Κατ’ αρχάς, εν είδει προλόγου, θα προβούμε σε σύντομη ανασκόπηση της ιστορίας του Ιταλικού Φιλελληνισμού, κατά τον αγώνα της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας, πριν προχωρήσουμε στην διαπραγμάτευση του κυρίου θέματός μας.
Δημοσιεύθηκε: 2 Δεκ 2019
Γράφει ο Ιωάννης Κατσαβός
Ανθυπασπιστής ΠΝ-Νοσηλευτής
Ερευνητής-Συγγραφέας της Νεότερης και σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας
Το Φιλελληνικό κίνημα εκδηλώθηκε ποικιλότροπα και ενεργά και στην Ιταλική Χερσόνησο, η οποία τότε -ως γνωστόν- διαμοιραζόταν σε κρατίδια, ενώ ένα μεγάλο μέρος κατεχόταν από του Αυστριακούς.
Η τυραννική Αυστριακή καταπίεση είχε προκαλέσει την αντίσταση των καρμπονάρων και της Ιταλικής διανοήσεως, η οποία εκδηλώθηκε με δύο επαναστάσεις το 1820 και το 1821, οι οποίες όμως καταπνίγηκαν στο αίμα από τους Αυστριακούς. Έτσι, Ιταλοί και Έλληνες πατριώτες, λογίζονταν συμμαχητές και η φιλελεύθερη ιδέα συνιστούσε ενωτική δύναμη και συνδετικό κρίκο μεταξύ τους.
Ακόμα και το κοινό στοιχείο της Χριστιανικής θρησκείας των δύο λαών, Ελληνικού και Ιταλικού, θεωρήθηκε ως ένα από τα αίτια της αναπτύξεως του Ιταλικού Φιλελληνισμού.
Επίσης, τόσον η εγγύς εκτεινόμενη Ιταλική Χερσόνησος, όσον και η μακραίωνα παράδοση μεταξύ των δύο λαών, ενστάλαξαν στο πνεύμα του Ιταλικού λαού την άμεση ανάγκη συμπαραστάσεως στον δεινώς χειματιζόμενο αντίστοιχο Ελληνικό.
Τέλος, σημαντικό παράγοντα ανθήσεως του Ιταλικού Φιλελληνισμού αποτέλεσαν και οι ακμάζουσες Ελληνικές παροικίες, οι οποίες είχαν ιδρυθεί στην Ιταλική Χερσόνησο σταδιακά κυρίως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, όπως στην Βενετία, στο Λιβόρνο, στην Πίζα, στην Τεργέστη, στη Νεάπολη, στην Πάδοβα και αλλού.
Η συντριπτική πλειοψηφία των Ιταλών Φιλελλήνων, ανεξαρτήτως των λόγων που τους παρώθησαν να έλθουν στην Ελλάδα και παρά τα σοβαρότατα προβλήματα προσαρμογής που αντιμετώπισαν, καθώς και την επιφυλακτική έως εχθρική στάση που ενίοτε συνάντησαν, δόθηκαν ολόψυχα στους σκοπούς του ιερού αγώνος. Από τους 137 Ιταλούς εθελοντές, 42 θυσιάστηκαν για την ανεξαρτησία της πατρίδας μας, ενώ αρκετοί, υπέρ τους 20, μετά την απελευθέρωση έμειναν εδώ και άφησαν την τελευταία τους πνοή στην Ελλάδα, τη νέα πατρίδα τους.
Ας παρακολουθήσουμε τώρα τη συμμετοχή Ιταλών Φιλελλήνων στις πολιορκίες του Μεσολογγίου, οι οποίες αποτέλεσαν μια από τις πιο λαμπρές σελίδες της νεότερης ιστορίας μας και συνέβαλαν καθοριστικά στην αίσια έκβαση του ιερού Αγώνος της φυλής.
Αρχές του καλοκαιριού του 1821 θα αποβιβασθεί στην Καλαμάτα μεταξύ άλλων και ο Ιταλός Αξιωματικός Μπρεντζέρι (Brengeri). Παρέμεινε στην Ελλάδα μέχρι τις αρχές του 1823 και θα συγγράψει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο υπό τον τίτλο «Περιπέτειες ενός Ξένου στην Ελλάδα» Λονδίνο, Νοέμβριος 1826 (Adventures of a foreigner in Greece, London Magazine Nov. 1826). Μας παρέχει πολύτιμες πληροφορίες και σχόλια, ως αυτόπτης μάρτυρας, εκτός των άλλων, και για την Α’ πολιορκία του Μεσολογγίου, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1822.
Παρεντίθεται εδώ, ότι στην επιχείρηση αυτή, το Μεσολόγγι είχε χρησιμοποιηθεί αρχικά το τελευταίο 10ήμερο Μάη 1822 ως βάσις εξορμήσεως τόσον του τακτικού σώματος υπό τον Ιταλό Φιλέλληνα Αντ/ρχη Πιέτρο Ταρέλλα, όσον και της Διλοχίας των Φιλελλήνων με διοικητή του ενός Λόχου τον επίσης Ιταλό Αντ/ρχη Αντρέα Ντάνια.
Μετά τη συντριβή στο Πέτα, όπου και οι δύο διαπρεπείς Αξιωματικοί προμαχούντες εφονεύθησαν, όπως και 16 άλλοι Ιταλοί πατριώτες έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι ή αιχμαλωτισθέντες εσφαγιάσθησαν, η περιοχή Μεσολογγίου-Αιτωλικού απετέλεσε το φιλόστοργο καταφύγιο των διασωθέντων.
Επανερχόμενοι στον Μπρεντζέρι ας δούμε ορισμένες χαρακτηριστικές περικοπές από την απόκρουση της εφόδου των Αλβανών τη νύχτα των Χριστουγέννων 1822, όπως τις αφηγείται:
Την ορισμένη νύκτα, ο Μαυροκορδάτος έδωσε εντολή να βρεθούν όλοι στα πόστα τους. Ήταν τέσσερις μετά τα μεσάνυχτα. Δεν ακουγόταν τίποτα, ούτε βρόντος του εχθρικού κανονιού, όπως γινόταν κάθε βράδυ. Δεν ξέραμε τι να υποθέσουμε, όταν ξαφνικά ακούσαμε φοβερές κραυγές κι όλα τα εχθρικά κανόνια άρχισαν ομαδικό βομβαρδισμό.
Τρέξαμε στο σημείο απ’ όπου ακούγονταν οι κραυγές. Οχτακόσιοι Αλβανοί είχαν ζυγώσει απαρατήρητοι την τάφρο κι ένας θαρραλέος σημαιοφόρος την υπερπήδησε. Σκαρφάλωσε στο τείχος δύο φορές, στερέωσε τη σημαία, άνοιξε μία δίοδο και σκότωσε δύο σκοπούς. Αν οι Αλβανοί κρατούσαν σιωπή και οι εχθρικές πυροβολαρχίες δεν άρχιζαν πρόωρα τον βομβαρδισμό, οι Τούρκοι θα έμπαιναν στο Μεσολόγγι. Πίσω από τους 800, άλλοι 1000 ήταν έτοιμοι να ορμήσουν στο ρήγμα. Οι Έλληνες πίστευαν πως η έφοδος δεν θα γινόταν εκείνη τη νύχτα, καθώς άρχιζε να ξημερώνει.
Ολόκληρη η δύναμή μας κινήθηκε προς το σημείο εισβολής. Ο σημαιοφόρος είχε πληγωθεί θανάσιμα. Οι Αλβανοί, που έπρεπε να αναρριχηθούν στα τείχη, ήταν ελαφρά αρματωμένοι με σπαθιά και πιστόλες. Κάθε στρατιώτης κουβαλούσε ένα δεμάτι ξύλα και άλλα υλικά και τα έριχνε στην πλημμυρισμένη από τις βροχές τάφρο για να γεμίσει και να δημιουργηθεί πέρασμα.
Άρχισε μάχη σώμα με σώμα. Οι Αλβανοί αντιμετώπιζαν μεγάλες δυσκολίες. Εξαιτίας της βροχής δεν έβρισκαν σταθερό σημείο να πατήσουν και έτσι, ύστερα από ανώφελες προσπάθειες, αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τον αγώνα.Μόλις τους απωθήσαμε προς την τάφρο, αρχίσαμε καταστροφικά πυρά. Μεγάλος αριθμός Αλβανών σκοτώθηκε, καθώς προσπαθούσε να περάσει στην αντικρινή πλευρά της τάφρου. Τα στρατεύματα που υποστήριζαν την έφοδο δεν μπόρεσαν να πυροβολήσουν εναντίον μας, γιατί θα κτυπούσαν τους δικούς τους. Αντίθετα, τα δικά μας πυρά ήταν φονικά και για τους δύο. Και μόλο που τα κανόνια τους βομβάρδιζαν αδιάκοπα, δεν είχαμε ούτε μια απώλεια. Ο εχθρός άφησε στο πεδίο της μάχης 600 νεκρούς και 200 τραυματίες. Από τους δικούς μας σκοτώθηκαν δύο και αυτοί γιατί παραμέλησαν το καθήκον τους.
Την περίλαμπρη ελληνική νίκη έψαλε και ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός στον «Υμνον εις την Ελευθερίαν», αφιερώνοντας τις στροφές 88-122:
«Πήγες εις το Μεσολόγγι
Την ημέρα του Χριστού
Μέρα που άνθισαν οι λόγγοι
Για το Τέκνον του θεού».
Σημαντική επίσης ήταν και η παρουσία του Ιταλού Σιούτο Νικολό (Sciutto Nicolo), κατά την Α’ πολιορκία, στον κατά θάλασσα αγώνα.
Ήταν από τη Γένοβα. Είχε υπηρετήσει στον Αλή Πασά των Ιωαννίνων, μετά την εκμηδένιση του οποίου κατέβηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα, κατά το 1822. Έμπειρος ναυτικός αγωνίστηκε σ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας. Περί τα τέλη Οκτωβρίου 1822 συναντάται στο Μεσολόγγι και παίρνει ενεργό μέρος κατά την Α’ πολιορκία. Τότε, κατά πιστοποίηση του Αλέξ. Μαυροκορδάτου, ο Σιούτο φάνηκε ωφέλιμος στην πατρίδα συμμετέχοντας «με τα πλοία του εις καταδρομήν με άδειαν της τοπικής Διοίκησης της Δ. Ελλάδος», κατά την οποία «εφάνη ο αξιότερος των λοιπών καταδρομέων». Την προσφορά του Σιούτο πιστοποιεί και ο Νότης Μπότσαρης, επισημαίνοντας ότι «και με το ίδίον του άτομον θυσίαν επρόσφερε προς την ρηθείσαν πόλιν» και ακόμη ο Νικήτας Σταματελόπουλος, πιστοποιώντας ότι ο Σιούτο βρέθηκε από την αρχή «του υπέρ της ελευθερίας αγώνος εις την Δυτικήν Ελλάδα, προμηθεύοντας, επί πλέον, κατά καιρούς, χρήματα, τροφές και άλλα αναγκαία».
Αργότερα, μαρτυρείται διορισμένος από την κεντρική Διοίκηση στον αποκλεισμό των Μοθωνοκόρωνων και στα Καποδιστριακά χρόνια, τον Φεβρουάριο 1828 βρίσκεται στην Αίγινα, απευθύνοντας επιστολή στον Κυβερνήτη με τα αποδεικτικά των υπηρεσιών του στο Μεσολόγγι. Μετά την απελευθέρωση παντρεύτηκε Ελληνίδα και παρέμεινε στην Ελλάδα, πέθανε δε τον Σεπτέμβριο 1839 στο Ναύπλιο με το βαθμό του Λοχαγού της φάλαγγας.
Θα ακολουθήσει η Β’ πολιορκία της περιοχής του Μεσολογγίου το 2ο εξάμηνο του 1823, από τις Δυνάμεις του Μουσταή Πασά της Σκόρδας, όπου επισημαίνονται τα ίχνη του Πιέτρο Καρλίνο (Pietro Carlino) και του Φόρτι (Forti).
Ο Καρλίνο από τη Γένοβα, διηύθυνε υποτυπώδες φαρμακείο (σπετσαρία) στο Μεσολόγγι και πέθανε εκεί πριν από την τελευταία πολιορκία, προφανώς από τις κακουχίες ή και από ασθένεια.
Ο Φόρτι από τη Λομβαρδία, έλαβε μέρος στη Μάχη του Πέτα στις 4 Ιουλίου 1822, διασώθηκε και κατέφυγε στο Μεσολόγγι, όπου πέθανε από ασθένεια περί τα τέλη Μαΐου 1824.
Εν συνεχεία και στις 24 Δεκεμβρίου του 1823 -είχε ήδη λυθεί η πολιορκία- αποβιβάζεται στο Μεσολόγγι προερχόμενος από την Κεφαλλονιά ο Λόρδος Βύρων με την ακολουθία του, η οποία περιλάμβανε και τους Ιταλούς, Κόμητα Πιέτρο Γκάμπα (Pietro Gamba) από τη Ραβέννα ως γραμματέα και υπασπιστή του, καθώς και τον Ιατρό Φραντζέσκο Μπρούνο (Francesco Bruno) από τη Σαρδηνία.
Ο Γκάμπα κατά την παραμονή στο Μεσολόγγι συνόδευσε τον Λόρδο Βύρωνα στις καθημερινές δραστηριότητές του, φέροντας το βαθμό του Αντισυνταγματάρχου και μετά τον θάνατο του ποιητού στις 7 Απριλίου 1824, μετέφερε στην Αγγλία τη σορό του.
Το 1825 στις αρχές Απριλίου επέστρεψε στην Ελλάδα αντιπρόσωπος των Άγγλων τραπεζιτών Ρικάρντο, που είχαν χορηγήσει τα γνωστά επαχθή δάνεια στην Ελλάδα. Τελικά, τον Μάιο 1827 αρρώστησε και πέθανε στα Μέθανα. Η σημαντική προσφορά του Γκάμπα είναι το αξιόλογο βιβλίο του «Περιγραφή του τελευταίου ταξιδιού του Λόρδου Βύρωνα στην Ελλάδα», (Λονδίνο Ιαν. 1825) (Anarrative of Lord Byron’s last journey to Greece, London 1825), στο οποίο περιλαμβάνονται εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και αυθεντικές πληροφορίες για τη ζωή στο Μεσολόγγι κατά το 1ο τετράμηνο του 1824. (Ελλ. Χρονικά – Σουλιώτες- Στάνχοπ).
Ο γιατρός Μπρούνο, μετά το θάνατο του ποιητού, έφυγε για την Αγγλία, αλλά αργότερα ξαναγύρισε στην Ελλάδα με το ατμοκίνητο «Καρτερία» για να αποβιώσει στο Ανάπλι κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Είχε εκδώσει κείμενο με χρήσιμες οδηγίες υγιεινής για τους στρατιώτες.
Στη τελευταία πολιορκία του Μεσολογγίου, 15 Απριλίου 1825 – 10 Απριλίου 1826, σημαντική δράση αναπτύσσουν οι αξιόλογοι Ιταλοί Φιλέλληνες, Ραζιέρι (Rasieri) , Πασκουάλε Τζιακομούτζι (Pasquale Giaccomuzzi) και Βιντσέντσο (Vincenzo).
Ο Ραζιέρι από το Πεδεμόντιο, είχε σπουδάσει οχυρωματοποιός και νεότατος έφθασε στο Μεσολόγγι αρχές Μαΐου 1825. Συνεργάσθηκε αποδοτικά με τον επιβλέποντα την οχύρωση του φρουρίου φραγκοσπουδαγμένου Έλληνα Μιχαήλ Κοκκίνη και χάριν στις συμβουλές του, τόσο για την επέκταση των πυργωμάτων, όσο και για το κλείσιμο παλαιών ή το άνοιγμα νέων κανονοθυρίδων, οι πολιορκούμενοι απέκρουαν ευχερέστερα τις Τουρκικές επιθέσεις. Ατυχώς, ο Ραζιέρι συμμετάσχων εθελοντικά, παρά τις αντίθετες συμβουλές Ελλήνων οπλαρχηγών, σε νυκτερινή επίθεση της φρουράς εκτός τειχών στις 20 Ιουνίου Ι825 έπεσε μαχόμενος, ενώ κατ’ άλλη εκδοχή επιστρέφοντας στα τείχη με έναν Γερμανό φιλέλληνα και αγνοώντας την Ελληνική γλώσσα και συνεπώς το παρασύνθημα, εφονεύθησαν από φίλια πυρά. Το θάνατο των δύο φιλελλήνων έκλαυσαν «ουκ ολίγον» οι υπερασπιστές του Μεσολογγίου, όπως περιγράφει ο Χειμαρριώτης Σπυρομήλιος. Ο Τζιακομούτζι από το Καστελνόβο της Σαρδηνίας, παλαίμαχος των Ναπολεόντειων Πολέμων, είχε χρηματίσει υπαξιωματικός πυροβολικού στο Πεδεμόντιο. Ήλθε στην Ελλάδα στις αρχές Ιουλίου 1825 και τον Αύγουστο κατατάχθηκε στο Τακτικό Σώμα του Φαβιέρου ως Υπολοχαγός.
Εν συνεχεία,τον εντοπίζουμε στο Μεσολόγγι αρχές Σεπτεμβρίου 1825. Διετέλεσε αρχικά αρχιπυροβολητής κανονιοστασίου με 9 πυροβολητές και 5 πυροβόλα και αργότερα στην οχυρωμένη νησίδα τον Βασιλαδιού, στο κλειδί της λιμνοθάλασσας τον Μεσολογγίου, κατά την πτώση της οποίας στις 23-24 Φεβρουαρίου 1826, διασώθηκε κολυμπώντας, ενώ την ίδια αγαθή τύχη είχε και κατά την Έξοδο της Φρουράς στις 10 Απριλίου 1826. Ακολούθως, ο Τζιακομούτζι, επανήλθε στο Τακτικό Σώμα υπό τον Φαβιέρο και πήρε μέρος στις μάχες Χαϊδαρίου και Ακροπόλεως.
Τον Οκτώβριο 1827 προήχθη επισήμως σε Λοχαγό, συνεχίζοντας την προσφορά των υπηρεσιών του.
Μετά την απελευθέρωση παρέμεινε στην Ελλάδα και πέθανε στο Ναύπλιο τον Ιανουάριο 1845.
Το Μεσολόγγι τίμησε τους Ιταλούς Φιλέλληνες, δίδοντας το όνομά τους σε δρόμους της πόλεως.
Ο Βιντσέντσο, τέλος υπηρετώντας ως πυροβολιστής στο προωθημένο κανονιοστάσιο του Κοραή, είχε την ατυχία να σκοτωθεί αρχές Αυγούστου 1825.
Εκτός όμως από την κατηγορία των Ιταλών Φιλελλήνων που αναφέραμε, υπήρξαν όμως και αρκετοί φιλεύσπλαχνοι Ιταλοί αξιωματικοί που υπηρετούσαν στο στρατό του Ιμπραήμ, όπως ο Τζιοβάνι Ρομέι (Giovani Romei) που εξαγόρασε την Αναστασία Μπαμπούρη από το Αιτωλικό. Επίσης και ένα βρέφος, για έξι γρόσια, από ένα Άραβα ο οποίος ήθελε να το σκοτώσει. Για να ολοκληρώσει το καλό που έκανε, εξαγόρασε ταυτόχρονα και δύο μεσόκοπες γυναίκες και τους έδωσε το μωρό, μαζί με μια κατσίκα, για να μπορέσουν να το αναθρέψουν. Ακόμη ένας άλλος ο Αλμπερτίνι (Albertini) πλήρωσε 2.000 γρόσια για να σώσει μια όμορφη Μεσολογγίτισσα, τη Μαρία Βαρβεράκαινα μαζί με τη μητέρα της Δημητράκαινα. Στο καράβι που μπήκε με τις δύο γυναίκες από την Πάτρα προς τη Μεθώνη, ο γιος του καπετάνιου ερωτεύτηκε τη Μαρία. Ο καπετάνιος την ζήτησε από τον Ιταλό αξιωματικό και αυτός του την έδωσε, αφού υπέγραψαν σχετικό συμφωνητικό. Η συνέχεια είναι άγνωστη.
Κατά την τελευταία πολιορκία του Μεσολογγίου και τη δεύτερη περίοδο των επιχειρήσεων (12 Δεκεμβρίου 1825 — 10 Απριλίου 1826), συνέπραξαν ως γνωστόν με τις ορδές του Τούρκου σερασκέρη πασά Ρεσίτ (Κιουταχή) και τα στρατεύματα του Αιγυπτίου Ιμπραήμ πασά. Σε αυτά μετείχε μικρό υγειονομικό σώμα, επανδρωμένο από μισθοφόρους κυρίως νεαρούς Ιταλούς γιατρούς, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και ο Αλφόνσο Νούτσο Μάουρο. Ο Μάουρο παρακολούθησε από κοντά την εξέλιξη της πολιορκίας και ιδίως την τελευταία φάση, την Έξοδο των πολιορκημένων, αλλά και τα διατρέξαντα μέσα στην πόλη και κατέγραψε με αρκετές λεπτομέρειες τα κυριότερα από τα συγκλονιστικά συμβάντα που υπέπεσαν στην αντίληψη του, όπως και αυτά που πληροφορήθηκε από αφηγήσεις αιχμαλώτων.
Κατόπιν, όταν επέστρεψε στην Ιταλία, εξέδωσε στη Νάπολη το 1830 συνοπτικό χρονικό ανωνύμως «ως αυτόπτης μάρτυρας» (restimonio oculare) στην ιταλική γλώσσα υπό τον τίτλον «Η καταστροφή του Μεσολογγίου», «Le Catastrofe di Mesolongi». Αργότερα κυκλοφόρησε επωνύμως στο Παρίσι, στη γαλλική γλώσσα, το χρονικό αυτό πιο διευρυμένο. Πρόκειται, γενικά, για ένα συγκινητικό και ευαίσθητο κείμενο, αλλά και ιστορικό ντοκουμέντο, που δημιουργεί την εντύπωση ότι ο Ιταλός γιατρός, αισθανόμενος προφανώς τύψεις για τη συμμετοχή του ως μισθοφόρος σε αυτήν την ανίερη εκστρατεία στο πλευρό των αλλοθρήσκων Οθωμανών και προσπαθώντας κατά κάποιον τρόπο να εξιλεωθεί, εξιστορεί με πόνο ψυχής τα τρομερά γεγονότα, των οποίων υπήρξε ακούσιος συνεργός και αυτόπτης μάρτυρας. Η ιταλική έκδοση του 1830, κατά το μέρος που αφορά την «Καταστροφή του Μεσολογγίου», δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά μεταφρασμένη αυτοτελώς και χωρίς περικοπές, με τις απαραίτητες διευκρινιστικές υποσημειώσεις. Τέλος, αυθεντικό αντίγραφο της παραπάνω σπάνιας έκδοσης φυλάσσεται στην «Πινακοθήκη Σύγχρονης Τέχνης Αιτωλοακαρνανίας» στην Ιερή Πόλη του Μεσολογγίου.
Βιβλιογραφία:
- Άννινος Μπάμπης: ΟΙ ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ 1821, Αθήναι 1925.
- Εκδοτική Αθηνών: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, Τομ. ΙΓ, Αθήνα 1975.
- Ευαγγελάτος Χρήστος: ΟΙ ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ, Αθήναι 1938.
- Λουκάτος Σπύρος: Ο ΙΤΑΛΙΚΟΣ ΦΙΛΕΛΗΝΙΣΜΟΣ, Αθήνα 1996.
- Εγκυκλοπαίδεια ΔΑΝΔΡΑΚΗ.
- Εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ, Αθήνα 1992.
- Σιμόπουλος Κυριάκος: ΠΩΣ ΕΙΔΑΝ ΟΙ ΞΕΝΟΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ’21, Τομ. Α, Β, Γ, Δ, Ε Τετάρτη Έκδοση, Αθήνα 1999.
- Σπυρομήλιος: ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΤΗΣ Β’ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ, Αθήναι 1883.
- Κασομούλης Νικ.: ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ, Τομ. Α, Β, Γ, ΑΘήναι, 1939.
- Στρατιωτική Ιστορία (Σειρά Μεγάλες Μάχες), εκδόσεις Περισκόπιο, Οκτώβριος 2003.
iaitoloakarnania.gr