ήταν σε άθλια κατάσταση και σώθηκαν χάρη στην ασυμφωνία των Ελλήνων οπλαρχηγών.
Ο διάβολος… που έγινε άγγελος
Στο μεταξύ ο Καραϊσκάκης, «νικητής και τροπαιούχος επιστρέφει εις την θέσιν του λαβών και 11 (καν 13) κεφαλάς Τούρκων, έβαλε ταις έγδαραν και τις έστειλε τον Κιουταχήν» (Ν. Κασομούλης, «Ενθυμήματα»). Ο Γ. Βλαχογιάννης, θεωρεί ότι τα κεφάλια των Τούρκων στάλθηκαν στον Χουρσίτ πασά. Ο Καραϊσκάκης ήθελε μ’ αυτό τον υποκριτικό τρόπο, να δείξει πώς ο ίδιος τιμωρεί τους λιποτάκτες, που με την φυγή τους από το Μεσολόγγι, ντρόπιασαν την τιμή του τουρκικού στρατού! Ο Κιουταχής κατάλαβε την κοροϊδία, αλλά είχε ν’ αντιμετωπίσει πολλά και σοβαρά προβλήματα και δεν αντέδρασε.
«Πλην πλάγια έλεγε (για τον Καραϊσκάκη) ότι μέλλει μία φοράν να πληρώσει» (Ν. Κασομούλης).
Η νίκη του Καραϊσκάκη στο Σοβολάκο, ήταν καθοριστική Αφενός για το κύρος του, αφετέρου για τη στάση του απέναντι στην Επανάσταση. «Η φήμη διέσπειρεν παντού ότι όταν ήλθε η ώρα ο Καραϊσκάκης έριξεν το προσωπείον και προσωπικώς κινδυνεύσας αφάνισε τους εχθρούς».
Είναι χαρακτηριστική η απάντηση που έδωσε σε απεσταλμένο των Τούρκων λίγους μήνες αργότερα: «Αυτουνούς όπου αιχματωτίσετε ήτον ειδικοί σας, ήτον Τούρκοι, ήταν Εβραίοι, διότι ραγιάς αυτό θα ειπεί. Ιδού οι Έλληνες!», εννοώντας τους συμπολεμιστές του και όσους ξεσηκώθηκαν κατά των εχθρών.
Βέβαια, αργότερα οι συνθήκες τον ανάγκασαν να ταχθεί με το μέρος της Κυβέρνησης και εναντίον του Κολοκοτρώνη και των προκρίτων της Β. Πελοποννήσου στον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο. Η ενέργεια των στρατιωτών του, να μπουν στο αρχοντικό του Ανδρέα Ζαΐμη στην Κερπινή των Καλαβρύτων και να κρεμάσουν τα εσώρουχα της συζύγου του περιφέροντάς τα ως τρόπαια, ήταν απαράδεκτη κι επαίσχυντη. Παρ’ όλα αυτά, το 1826 ο καλοκάγαθος Ζαΐμης συναίνεσε να δοθεί η αρχιστρατηγία της Ρούμελης στον Καραϊσκάκη.
«Η πατρίς από μας γυρεύει σήμερα να μονοιάσουμε», είπε ο Ζαΐμης στον έκπληκτο Καραϊσκάκη, αναθέτοντάς του την αρχιστρατηγία. Ο Καραϊσκάκης τον αγκάλιασε συγκινημένος. Ο Υδραίος πλοιοκτήτης Βουδούρης (ή Μπουντούρης) που ήταν παρών είπε: «Καραϊσκάκη, δεν έχεις κάνει μέχρι τώρα το χρέος προς την πατρίδα, ο Θεός να σε φωτίσει να το κάνεις από δω και μπρος». «Δεν τ’ αρνούμαι. Όταν θέλω γίνομαι άγγελος, κι όταν πάλι θέλω γίνομαι διάβολος. Από δω και πέρα έχω σκοπό να γίνω άγγελος», είπε ο Καραϊσκάκης. Λίγο καιρό αργότερα, συνέτριψε τους Τούρκους στην Αράχωβα. Μετά τη νίκη του αυτή, η φήμη του απλώθηκε σ’ όλη την Ευρώπη, ενώ ένας Γάλλος ζαχαροπλάστης έδωσε σ’ ένα γλυκό που παρασκεύασε το όνομά του.
Αυτή είναι η ιστορία της περίφημης φράσης για άγγελο και διάβολο από τον Καραϊσκάκη. Κάποιοι την αμφισβητούν, ενώ κάποιοι άλλοι, όπως ο καθηγητής κύριος Θάνος Βερέμης στην πρόσφατη συνέντευξη του στον Δημήτρη Δανίκα στο «Πρώτο Θέμα», που σωστά επισημαίνει ότι ο Καραϊσκάκης αρχικά νοιαζόταν μόνο για το αρματολίκι του, ισχυρίζονται ότι ειπώθηκε από τον Καραϊσκάκη προς τον εαυτό του: «Γιωργάκη (!), μέχρι τώρα ήσουν διάβολος, τώρα πρέπει να γίνεις άγγλος». «Προς το τέλος», λέει ο κύριος Βερέμης. Ποιο τέλος ακριβώς; Η φράση ειπώθηκε το 1826, αλλά δυστυχώς ένα χρόνο αργότερα ο Καραϊσκάκης σκοτώθηκε στο Φάληρο κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες…
Πηγές: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ» τ. ΙΒ ,ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ,
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Α. ΚΟΚΚΙΝΟΣ, «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ», τ.3 , 6η ΕΚΔΟΣΗ, Εκδόσεις «ΜΕΛΙΣΣΑ».
ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΤΡΙΚΟΥΠΗ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ – Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ, 1993
ΣΑΡΑΝΤΟΣ ΚΑΡΓΑΚΟΣ, «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ», Γ’ ΜΕΡΟΣ.