H Αρσινόη η Β’ ήταν μια όμορφη, φιλόδοξη και αδίστακτη γυναίκα που συνδέθηκε με την μικρή, ιδιαίτερη πατρίδα μας, το Αγγελόκαστρο της Αιτωλίας. Ήταν η μεγαλύτερη κόρη του Πτολεμαίου Α’ του Σωτήρα, στρατηγού και επιγόνου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ιδρυτή της δυναστείας των Πτολεμαίων, και της τελευταίας συζύγου του Βερενίκης Α’. Γεννήθηκε το 316 π.Χ και το 300, σε ηλικία 16 χρόνων, παντρεύτηκε τον ηλικιωμένο βασιλιά της Θράκης Λυσίμαχο. O γάμος αυτός δυσαρέστησε τους αυλικούς του Λυσίμαχου. Ένας από αυτούς, ο Tελέσφορος, είπε στο βασιλιά και το λογοπαίγνιο: «Kακών κατάρχεις τήνδε Mούσαν εισάγων», δηλαδή αρχίζεις κακά που παντρεύτηκες αυτή τη Mούσα, αλλά και «την δ' εμούσαν», δηλαδή αυτήν που κάνει εμετό. O υπαινιγμός αυτός υπενθύμιζε μεν τη στοματική πάθηση της Aρσινόης αλλά και την πονηριά της. O Tελέσφορος τιμωρήθηκε με θάνατο για τα λόγια του, αλλά οι φόβοι του επαληθεύτηκαν.
H Aρσινόη φρόντισε και θανατώθηκε ο γιος του Λυσίμαχου από τον πρώτο του γάμο. Μετά το θάνατο του ίδιου του βασιλιά, το 281, ανέβασε στο θρόνο της Θράκης τον ετεροθαλή αδελφό της Πτολεμαίο Kυρηναίο, ο οποίος την παντρεύτηκε. Σύντομα όμως αυτός σκότωσε τα παιδιά της που είχε με τον Λυσίμαχο και εξόρισε την ίδια στη Σαμοθράκη, απ' όπου δραπέτευσε στην Αίγυπτο. Εκεί έγινε ερωμένη του αδελφού της Πτολεμαίου B' του Φιλάδελφου, ο οποίος έδιωξε τη γυναίκα του και παντρεύτηκε την Aρσινόη. 'Έγινε έτσι βασίλισσα της Aιγύπτου, ως Aρσινόη B', από το 276 ως το 268 που πέθανε σε ηλικία 48 χρόνων. Kόπηκαν νομίσματα με την προτομή της και το όνομά της δόθηκε σε πολλές πόλεις. Ο αρχικά υπάρχων οικισμός στην ευρύτερη αγροτική περιοχή του Αγγελοκάστρου «Κακαβαριά» με το όνομα "Κωνώπη" πήρε το όνομα "Αρσινόη" στο χρονικό διάστημα περίπου από το 300 μέχρι το 281 π. Χ.. Οι ερευνητές συγκλίνουν στην άποψη ότι η μετονομασία αυτή καθώς και της διπλανής λίμνης «Υρία» και του κοντινού ομώνυμου οικισμού σε "Λυσιμάχεια", ήταν προσφορά φιλοφρόνησης από την πλευρά των Αιτωλών (Αιτωλική Συμπολιτεία) προς τον Λυσίμαχο, αποτέλεσμα μιας συμμαχίας, μιας αμοιβαίας φιλίας, επειδή ο δεύτερος εκείνα τα χρόνια εξυπηρετούσε την πολιτική τους.
Και μιας και γνωρίσαμε την Αρσινόη, καλό είναι να αφιερώσουμε δυο λόγια και στον Λυσίμαχο, για χάρη του οποίου μια πόλη, μια λίμνη και ένας συνοικισμός στην Αιτωλία άλλαξαν ονόματα στις αρχές του 3ου π. Χ. αιώνα. Ο Λυσίμαχος γεννήθηκε στην Πέλλα, αλλά στην καταγωγή ήταν Θεσσαλός. Ήταν γιος του Αγαθοκλή. Φημιζόταν για τη μεγάλη σωματική του δύναμη. Πάλεψε γυμνός με λιοντάρι και κατάφερε να το σκοτώσει γυρνώντας του το κεφάλι. Έλαβε μέρος σε όλες τις μάχες ακολουθώντας τον Μέγα Αλέξανδρο. Διακρίθηκε για την ανδρεία του, γι’ αυτό και ο Αλέξανδρος τον περιέλαβε στη σωματοφυλακή του. Τον προήγαγε σε στρατηγό και τον τίμησε με χρυσό στεφάνι στην Περσέπολη. Μετά το θάνατο του Αλέξανδρου ανέλαβε κυβερνήτης της Θράκης και σύντομα με νικηφόρους πολέμους επεξέτεινε τα σύνορα του κράτους μέχρι το Δούναβη και τα παράλια του Εύξεινου Πόντου. Στην εμφύλια διαμάχη των διαδόχων του μεγάλου στρατηλάτη αρχικά ήταν με τον Περδίκκα, ύστερα όμως τάχθηκε με τους αντιπάλους του.
Όταν ο Περδίκκας φονεύτηκε, παντρεύτηκε τη χήρα του, Νικαία. Το 309 π. Χ. στη θρακική χερσόνησο, κοντά στην πόλη Καρδία που ο ίδιος είχε καταστρέψει, χτίζει την πρωτεύουσα του κράτους του πού ονομάζεται "Λυσιμάχεια". Το 306 π. Χ. αυτοανακηρύχτηκε βασιλιάς της Θράκης και με το στρατό του εκστράτευσε στη Μικρά Ασία και έγινε κύριος της Ιωνίας και της Αιολίδας. Στη δίνη της εμφύλιας σύρραξης προκειμένου να δημιουργεί συμμαχίες και να καλύπτει τα νώτα του παντρεύεται πάλι και παίρνει γυναίκα του τη χήρα του Διονυσίου, ηγεμόνα της Ηράκλειας του Πόντου, Άμαστρι, και εκεί στην Ηράκλεια οργανώνει την πολεμική του βάση. Ένα χρόνο μετά ο Λυσίμαχος χώρισε την Άμαστρι και παντρεύτηκε την Αρσινόη, κόρη του Πτολεμαίου της Αυγύπτου, προκειμένου να εξασφαλίσει τη συμμαχία του Πτολεμαίου εναντίον του Σέλευκου. Όπως έχουμε πει, ο γάμος αυτός δυσαρέστησε τους αυλικούς του Λυσίμαχου γιατί ήταν γνωστός ο χαρακτήρας της Αρσινόης. Ο Τελέσφορος που τόλμησε να του πει κάτι τιμωρήθηκε με θάνατο, αλλά οι φόβοι του επαληθεύτηκαν. Στη συνέχεια ο Λυσίμαχος συμμαχεί με τον Πύρρο, βασιλιά της Ηπείρου, και κατακτά τη Μακεδονία (288 π. Χ). Τελικά έδιωξε τον Πύρρο και έμεινε μόνος, πανίσχυρος και πάμπλουτος. Προφανώς σε αυτό το χρονικό διάστημα των πολεμικών του επιχειρήσεων εξασφάλισε συμμαχία με τους Αιτωλούς (Αιτωλική Συμπολιτεία) και εδώ τοποθετούνται οι μετονομασίες στην Αιτωλική γη.
Ο αρχικά υπάρχων οικισμός στην ευρύτερη αγροτική περιοχή του Αγγελοκάστρου «Κακαβαριά» με το όνομα "Κωνώπη" πήρε το όνομα "Αρσινόη", για χάρη της γυναίκας του, όπως και η διπλανή λίμνη «Υρία» με τον κοντινό ομώνυμο οικισμό πήραν το όνομα "Λυσιμάχεια". Οι ερευνητές συγκλίνουν στην άποψη ότι οι μετονομασίες αυτές ήταν προσφορά φιλοφρόνησης από την πλευρά των Αιτωλών προς τον Λυσίμαχο, αποτέλεσμα μιας συμμαχίας, μιας αμοιβαίας φιλίας. Τα πλούτη και η καλοπέραση όμως άλλαξαν προς το χειρότερο τον Λυσίμαχο. Έφτασε στο σημείο, παρασυρόμενος από την Αρσινόη να βλέπει συνεχώς εχθρούς γύρω του και να εγκληματεί. Σε κατάσταση παραφροσύνης, με την παρότρυνση της αδίστακτης Αρσινόης σκότωσε ακόμη και το γιο του από την πρώτη γυναίκα του, τον Αγαθοκλή, μπροστά στην πρώτη γυναίκα του Λυσάνδρη, γιατί φοβόταν ότι συνωμοτούσε εναντίον του. Τότε ο Αλέξανδρος, αδελφός του άτυχου Αγαθοκλή, με τη μητέρα του Λυσάνδρη και τον στρατηγό Φιλαίτερο κατέφυγαν στον Σέλευκο, στην Μικρά Ασία, τον οποίον πείθουν να εκστρατεύσει κατά του παράφρονα Λυσίμαχου. Πράγματι το 281 π. Χ. στο «Κόρου πεδίον», μια πεδιάδα της Λυδίας, συγκρούονται ο Σέλευκος με τον Λυσίμαχο. Ηττάται ό Λυσίμαχος και πέφτει νεκρός, σε ηλικία 80 χρόνων. Ύστερα από μέρες ο γιος του Αλέξανδρος αναζήτησε στο πεδίο της μάχης το πτώμα του πατέρα του. Το βρήκε σε αποσύνθεση, φρουρούμενο από το πιστό του σκυλί. Το πήρε και το έθαψε στην Λυσιμάχεια της Θράκης.
Ευθύμιος Πριόβολος.