Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Νερού αναλύουμε το ρόλο που θα μπορούσαν να παίξουν στον ενεργειακό χάρτη της χώρας μας οι ανεκμετάλλευτοι υδάτινοι πόροι. Γιατί η Ελλάδα έμεινε πίσω και πως μπορεί να καλύψει το χαμένο έδαφος
«Ενεργειακά έργα απαραίτητα για τη χώρα» χαρακτηρίζει τα υδροηλεκτρικά φράγματα, ο Δημήτρης Κουτσογιάννης, Καθηγητής στην Υδρολογία και Ανάλυση Συστημάτων Υδραυλικών Έργων στο ΕΜΠ, μιλώντας στο NEWS247, καλώντας μας παράλληλα να αποβάλλουμε νοοτροπίες του παρελθόντος που κράτησαν πίσω αυτά τα έργα ζωτικής σημασίας για την κοινωνία και την οικονομία. Πού βρίσκεται όμως σήμερα η χώρα μας και γιατί δεν έχει αξιοποιήσει ενεργειακά τους φυσικούς πόρους που διαθέτει όπως θα μπορούσε και όπως έχουν κάνει άλλωστε πολλές προηγμένες χώρες του κόσμου;
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή γυρνώντας αρκετές δεκαετίες πίσω. Τη δεκαετία του ’60 η Ελλάδα ξεκίνησε να υλοποιεί μεγάλης κλίμακας υδροηλεκτρικά φράγματα που έβαζαν τη χώρα σε μια νέα εποχή. Συγκεκριμένα, το υδροηλεκτρικό φράγμα Κρεμαστών κατασκευάστηκε το 1966 και δημιούργησε την μεγαλύτερη τεχνητή λίμνη της χώρας. Σε αυτό το φράγμα υπάρχουν εγκατεστημένες τέσσερις μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με συνολική ισχύ 440 MW. Tο φράγμα στα Κρεμαστά έχει ύψος 153 μέτρα και σχηματίζει τεχνητή λίμνη 30.000 στρεμμάτων που μπορεί να χωρέσει 4,7 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα νερό.
Τρία χρόνια μετά κατασκευάστηκε το δεύτερο κατά σειρά φράγμα του Αχελώου αυτό του Καστρακίου με 95 μέτρα ύψος και 530 μέτρα μήκος, δημιουργώντας την ομώνυμη λίμνη. Το 1959 ολοκληρώνεται και το φράγμα του Ταυρωπού στην Καρδίτσα δημιουργώντας την τεχνητή λίμνη Πλαστήρα και το 1962 ξεκινά τη λειτουργία του το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο ισχύος 129,9 MWatt. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1989, δημιουργείται και πάλι στον Αχελώο το φράγμα του Στράτου με τέσσερις μονάδες ηλεκτρικής παραγωγής.
Και ενώ όλα έδειχναν πως μπορεί να δημιουργηθεί μια μεγάλη δυναμική, τα έργα αυτού του τύπου σταμάτησαν και έτσι η Ελλάδα σήμερα εκμεταλλεύεται ενεργειακά μόλις το 1/3 του δυναμικού της.»Ενώ οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες κατάφεραν να εκμεταλλευτούν τους υδάτινους πόρους τους στο 100% για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας εμείς μείναμε πίσω. Αρχικά η αιτία ήταν η οικονομική δυσπραγία της χώρας μας να πραγματοποιήσει έργα μεγάλης κλίμακας. Ωστόσο όταν αργότερα καταφέραμε στα οικονομικά να πάμε καλύτερα και πάλι δεν μπορέσαμε να προχωρήσουμε εξαιτίας κάποιων ιδεολογιών που εμφανίστηκαν εκφράζοντας περιβαλλοντικές ανησυχίες. Σεβαστές μεν αλλά δυστυχώς δεν βασίζονταν σε πραγματικούς λόγους αλλά σε ιδεολογικούς» αναφέρει ο κ. Κουτσογιάννης.
«Σήμερα είναι ένα μείγμα των παραπάνω λόγων αλλά και πάλι οι ιδεολογικοί είναι εκείνοι που επικρατούν» εκτιμά ο καθηγητής φέρνοντας ως τρανό παράδειγμα το φράγμα της Μεσοχώρας. Ένα φράγμα ανενεργό εδώ και 16 χρόνια, για το οποίο η ΔΕΗ έχει δαπανήσει για την κατασκευή του δεκάδες εκατομμύρια, ενώ η σημερινή αδράνειά του κάνει την επιχείρηση να χάνει 25 εκατομμύρια ευρώ ετησίως από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Πλέον, όλοι ελπίζουν πως σύντομα θα λειτουργήσει μιας και έχει αποσυνδεθεί πια από το «όραμα» της εκτροπής του Αχελώου προς όφελος του θεσσαλικού κάμπου.
Όσοι αντέδρασαν βέβαια έντονα τα προηγούμενα χρόνια δεν αντιδρούσαν για την την παραγωγή ενέργειας που είναι καθαρή, ανανεώσιμη και ανεξάντλητη αλλά τόνιζαν τα μειονεκτήματα των φραγμάτων από την άποψη ότι η ελάχιστη ροή των ποταμών μετά το φράγμα δημιουργούσε τεράστια προβλήματα στο οικοσύστημα στις όχθες του ποταμού, καθώς επίσης τα ψάρια δεν μπορούσαν να φτάσουν στις πηγές των ποταμών για να πολλαπλασιαστούν. Επιπρόσθετα, για τη δημιουργία των φραγμάτων μια τεράστια περιοχή χρειαζόταν να πλημμυρίσει καταστρέφοντας καλλιεργήσιμες εκτάσεις και οικισμούς.
«Σαφώς και υπάρχουν προβλήματα» παραδέχεται ο κ. Κουτσογιάννης. «Όταν φτιάχνω το σπίτι μου καταστρέφω κάποιο περιβάλλον, αλλά δεν θα φτιάξω σπίτι; Δεν θα βάλω ρεύμα στο σπίτι μου; Δεν θα βάλω νερό; Από πού θα το βρω; Για να έχουμε εμείς στην Αθήνα νερό, υπάρχουν τρία φράγματα και μεταφέρουμε νερό από εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Τι να κάνουμε; Δε θα έπρεπε να πίνουμε νερό;» αναρωτιέται.
Δεν είναι όμως όλα ρόδινα. Πολλά από τα έργα που αναφέραμε πιο πάνω κατασκευάστηκαν χωρίς κανέναν περιβαλλοντικό περιορισμό και μεγάλη προχειρότητα πράγμα που δεν αμφισβητεί ο καθηγητής.
Υπάρχουν όμως λύσεις για να μην διαταράσσεται το οικοσύστημα;
«Όταν αρχίσαμε να συζητάμε πραγματικά βρήκαμε λύσεις και έτσι τώρα από το φράγμα του Στράτου για παράδειγμα η ΔΕΗ είναι υποχρεωμένη να αφήνει 21 κυβικά μέτρα νερό ανά δευτερόλεπτο ώστε να υπάρχει πάντα ικανοποιητική ροή νερού και να μην διαταράσσεται το οικοσύστημα. Είναι άλλο αυτό και άλλο οι δηλώσεις που έχουν γίνει κατά καιρούς που λένε ότι πρέπει να γκρεμίσουμε τα φράγματα ή ότι δεν πρέπει να τα λειτουργούμε. Αυτά είναι παράλογα πράγματα. Και δυστυχώς ένα μέρος των συναδέλφων μου αντί να κοιτάζει την επιστήμη παρασύρθηκε από τις ιδεολογίες αυτές, οι οποίες μάλιστα αναπτύχθηκαν στο εξωτερικό και στηρίζοντας περισσότερο σε πεποιθήσεις παρά σε δεδομένα.»
Πως όμως σήμερα με την ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας και της επιστήμης και με την αιολική και ηλιακή ενέργεια να βρίσκονται στο προσκήνιο του ενδιαφέροντος εμείς συζητάμε για τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια; Δεν μοιάζει μια παρωχημένη κουβέντα; ρωτάμε τον κ. Κουτσογιάννη.
«Αν δεν έχουμε υδροηλεκτρικά δεν μπορούμε να έχουμε ενέργεια ούτε από ανανεώσιμες πηγές όπως από τον άνεμο και τον ήλιο. Γιατί ο αέρας φυσάει όποτε θέλει και ο ήλιος βγαίνει επίσης όποτε θέλει. Άρα έχουμε περιόδους με υπερπροσφορά και περιόδους με έλλειψη. Αυτή την κατάσταση με τα υδροηλεκτρικά μπορούμε να τη ρυθμίσουμε. Συγκεκριμένα, μπορούμε όταν έχουμε υπερπροσφορά να λειτουργούμε τα υδροηλεκτρικά «ανάποδα» να συγκεντρώνουμε νερό και έτσι να αποθηκεύουμε ενέργεια λειτουργώντας τα ως «μπαταρίες» και όταν έχουμε έλλειμμα τότε να τα λειτουργούμε κανονικά και παράγουμε ενέργεια. Αυτό δεν μπορεί να γίνει με άλλη τεχνολογία» μας εξηγεί.
Σήμερα όμως, με τη κατάσταση των δημόσιων οικονομικών να είναι προβληματική, μπορεί το κράτος να δημιουργήσει τέτοιου είδους εθνικές υποδομές;
Το παράδειγμα της Αιτωλοακαρνανίας
Ένας νομός που μπορεί να δείξει το δρόμο είναι η Αιτωλοακαρνανία καθώς διαθέτει ένα σύμπλεγμα φυσικών και τεχνητών λιμνών αλλά και τα ποτάμια που την διατρέχουν με προεξάρχοντα τον ποταμό Αχελώο. Ο Νοµός Αιτωλοακαρνανίας είναι ένας από τους πλουσιότερους από πλευράς φυσικού περιβάλλοντος και υδάτινου δυναμικού. Η σχέση του μάλιστα µε την παραγωγή ενέργειας δεν είναι πρόσφατη καθώς το υδάτινο δυναµικό του, το οποίο αποτελείται από οκτώ φυσικές λίµνες (µεταξύ των οποίων και η λίµνη Τριχωνίδα, µεγαλύτερη της χώρας) καθώς και ένα σηµαντικό αριθµό τεχνητών, δύο λιµνοθάλασσες και τρεις ποταµούς, τον κατέστησε ιδανικό για την ανάπτυξη υδροηλεκτρικών έργων, εδώ και δεκαετίες.
Με βάση τα παραπάνω, η Αιτωλοακαρνανία θα μπορούσε να βρίσκεται σε ιδιαίτερα προνομιακή θέση εξαιτίας του φυσικού της πλούτου, με ορθή αξιοποίηση των υδατικών πόρων. Αντ’ αυτού, συγκαταλέγεται ανάμεσα στους φτωχότερους Νομούς, πάσχει για δεκαετίες από ουσιαστικά έργα υποδομής, ενώ η διαχείριση των υδάτων είναι σχεδόν ανύπαρκτη, με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται σοβαρότατα προβλήματα ύδρευσης και άρδευσης και να χάνονται πολύτιμοι πόροι.
Πέρα από τις διαπιστώσεις όμως υπάρχει απάντηση άραγε στο ερώτημα που τέθηκε πιο πάνω; Σήμερα στο νομό αδειοδοτήθηκαν και θα κατασκευασθούν από ιδιωτική εταιρεία στα όρια του Δ. Αμφιλοχίας (α) ένα έργο το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως Στρατηγική Επένδυση και έχει ενταχθεί στις σχετικές διαδικασίες του Ν. 3894/2010, εγκατεστημένης ισχύος 496 MW. Το εν λόγω έργο εντάσσεται στο σχέδιο διασύνδεσης ηλεκτρικής ενέργειας Βορρά-Νότου στην κεντροανατολική και νοτιοανατολική Ευρώπη χαρακτηρισμένο ως Διάδρομος προτεραιότητας Βορρά-Νότου που αφορά στην ηλεκτρική ενέργεια βάσει του Ευρωπαϊκού Κανονισμού και β) ένα έργο της ίδιας εταιρείας 234 MW, τα οποία έρχονται να προστεθούν στο ήδη υπάρχον έργο στα Δαφνοζώναρα του ορεινού Βάλτου, ισχύος 60 περίπου MW.
Άρα, λοιπόν δραστηριότητα αρχίζει να εκδηλώνεται ξανά, αυτή τη φορά με ιδιωτική πρωτοβουλία και σε σαφώς μικρότερη κλίμακα. Για να μην προχωρήσουν όμως και αυτά χρειάζεται πάντα η συναίνεση της τοπικής κοινωνίας, η οποία τώρα δε μοιάζει να απολαμβάνει τα οφέλη. Εδώ είναι που ξεκινά η συζήτηση των αντισταθμιστικών μέτρων υπέρ των πολιτών.
«Στην Αιτωλοακαρνανία δεν είχε γίνει ως τώρα μια συνολική μελέτη διαχείρισης των υδάτων. Και αυτό γιατί ο νομός Αιτωλοακαρνανίας αποτελεί μία από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις στην πατρίδα μας , όπου παρουσιάζεται δεκαετίες τώρα μη ορθολογική διαχείριση του φυσικού πλούτου και κυρίως μη ορθολογική διαχείριση των υδάτινων πόρων του, γεγονός που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το περιβαλλοντικό και αναπτυξιακό μέλλον του τόπου» υποστηρίζει ο Περιφερειακός Σύμβουλος Δυτικής Ελλάδας, δικηγόρος στο επάγγελμα, Νεκτάριος Φαρμάκης, που με την εμπλοκή του με την τοπική αυτοδιοίκηση φιλοδοξεί να αλλάξει τα πράγματα, εξηγώντας πως αυτό που θα μετριάσει τις αντιδράσεις και θα κάνει τους πολίτες να καταλάβουν την αξία αυτών των έργων δεν είναι οι ρουσφετολογικού τύπου «τακτοποιήσεις» του παρελθόντος αλλά μια ειλικρινής κουβέντα για τα ανταποδοτικά οφέλη των τοπικών κοινωνιών.
Δεν μπορεί να αποφασίζει μια ομάδα τεχνοκρατών για τον τρόπο διαχείρισης των υδάτινων πόρων, χωρίς την ενεργή συμμετοχή του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου
«Ποια είναι η εικόνα σήμερα; H Αιτωλοακαρνανία είναι ίσως η μοναδική περιοχή στην Ευρώπη που μεταφέρει πλουτοπαραγωγικές πηγές στην εθνική οικονομία αλλά και στην ιδιωτική χωρίς να λαμβάνει αυτά που της αναλογούν. Θα πει εδώ κανείς ότι σύμφωνα με τις αρχές της Ευρωπαϊκής Οδηγίας πλαίσιο για τα νερά (2000/60/ΕΕ), το νερό είναι δημόσιο αγαθό και δεν ανήκει σε κανέναν ουσιαστικά. Ούτε στη ΔΕΗ ή σε ιδιώτες παραγωγούς ενέργειας αλλά ούτε και στην τοπική κοινωνία. Είναι ένα φυσικό αγαθό αλλά και ένα οικονομικό αγαθό διότι έχει ένα κόστος για να παραχθεί και να φτάσει μέχρι τον χρήστη-καταναλωτή. Ωστόσο, όλοι μπορούν να καταλάβουν ότι δεν μπορεί να αποφασίζει μια ομάδα τεχνοκρατών για τον τρόπο διαχείρισης των υδάτινων πόρων, χωρίς την ενεργή συμμετοχή του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου μέσα από οργανωμένους κοινωνικούς φορείς είτε μέσα από μεμονωμένα άτομα. Οι αποφάσεις δεν πρέπει να είναι τεχνοκρατικές απόλυτα, αφού έχουν κοινωνικές όψεις και δεν μπορούν να γίνονται ερήμην μιας οργανωμένης διαβούλευσης.» τονίζει ο κ.Φαρμάκης.
Τι ισχύει σήμερα
Ως προς το ρυθμιστικό πλαίσιο των ανταποδοτικών ωφελειών, έως σήμερα υπάρχει το Ειδικό Ανταποδοτικό Τέλος ΑΠΕ, που θεσμοθετήθηκε με το Ν. 4203/2013 και τη σχετική Κοινή Υπουργική Απόφαση στις 29/12/2014 και το οποίο αφορά σε περίπου 33 εκατ. ευρώ για τα έτη 2010-2014.Το 1% δικαιούνται οι κάτοικοι όπου βρίσκονται εγκατεστημένες οι ΑΠΕ, το 1,7% οι Δήμοι και το 0,3% το Πράσινο Ταμείο.
«Ωστόσο, κανείς δεν ξέρει τι γίνεται με την απόδοση σε οικιακούς καταναλωτές, αλλά και Δήμους, της παρακράτησης από παραγωγούς ΑΠΕ (Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας) που διαθέτουν αιολικά πάρκα και μικρά υδροηλεκτρικά στις συγκεκριμένες περιοχές. Ένα έσοδο, δηλαδή, που θεσμοθετήθηκε ως ανταποδοτικό όφελος για τους κατοίκους όπου λειτουργούν αιολικά πάρκα και μικρά υδροηλεκτρικά και θα περνούσε ως έκπτωση στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος έχει καταλήξει να αποτελεί ‘δυσφήμηση’ για τις επενδύσεις ΑΠΕ, με τους αποδέκτες να αμφιβάλουν πλέον εάν καταφέρουν να το εισπράξουν» σημειώνει ο κ.Φαρμάκης.
«Εκτός αυτού όμως, θέλω να πιστεύω ότι είναι θέμα χρόνου να λυθεί (αν και έχουν περάσει χρόνια αδράνειας), υπάρχει όμως και το ζήτημα της εξαίρεσης των μεγάλων ΥΗΣ (πάνω από 15 MW) από το ως άνω τέλος. Με τη συγκεκριμένη ρύθμιση παραβλέπεται η αρχή της τεχνολογικής ουδετερότητας, εξαιρώντας κάποιες τεχνολογίες στη βάση μη περιβαλλοντικών ή κοινωνικών κριτηρίων. Συγκεκριμένα, τα μικρά υδροηλεκτρικά αποδίδουν το ανταποδοτικό τέλος, ενώ εξαιρούνται τα μεγάλα υδροηλεκτρικά τα οποία είναι και τα πιο αποδοτικά, όπως πχ. στην περίπτωση του υδροηλεκτρικού των Κρεμαστών (Αχελώος) ή οι ΥΗΣ ιδιωτών στον Δ.Αμφιλοχίας. Η εν λόγω επισήμανση έχει απασχολήσει και την αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ύστερα από ερώτηση του Ευρωβουλευτή Γ. Γραμματικάκη στις αρχές του 2017. Όπως λοιπόν πολύ σωστά διαπιστώνεται: Είναι η διακριτική αυτή μεταχείριση των μεγάλων υδροηλεκτρικών σταθμών συμβατή με τους κανόνες για την αγορά ενέργειας; Αποτελεί η εξαίρεση των μεγάλων υδροηλεκτρικών έμμεση επιδότηση των ιδιοκτητών τους; Κι όλα αυτά εις βάρος των τοπικών κοινωνιών και της τοπικής οικονομίας;» αναρωτιέται και προσθέτει:
«Πάνω σε αυτό το ζήτημα δεν θα πρέπει να παραλείψω να προσθέσω και το ζήτημα του Τέλους Ανάπτυξης Βιομηχανικών Περιοχών Παραγωγής Ρεύματος (ποσοστό 0,4% επί του κύκλου εργασιών της ΔΕΗ), το οποίο νομοθετικά προορίζεται για τη χρηματοδότηση έργων υποδομής, ανάπτυξης και προστασίας του περιβάλλοντος σε περιοχές λειτουργίας εργοστασίων παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, ένα τέλος το οποίο προβλέφθηκε με το άρθρο 20 του Ν. 2446/1996 και που φυσικά ΟΥΔΕΠΟΤΕ αποδόθηκε.»
Η συζήτηση για τα ανταποδοτικά είναι τεράστια και οφείλει να ξανανοίξει με πρωτοβουλία τη Πολιτείας
Ο κ. Φαρμάκης εκφράζει την άποψη ότι η συζήτηση για τα ανταποδοτικά είναι τεράστια και οφείλει να ξανανοίξει με πρωτοβουλία τη Πολιτείας, ενώ σημειώνει ότι σύλλογοι και φορείς έχουν κάνει χρήσιμες προτάσεις, οι οποίες έχουν την στήριξη και του ΤΕΕ Αιτωλοακαρνανίας. Ενδεικτικά αναφέρει: Μείωση της τιμής του ρεύματος στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην περιοχή ,ανάληψη της ενεργειακής αναβάθμισης των δημοσίων κτιρίων ή και Δημοτικών κτηρίων κατά τα πρότυπα των προγραμμάτων ‘ESCO’ όπου η δαπάνη του έργου ενεργειακής αποκατάστασης των κτιρίων αποπληρώνεται προοδευτικά από την εξοικονόμηση κατανάλωσης ενέργειας, ανάληψη του κόστους ενεργειακής αναβάθμισης και συνεπώς οικονομίας του Δημόσιου Φωτισμού, παροχή σε τομείς όπως εκπαίδευση, υγεία και πολιτισμός εκ μέρους των ιδιοκτητών των ΥΗΣ κ.α.
«Είναι πραγματικά κρίμα, να έχεις στα χέρια σου πραγματικό πλούτο και να μην μπορείς να τον διαχειριστείς ούτε να κερδίσεις σαν χώρα από αυτόν. Μοιάζει κάπως με το να έχει η Ελλάδα τα πανέμορφα νησιά της και να μην τα αξιοποιεί τουριστικά», καταλήγει.
Όπως και να έχει, το σίγουρο είναι πως τα νερό θα βρίσκεται εκεί, θα ανανεώνεται συνεχώς και θα περιμένει τις πρωτοβουλίες ώστε να γίνει χρήσιμο για τις ανάγκες των σύγχρονων κοινωνιών. Και τελικά όπως είπε και ο κ.Κουτσογιάννης, ίσως για όλα να χρειάζεται μια αλλαγή νοοτροπίας. «Τουλάχιστον ας αρχίσουμε να συζητάμε περισσότερο για τα μεγάλα στρατηγικά έργα πνοής, που θα μείνουν παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές όταν πια η κρίση (θέλω να πιστεύω) θα αποτελεί μια κακή ανάμνηση».
news247.gr