Γράφει ο Δημήτρης Απ. Ρήτας*
«Τα δικαστήρια και οι δικαστές στην αρχαία Αθήνα», φέρει τον τίτλο άρθρο του Δημήτρη Απ. Ρήτα, που αναφέρεται στη λειτουργία της Ηλιαίας και στον ρόλο των ηλιαστών και στη διαδικασία της δίκης στην αρχαιότητα.
Τα δικαστήρια στην αρχαία Αθήνα λειτουργούσαν στον χώρο της αγοράς. Η Ηλιαία ήταν το κυριότερο δικαστήριο του αρχαίου Αθηναϊκού κράτους.
Οι Αθηναίοι ήταν χωρισμένοι σε 10 φυλές. Κάθε χρόνο κληρώνονταν 6.000 ηλιαστές, 600 από κάθε φυλή. Ηλιαστής είχε το δικαίωμα να γίνει οποιοσδήποτε πολίτης που είχε συμπληρώσει το 30 έτος της ηλικίας του, εφ’ όσον δεν είχε χρέη προς το δημόσιο και δεν ήταν άτιμος, δηλαδή δεν είχε στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα.
Οι ηλιαστές που θα δίκαζαν, οι ένορκοι δηλαδή, κληρώνονταν κάθε μέρα, πριν από την έναρξη της δίκης. Οι δίκες ολοκληρώνονταν αυθημερόν. Το δικαστήριο δίκαζε σε τμήματα των 201 ή 401 (για ιδιωτικες υποθέσεις) και 501 ή 1001 ή 1501 ( για δημόσιες υποθέσεις) δικαστών. Η Ηλιαία συνεδρίαζε όλες τις εργάσιμες ημέρες εκτός από τις τρεις τελευταίες ημέρες κάθε μήνα και τις ημέρες λειτουργίας της Εκκλησίας του Δήμου.
Δεν υπήρχαν δικηγόροι, οι διάδικοι αναλάμβαναν οι ίδιοι την υπεράσπισή τους με τη βοήθεια ενός μόνο φίλου ή συγγενούς. Πολλές φορές, ανέθεταν τη συγγραφή ενός λόγου για την αγόρευσή τους σ’ έναν επαγγελματία λογογράφο (π.χ. Ισοκράτης, Λυσίας κ.ά.).
Οι ηλιαστές ξεκινούσαν από τα χαράματα. Πρώτα έδιναν τα στοιχεία τους. Η ταυτότητα του καθενός ήταν μια πινακίδα χάλκινη, όπου αναγραφόταν το όνομά τους, το πατρώνυμο κι ο δήμος, στον οποίον ανήκε. Ο κατήγορος κι ο κατηγορούμενος δεν γνώριζαν από πριν τους δικαστές τους ούτε και την αίθουσα δικαστηρίου τους ως την ώρα εκδίκασης κι έτσι δεν ήταν δυνατόν να τους πλησιάσουν και να τους εξαγοράσουν. Οι δικαστές κάθονταν σε ξύλινους πάγκους ενώ σε χαμηλή έδρα στέκονταν ο προεδρεύων του δικαστηρίου, ένας από τους 9 άρχοντες. Οι αγορεύσεις διαρκούσαν 6 λεπτά, όσο διαρκούσε το νερό μέσα στην κλεψύδρα. Η κλεψύδρα ήταν υδραυλικό χρονόμετρο, ένα πήλινο δοχείο με νερό που άφηνε λίγο λίγο να τρέχει σ’ ένα άλλο χαμηλότερο τοποθετημένο αγγείο. Έτσι ο κατήγορος κι ο κατηγορούμενος είχαν την ευκαιρία και τον χρόνο να εκθέσουν τις απόψεις τους. Ίσχυε το: «Μηδενί δίκην δικάσης, πριν αμφοίν μύθον ακούσης»=να μη δικάσεις και καταδικάσεις κάποιον, προτού ακούσεις και τους δύο, δηλαδή τον κατήγορο και τον κατηγορούμενο. Το ρητό αυτό ισχύει και σήμερα και υπάρχει στην είσοδο κάθε δικαστικής αίθουσας σ’ όλα τα δικαστήρια της Ελλάδας.
Η ψηφοφορία ήταν μυστική. Κάθε δικαστής κρατούσε στα χέρια του δύο μικρούς χάλκινους δίσκους, τις ψήφους. Η διάτρητη ψήφος ήταν η καταδικαστική, ενώ η συμπαγής ήταν η αθωωτική. Στο τέλος της δίκης έριχνε την ψήφο της αρεσκείας του σε μια ψηφοδόχο κάλπη. Μετά γινόταν η καταμέτρηση των ψήφων και ανακοίνωναν την απόφαση που ήταν τελεσίδικη και δεν χωρούσε έφεση. Στην ισοψηφία ο κατηγορούμενος αθωώνονταν, γιατί θεωρούνταν ότι είχε “την ψήφο της Αθηνάς”.
Όταν ο κατήγορος κέρδιζε τη δίκη, δικαιούνταν μέρος της δημευμένης περιουσίας του κατηγορουμένου, αν όμως ο κατήγορος δεν έπαιρνε το 1/5 των ψήφων, τιμωρούνταν από το δικαστήριο και πλήρωνε πρόστιμο 1.000 νομίσματα ή κηρύσσονταν άτιμος. Το μέτρο αυτό έβαλε φρένο στη δικομανία των Αθηναίων.
Οι δικαστές δεν πληρώνονταν από την πολιτεία. Κατά τον Αριστοτέλη, ο Περικλής πρώτος καθόρισε μισθό, 2-3 οβολούς, για την ημερήσια δικαστική υπηρεσία τους. Μερικοί τον κατηγορούν γιατί αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα δικαστήρια να γίνουν χειρότερα, επειδή πάντοτε επιλέγονταν για δικαστική υπηρεσία τυχαίοι άνδρες και όχι οι πιο κατάλληλοι. Μετά από αυτά ξεκίνησε η δικαστική διαφθορά, αφού έκανε αρχή ο Άνυτος μετά την υπηρεσία του ως στρατηγός στην Πύλο. Δικάστηκε ως υπαίτιος της απώλειας της Πύλου, αλλά απαλλάχθηκε δωροδοκώντας τους δικαστές»
Υπενθυμίζεται ότι ο Άνυτος ήταν ένας από τους τρεις κατηγόρους του Σωκράτη. Ήταν πλούσιος βυρσοδέψης. Ο γιος του δεν ήθελε να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του. Γοητεύτηκε από τον Σωκράτη και τον ακολουθούσε, παρακολουθώντας τις διδασκαλίες του. Ο Άνυτος ήλθε σε σύγκρουση με τον Σωκράτη γι’ αυτόν τον λόγο. Έτσι, για να τον εκδικηθεί τον κατηγόρησε άδικα. Μετά τον θάνατο του Σωκράτη, οι Αθηναίοι κατάλαβαν το λάθος τους και εξόρισαν τον Άνυτο.
*Φιλόλογος-συγγραφέας-στιχουργός-Δ/ντής Περιφερειακού Θεάτρου Καρδίτσας
sinidisi.gr






















