Στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου-cd «Τα τραγούδια του νόμου και της τάξης» ο Φώντας Λάδης, μεταξύ άλλων σημειώνει: “Επτά από τα εννέα τραγούδια συγκροτούν ένα συγκεκριμένο κύκλο. Τα δυο πρώτα είναι ανεξάρτητα και εν μέρει αυτόνομα και είναι επιλογή του συνθέτη Γιώργου Κομπογιάννη, καθώς φυλλομετρούσαμε, στη αρχή της συνεργασίας μας, κάποια από τα παλαιότερά μου κείμενα. Να, όμως, που αυτά τα δύο νεανικά ποιήματα, το «΄Ενας άνθρωπος» και το «Είμαι γιος του απόλυτου» αποτελούν μια όμορφη εισαγωγή σε ένα ενιαίο -τελικά- έργο. Και ταυτόχρονα αποτελούν μιαν αντίστιξη, αφού συνιστούν τη δική μας απάντηση στο «μπλοκ», που συγκροτούν ο Νόμος, το Κράτος και η Εξουσία μέσα στο κοινωνικό σύστημα που ζούμε.»
Και συνεχίζει: «…….Νόμος, Κράτος, Εξουσία. Σκόπιμα «μπλεγμένες» και σκόπιμα «θολές» έννοιες, αλληλοκαλυπτόμενοι κύκλοι, που μέσα από συναφείς θεσμούς και οργανισμούς, όπως είναι το Κοινοβούλιο, η Δικαιοσύνη και το τραπεζικό σύστημα, καθώς και ο ελεγχόμενος Τύπος, αντιτάσσονται στους εργαζόμενους και στους αγώνες τους για μια καλύτερη ζωή, πότε με την καθημερινή οικονομική καταπίεση, πότε με τον ιδεολογικό εκμαυλισμό και πότε με την απροκάλυπτη βία. Δεν έχουμε, λοιπόν, εδώ να κάνουμε, με τραγούδια διασκέδασης ή εκτόνωσης αλλά με τραγούδια «πολιτικής ψυχαγωγίας». Οι στίχοι τους δεν ποντάρουν στο συναίσθημα, όσο στη λογική. Και δεν δίνουν τόσο -ή κυρίως- απαντήσεις αλλά θέτουν ερωτήματα ακόμα και όταν φαινομενικά δίνουν απαντήσεις.»
Και κάπου αλλού λέει : «Ο Γ. Κομπογιάννης είναι από τους σημαντικότερους συνθέτες μας. ΄Eχει συνθέσει μουσική για δεκάδες θεατρικά έργα, Στα πλαίσια αυτά έχει μελοποιήσει στο παρελθόν αποσπάσματα του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου», και ακόμα έχει στην φαρέτρα του ολοκληρωμένους κύκλους τραγουδιών σε ποίηση Μαγιακόφσκι, Μπρεχτ, Σαραντάρη, Σκαρίμπα και Λεοντάρη. Πρόσφατα άλλωστε έχει συνθέσει σε μορφή λαϊκού ορατορίου την «Ασκητική» του Καζαντζάκη. Στην περίπτωση του δικού μας έργου «διάβασε» το περιεχόμενο των εννέα ποιημάτων με τον καλύτερο τρόπο, δίνοντας σε κάποια από αυτά τη μορφή του θεατρικού τραγουδιού ή του τραγουδιού-καμπαρέ, συνολικά όμως προσδίδοντας στον κύκλο αυτόν ένα μεγαλύτερο μορφολογικό εύρος.
Για την Πολυξένη Καράκογλου, που αν και πολύ νέα έχει κατακτήσει ήδη μια διακριτή παρουσία στην ελληνική καλλιτεχνική σκηνή, θέλω απλώς να πω, ότι αναλαμβάνει επάξια στους ώμους της το «βαρύ» και «εύθραυστο» φορτίο των τραγουδιών, που περιλαμβάνονται στο cd. Η φωνή της, πεντακάθαρη, «ανοιχτόχρωμη» και στιβαρή, μαγνητίζει τον ακροατή και ταυτόχρονα συγκεντρώνει και αναδιανέμει προς τα έξω μαχητικά το νόημα των τραγουδιών.»
|