Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, το ροκ με ελληνικό στίχο είχε πια εδραιωθεί ως κάτι mainstream στο μουσικό κοινό.
Γι’ αυτό είχαν φροντίσει θρύλοι, όπως ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο Δημήτρης Πουλικάκος, οι Socrates και, γενικώς, τα συγκροτήματα των 60s’ και 70s’. Στα 80s’ αυξήθηκε η δημοφιλία του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, εμφανίστηκαν οι Τερμίτες, οι Τρύπες κ.λπ., εκτοξεύοντας το μπλουζ με επιτυχίες όπως το… «Διδυμότειχο blues».
Μια ιστορία ανάλογη με το ρεμπέτικο, το οποίο είχε κυνηγηθεί μεσοπολεμικά, ώσπου από τα τέλη των 40s’, με τη μορφή του Βασίλη Τσιτσάνη να δεσπόζει, έγινε πιο… εύπεπτο. Γέφυρα ανάμεσα στο περιθώριο και την αστική τάξη (ή τον συντηρητισμό, αν θέλετε), υπήρξε το αρχοντορεμπέτικο. Αντιστοίχως, το δυτικόφερτο είδος μουσικής είχε μεταφερθεί από τις συναυλίες των μερικών εκατοντάδων θεατών στα σπίτια.
Το 1991 ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας ήταν 35 ετών και είχε στο βιογραφικό του την ίδρυση του συγκροτήματος P.L.J., το οποίο αργότερα μετονομάστηκε σε Τερμίτες.
Το 1982 είχε κυκλοφορήσει ο δίσκος “Armageddon”, ο οποίος, ενώ αρχικά πούλησε ελάχιστα κομμάτια (γύρω στα 400), αργότερα έτυχε παγκόσμιας κυκλοφορίας και αναγνώρισης.
Πάντα βρισκόταν κοντά στη μουσική, διότι ο πατέρας του, Δημήτρης (απεβίωσε την περίοδο που ο Λαυρέντης ήταν έφηβος), υπήρξε συνθέτης και διευθυντής της κρατικής ορχήστρας της ΕΡΤ.
Ο Μαχαιρίτσας σπούδασε στο Ελληνικό Ωδείο και μετά τη στρατιωτική του θητεία, η οποία έμελλε να μετατραπεί σε μία τεράστια καλλιτεχνική επιτυχία, άρχισε να τραγουδά αντάρτικα με τον Πάνο Τζαβέλλα στην μπουάτ «Συντροφιά».
Προκειμένου να βγάλει τα προς το ζην, σε κάποια φάση της ζωής του εργάστηκε στη δισκογραφική Minos ως κούριερ πωλήσεων, χωρίς ωστόσο να αποτελεί αυτό που θα λέγαμε… υπόδειγμα.
«Τον θυμάμαι χαρακτηριστικά. Ένας ατίθασος και απείθαρχος νεαρός που ήταν αδύνατον να συμμορφωθεί με τους κανόνες και τα ωράρια. Σχεδόν κάθε μέρα είχε και έναν καβγά με τον διευθυντή πωλήσεων, τον Βασίλη Μιχαηλίδη, ο οποίος τον απέλυσε από τη δουλειά», είχε αναφέρει για εκείνον ο Μάκης Μάτσας στο βιβλίο του «Πίσω από τη Μαρκίζα – 40 χρόνια ελληνικής μουσικής όπως την έζησα».
Όταν διαλύθηκαν οι Τερμίτες, ο Μαχαιρίτσας αποφάσισε να κάνει σόλο καριέρα τραγουδιστή και το 1989 κυκλοφόρησε τον πρώτο προσωπικό δίσκο «Ο Μαγαπάς και η Σαγαπώ», ο οποίος δεν είχε εμπορική επιτυχία.
Δύο χρόνια αργότερα, όμως, ήρθε ο δίσκος «Διδυμότειχο blues» που γνώρισε τεράστια επιτυχία χάρη στο ομώνυμο τραγούδι και, κατ’ ουσίαν, εδραίωσε τον αείμνηστο στο μουσικό στερέωμα.
Το ερμήνευσε μαζί με τον Γιώργο Νταλάρα, αν και προοριζόταν για τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, επειδή ήταν πιο κοντά στο ύφος του, όπως αποκαλύφθηκε μεταγενέστερα.
Το ακόμα πιο ενδιαφέρον, βάσει των λεγομένων του Μαχαιρίτσα στο περιοδικό «Μετρονόμος», λίγο πριν κυκλοφορήσει το τραγούδι, ήταν έτοιμος να παρατήσει τον χώρο και να εγκατασταθεί μόνιμα στον Βόλο!
Ο δίσκος έγινε χρυσός με 35.000 πωλήσεις. Ο Μάτσας είχε αντιληφθεί πρόωρα ότι θα εξελιχθεί σε τεράστια επιτυχία. Και να σκεφτεί κανείς πως όλα ξεκίνησαν από μία διήγηση. Ο αείμνηστος μιλούσε για τις εμπειρίες του από τη στρατιωτική θητεία στον Γιάννη Μπαχ Σπυρόπουλο, ο οποίος εμπνεύστηκε και την αποτύπωσε σε στίχους σε διάστημα λίγων ωρών.
Ο Μαχαιρίτσας έκανε τη σύνθεση του τραγουδιού και όλα τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Ακόμη κι αν αρχικά υπήρξαν αντιδράσεις από τους φορείς στο Διδυμότειχο για την υποτίμηση, τα πάντα ξεπεράστηκαν. Εξάλλου για πολλούς φαντάρους το πρόβλημα δεν είναι οι ακριτικές πόλεις και τα νησιά, αλλά το ίδιο το κάλεσμα από τη «μαμά πατρίδα».