Ο επίκ. καθηγητής Απόστολος Λαγαρίας παρουσιάζει για πρώτη φορά, σημαντικά ευρήματα σχετικά με την καταγωγή των Ελλήνων, το ποιοι είμαστε και από πού προερχόμαστε.
Πολύ νερό έχει χυθεί στο «αυλάκι» που ονομάζεται «ελληνισμός». Ενεκα της θέσης των Ελλήνων στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, όσον αφορά τη σύλληψη αλλά και την εδραίωση πρωτοποριών (από το θέατρο και την επιστήμη έως τη δημοκρατία και τους θεσμούς αλλά και τον πολιτισμό στην ολότητά του, όπως τον ξέρουμε έως σήμερα), αλλά και της μακραίωνης ιστορίας τους (από την 4η χιλιετία π.Χ., με την άνθηση του μινωικού πολιτισμού, αλλά και πιο πριν, έως τα χρόνια του Ομήρου και φυσικά τον Χρυσό Αιώνα, τα ελληνιστικά χρόνια έως το σήμερα), το «ποιοι ήταν οι Ελληνες» συνεχίζει να υφίσταται ως ένα ερώτημα, με δεκάδες ερευνητές ανά τον κόσμο να μην έχουν ακόμη καταλήξει σε μια σαφή απάντηση, αν και έχουν γραφεί σημαντικά βιβλία.
Στο «Πόθεν και πότε οι Ελληνες;» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) ο Θεόδωρος Γ. Γιαννόπουλος προσπαθεί να δώσει υπεύθυνες απαντήσεις της επιστήμης για την πρώτη αρχή του ελληνικού πολιτισμού, ωστόσο τα δεδομένα έχουν αλλάξει και παρά την εγνωσμένη σπουδαιότητα των όσων παρουσιάζονται, πολλοί διαφωνούν για το αν ο ελληνισμός ξεκινά με τους Μυκηναίους.
Ολα αυτά έως τώρα: το παρόν αφιέρωμα έρχεται να προσθέσει νέα δεδομένα στις έως τώρα θεωρήσεις, παρουσιάζοντας, για πρώτη φορά και αποκλειστικά στην «Εφ.Συν.», τα ευρήματα του επίκ. καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Απόστολου Λαγαρία, όσον αφορά την καταγωγή των Ελλήνων, το πώς καταστράφηκε το μινωικός πολιτισμός (όχι, δεν ήταν η έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης που τον κατέστρεψε όπως μαθαίνουμε στο σχολείο) και το ποιοι ήταν οι Μυκηναίοι. Παραθέτουμε τμήμα των αποτελεσμάτων της έρευνας του κ. Λαγαρία (ολόκληρη στο www.efsyn.gr), προσδοκώντας να ανοίξει ένας εποικοδομητικός διάλογος για το θέμα. Εξ αρχής, ωστόσο, πρέπει να τονίσουμε πως αν και ο όρος «Ελληνας» χρησιμοποιείται στον Ομηρο, δεν προήλθαν οι Ελληνες από ένα φύλο. Ο ελληνισμός είναι μια κοινή συνισταμένη πολλών (Πελασγοί, Μινωίτες, Κυκλαδίτες, Ιωνες και Αχαιοί, Δωριείς κ.λπ.).
Aρχαίοι Έλληνες και Σκανδιναβοί
H ιστορία ξαναγράφεται με τη συμβολή του DNA
Κείμενο/’Ερευνα: Απόστολος Λαγαρίας*
Ξεκίνησα την έρευνα αυτή κάπου στις αρχές του Δεκέμβρη 2024 ορμώμενος από μια εντελώς διαφορετική αφετηρία: αναζητούσα τις ιστορικές μετακινήσεις πληθυσμών λόγω μεταβολής των κλιματικών συνθηκών, ώστε να γίνει μια σύνδεση με το θέμα της σημερινής κλιματικής αλλαγής. Διαθέτοντας ερευνητική εμπειρία στην ανάλυση γεωγραφικών δεδομένων, βρήκα ενδιαφέρον στη σύνθεση γεωγραφικής και ιστορικής πληροφορίας μέσα και από την οπτική της γενετικής και άρχισα να μελετάω τους χάρτες που έχουν φτιαχτεί με την κατανομή των διαφορετικών χρωμοσωμάτων DNA ανά περιοχή του πλανήτη μας.
Μέσω αυτής της οδού, εντόπισα τα εξής: υπήρξε ένας πολύ σημαντικός σκανδιναβικός πολιτισμός που αναδύθηκε αρκετές χιλιετίες μετά την τελευταία παγετωνική περίοδο, όταν οι πάγοι είχαν λιώσει και οι αρχέγονες φυλές επανεποίκισαν τον Βορρά. Ο πολιτισμός αυτός της 3ης χιλιετίας π.Χ., που φέρει το χαρακτηριστικό όνομα Battle-Axe («Πολεμικό Τσεκούρι»), εμφάνιζε στοιχεία που ήταν σε εντυπωσιακό βαθμό ταυτόσημα με αυτά των Μυκηναίων/Αχαιών! Ψάχνοντας περισσότερο έμαθα κάτι που ήταν ήδη γνωστό στη διεθνή επιστημονική έρευνα: ότι η αφετηρία και των δύο αυτών πολιτισμών είχε μία κοινή «κοιτίδα», την Καυκάσια-Πoντιακή Στέπα της σημερινής Ρωσίας, και συνδεόταν με τις αποκαλούμενες «φυλές Yamnaya» (Γιαμνάγια). Το πιο εντυπωσιακό ήταν ότι αυτή η σύνδεση αποδεικνυόταν γενετικά, πολιτισμικά και γλωσσολογικά:
– Ηδη οι αρχαιολόγοι έχουν χαρτογραφήσει επαρκώς τον «Δρόμο του Μπρούντζου», που μετέφερε προϊόντα από τα μεταλλουργεία της Σκανδιναβίας προς τη βαλκανική περιοχή και την Ασία. Ταυτόχρονα είχαν εντοπίσει κοινά αντικείμενα, συστήματα μεταφοράς με ζεύξη αλόγων σε κάρα, χαρακτηριστικά έθιμα ταφής σε κυκλικούς τύμβους και μορφές κοινωνικής οργάνωσης.
– Οι γενετιστές είχαν επίσης ήδη αποδείξει μέσω αναλύσεων DNA ότι ήταν πράγματι οι Γιαμνάγια αυτοί που έφτασαν από τη Στέπα στη Σκανδιναβία, κάπου μέσα στην 3η χιλιετία π.Χ., και συνυπάρχοντας με τους νεολιθικούς πληθυσμούς που βρίσκονταν ήδη εκεί δημιούργησαν το πολιτισμό του «Battle Axe».
– Οι δε γλωσσολόγοι εδώ και δεκαετίες γνωρίζουν ότι η ελληνική γλώσσα έχει κοινές ρίζες με την πρωτο-νορβηγική (όπως βέβαια και με τα λατινικά και τις περισσότερες από τις σημερινές γλώσσες της «ινδο-ευρωπαϊκής οικογένειας»).
Το ερώτημα που γεννήθηκε απ’ αυτά που πλέον είχα μάθει ήταν: «Εάν είναι πράγματι έτσι, γιατί δεν το γνωρίζω από την εκπαίδευση που έχω λάβει – γιατί συλλογικά ως κοινωνία δεν το γνωρίζουμε πως οι Μυκηναίοι είχαν τόσα κοινά με τη σκανδιναβική αυτή φυλή των Γιαμνάγια;».
Για να βεβαιωθώ ως προς την εγκυρότητα των ευρημάτων διεύρυνα τη βιβλιογραφική μου έρευνα σε δεκάδες επιπλέον επιστημονικές δημοσιεύσεις για το γενετικό προφίλ τόσο των αρχαίων όσο και των σημερινών πληθυσμών της Ευρώπης και της Ασίας. Από τη σύνθεση των προσεγγίσεων, το συμπέρασμα παρέμενε σταθερό: Οι Μυκηναίοι ήταν πράγματι κομμάτι των φυλών Γιαμνάγια και προέρχονται από την περιοχή της Καυκάσιας Στέπας (βόρειος Καύκασος, όπου λόγω των βουνών δεν είχαν σημαντική επαφή με τις φυλές νότια του Καυκάσου).
Πώς ήρθαν στον ελλαδικό χώρο οι Γιαμνάγια περίπου το 1700 π.Χ.
Δεν μπορούμε να ξέρουμε ακριβώς τη διαδρομή μέσα από την οποία έρχονται στον ελλαδικό χώρο. Πιθανώς ως ενδιάμεση μετάβαση έχουν την περιοχή δυτικά του Εύξεινου Πόντου στην απόληξη της κοιλάδας του Δούναβη και πάνω στον άξονα του «Δρόμου του Μπρούντζου». Μια αντίστοιχη σύνδεση με τις φυλές Γιαμνάγια πιθανώς εντοπίζεται και στους μετέπειτα Δωριείς (που φτάνουν το 1200 π.Χ., περίπου 500 χρόνια μετά τους Μυκηναίους), αλλά και τους αρχαίους Μακεδόνες (οι οποίοι ιστορικά εμφανίζονται ως διακριτή οντότητα με το δικό τους βασίλειο τον 7ο αιώνα π.Χ.).
Η έρευνα αποδείχτηκε σύνθετη. Ωστόσο, η συμβολή της γενετικής μέσω της ανάλυσης του αρχαίου DNA αποσαφηνίζει πολλά από τα σημεία που με μόνο όχημα την αρχαιολογική και ιστορική έρευνα παρέμεναν για δεκαετίες «θολά», αν και επαρκώς μελετημένα. Το σίγουρο είναι ότι η ιστορία, όπως τη διδασκόμαστε, πρέπει να ξαναγραφτεί.
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να επισημανθεί στον αναγνώστη (για την αποφυγή και παρεξηγήσεων) ότι η διάσταση της γενετικής μπορεί μεν να δώσει κρίσιμα στοιχεία στην ιστορική έρευνα, αλλά υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και περιορισμούς. Αυτό που ξέρουμε σίγουρα είναι: Με βάση τα γενετικά ευρήματα στην Ελλάδα έχουμε μια μεγάλη διαχρονική ανάμειξη αρχαίων φυλών. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι εδώ και τουλάχιστον 4 χιλιετίες έχουν υπάρξει πολλαπλά κύματα διαφορετικών πληθυσμών, από τα ελληνιστικά χρόνια έως τα βυζαντινά, μεταγενέστερα επί οθωμανικής κυριαρχίας και μετά με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών. Οι σημερινοί κάτοικοι της Ελλάδας διατηρούν ένα πολυσύνθετο και συνδυαστικό γενετικό προφίλ ακόμη και εντός της ίδιας γεωγραφικής περιοχής και βέβαια παραμένουν όλοι ανεξαιρέτως Ελληνες και φορείς του ελληνικού πολιτισμού, που διαχρονικά έχει πολυπολιτισμικά στοιχεία και συνθέσεις.
Καθώς πηγαίνουμε, όμως, πίσω στον χρόνο, είναι αρκετά πιο εύκολο από αρχαιολογικά ευρήματα και σχετικές αναλύσεις DNA να εντοπίσουμε κομβικές πληθυσμιακές αλληλεπιδράσεις και άρα και τις γεωγραφικές τους μετακινήσεις και προελεύσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι πριν από 4.000-5.000 χρόνια οι πληθυσμοί δεν είχαν ήδη αναμιχτεί, ωστόσο, λόγω και της χαμηλότερης πυκνότητας κατοίκησης, υπήρχε μια πιο καθαρή «εδαφικότητα» ως προς τη σύνθεση πληθυσμών και πολιτισμών. Και πράγματι το γενετικό υλικό των Μυκηναίων είναι πολύ κοντά σε αυτό των Γιαμνάγια.
Η σύνθεση της ιστορικής διαδρομής: από τον Καύκασο στις Μυκήνες
Οι Γιαμνάγια, καθώς έφευγαν ανά κύματα από τα βόρεια του Καυκάσου όπου πρωτοκατοικούσαν, επηρέασαν δύο κομβικούς ευρωπαϊκούς πολιτισμούς: τον σκανδιναβικό και τον μυκηναϊκό. Η διαφορά ωστόσο είναι ότι ενώ στην πρώτη περίπτωση οι Γιαμνάγια φτάνουν σε μια περιοχή που είναι σχετικά αραιοκατοικημένη από νεολιθικά ευρωπαϊκά φύλα σε ένα πρωτόλειο επίπεδο πολιτισμικής ανάπτυξης, στη δεύτερη περίπτωση φτάνουν σε μια πλήρως ανεπτυγμένη πληθυσμιακά και πολιτιστικά περιοχή, όπου οι Μινωίτες, οι Κυκλαδίτες και οι φυλές των Πελασγών έχουν ήδη δημιουργήσει (υπό την καθοριστική επίδραση της Μέσης Ανατολής) πληθώρα ανεπτυγμένων αγροτικών κοινωνιών με σημαντικά πολιτισμικά στοιχεία και οργανωμένους οικισμούς. Ο δε μινωικός πολιτισμός αξίως μπορεί να θεωρηθεί ως ο πρώτος και σημαντικότερος πλήρως ανεπτυγμένος πολιτισμός επί ευρωπαϊκού εδάφους.
Από τον 17ο αι. π.Χ. και μετά, έχουμε μια πλήρη μεταβολή στην οργάνωση του ελληνικού χώρου: έχουμε την έλευση της μυκηναϊκής εποχής και τελικά τη βίαιη καταστροφή του μινωικού πολιτισμού, κάπου στο 1450 π.Χ., από τους «ανώτερους πολεμικά», αλλά όχι και πολιτισμικά, Μυκηναίους/Αχαιούς. Οι τελευταίοι σχετίζονται, εν τέλει, άμεσα με την κάθοδο των Γιαμνάγια προς τη Μεσόγειο.
Το ότι οι Μυκηναίοι/Αχαιοί προέρχονται από φυλές της Καυκάσιας Στέπας και συνδέονται με τους Γιαμνάγια αποδεικνύεται πλέον και γενετικά (σύμφωνα με στοιχεία του 2021). Οι αναλύσεων αυτές αποδεικνύουν ότι ο πληθυσμός της μινωικής και πελασγικής Ελλάδας έως το 2000 π.Χ. ήταν διαφορετικός σε γενετικό επίπεδο από τον μεταγενέστερο της μυκηναϊκής εποχής. Με απλά λόγια, η γενετική επιστήμη φανερώνει την έλευση ενός «νέου πληθυσμού» την ίδια ακριβώς εποχή που ξεκινούν και τα ευρήματα της μυκηναϊκής εποχής. Αντίστοιχα, η γενετική σύνδεση των Γιαμνάγια με τη σκανδιναβική περιοχή αποδεικνύεται από πληθώρα επιστημονικών μελετών.
Επιστρέφοντας στα δικά μας, οι Μυκηναίοι κατακτούν σταδιακά τον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο από τη Θεσσαλία και κάτω και καθυποτάσσουν τους Πελασγούς, δημιουργώντας οχυρωμένα κάστρα/κέντρα διοίκησης είτε στις ίδιες θέσεις με τους προηγούμενους οικισμούς, είτε σε νέες γειτονικές (Μυκήνες, Τίρυνθα, Πύλος, Θήβα, Αθήνα, Ορχομενός Βοιωτίας, Ιωλκός). Οι άντρες Μυκηναίοι αναμειγνύονται με τους Πελασγούς κάνοντας απογόνους. Οι Πελασγοί καταφέρνουν να διατηρήσουν τον έλεγχο ορισμένων περιοχών (όπως η Λέσβος και απέναντι, τα μικρασιατικά παράλια), ενώ διαχρονικά σημαντική είναι η παρουσία τους και στη Θεσσαλία και την Αρκαδία (όπου διατηρείται και η πρωτοελληνική πελασγική γλώσσα την οποία συνεχίζουν να μιλάνε).
Η βίαιη καταστροφή του μινωικού πολιτισμού
Το κομβικό σημείο της πλήρους μυκηναϊκής κατάκτησης του ελληνικού χώρου είναι η βίαιη καταστροφή των μινωικών ανακτόρων κάπου στο 1450 μ.Χ., που βέβαια δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να προήλθε από την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης, ούτε και από κάποια σχετική φυσική καταστροφή. Προξενεί εντύπωση το ότι επιβιώνει έως σήμερα μια τόσο ανακριβής θεωρία. Οι θέσεις της Κνωσού και της Φαιστού ούτως ή άλλως δεν τις καθιστούν ευάλωτες στα παλιρροϊκά κύματα που έπληξαν τις ακτές. Αλλωστε το απόγειο της ανάπτυξης των μινωικών ανακτόρων συμβαίνει μερικές δεκαετίες μετά την ηφαιστειακή έκρηξη. Αρα δεν κατέστρεψε το ηφαίστειο της Σαντορίνης τον μινωικό πολιτισμό.
Από την άλλη, η μυκηναϊκή κατάκτηση του θαλάσσιου χώρου ξεκινάει σταδιακά με την κατάκτηση νησιωτικών περιοχών που σχετίζονται με τη μινωική Κρήτη (Σαντορίνη, Μήλος κ.ά.), ενώ φτάνουν και στην Κύπρο. Κατά το μεταβατικό αυτό διάστημα έως το 1450 π.Χ. οι σχέσεις των Μινωιτών και των Μυκηναίων είναι πρωτίστως εμπορικές, ενώ οι δύο πολιτισμοί αναπτύσσονται παράλληλα. Είναι, ωστόσο, πλήρως αντίθετοι! Αυτό σημαίνει πως είναι αδύνατον να προέκυψε ο ένας από τον άλλο – μιλάμε για δύο τελείως διαφορετικούς πολιτισμούς, που ο πιο βίαιος κατέκτησε τον πιο ειρηνικό.
Συγκεκριμένα, ο μινωικός δίνει έμφαση στο γυναικείο φύλο (μητριαρχία) που εκδηλώνεται και σε λατρευτικό επίπεδο όπως και στην τέχνη, φέρει μια έντονη σχέση με τη φύση, απουσία μιλιταρισμού και σύνθετη αγροτική οικονομία σε συνδυασμό με εμπόριο/ναυσιπλοΐα. Αντίθετα, ο μυκηναϊκός δίνει έμφαση σε μια πατριαρχική οργάνωση της κοινωνίας, έντονα ιεραρχική όπως φαίνεται από τις επιβλητικές ταφές των βασιλιάδων/αρχηγών (ο ηγέτης αποκαλείται «Αναξ») και μια κυρίαρχη κάστα πολεμιστών διοικεί τους υποτελείς με τη δύναμη των όπλων. Πολύ σημαντικό σε οικονομικό επίπεδο είναι το εμπόριο μετάλλου και προϊόντων του (όπλα, κοσμήματα). Η γεωργική/κτηνοτροφική απασχόληση και οι χειρωνακτικές εργασίες ανατίθενται στα κατώτερα μέλη της κοινωνικής οργάνωσης.
Η διαφορά ανάμεσα στους δύο πολιτισμούς αντανακλάται και στα προϊόντα της τέχνης: Οι μινωικές τοιχογραφίες περιλαμβάνουν έργα συνδεδεμένα με τη φύση, τη γεωργία, την αλιεία και τη γυναίκα, με απουσία πολεμικών θεμάτων και υψηλή καλλιτεχνική ποιότητα. Η αρχιτεκτονική είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη και τα ανάκτορα κατασκευάζονται ανοχύρωτα. Αντίθετα, ο μυκηναϊκός πολιτισμός επικεντρώνεται σε μνημειακά οχυρωματικά έργα/ανάκτορα (κυκλώπεια τείχη), επιβλητικούς τάφους και ταφικούς κύκλους για τα εξέχοντα μέλη της στρατιωτικής ελίτ. Απεικονίσεις γυναικών και γεωργικών δραστηριοτήτων δεν αποτελούν συνήθη θέματα στα αγγεία, ενώ η εικαστική απεικόνιση είναι σαφώς υποδεέστερη.
Η διαφορά είναι έντονη και στο επίπεδο γλώσσας και γραφής: Οι Μινωίτες έχουν τη δική τους γλώσσα (ανατολικής προέλευσης, που μετά την κατάκτησή τους από τους Μυκηναίους σταδιακά εγκαταλείπεται), όπως και μια γραφή που είναι επηρεασμένη από τα ιερογλυφικά και την Ανατολή, τη Γραμμική Α. Αντίθετα οι Μυκηναίοι δεν έχουν ακόμη γραφή, ενώ μιλούν μια διαφορετική γλώσσα ινδοευρωπαϊκής προέλευσης (προσοχή: η αρχική γλώσσα των Γιαμνάγια δεν έχει διασωθεί αλλά ανάγεται σε μια κοινή συνισταμένη πρωτο-ινδοευρωπαϊκή. Η αρχαία ελληνική γλώσσα/γραφή της ιωνικής και δωρικής διαλέκτου έχει σαφώς τέτοια στοιχεία, με πολλές προσθήκες λέξεων από τους Πελασγούς/Αιολείς).
Κάπου κοντά στο 1450 π.Χ. η βίαιη καταστροφή των ανακτόρων της Κρήτης και η απότομη διακοπή του πολιτισμού τους φανερώνει την υποδούλωσή τους στους Μυκηναίους. Οι Μυκηναίοι εγκαθίστανται ως κυρίαρχοι σε διάφορα σημεία της Κρήτης και επιβάλλουν μια νέα «τάξη πραγμάτων». Μινωίτες καλλιτέχνες καλούνται να διακοσμήσουν με τις τοιχογραφίες τους τα μυκηναϊκά ανάκτορα, ενώ συνεχίζεται να παράγεται υψηλού επιπέδου κεραμική. Οι Μυκηναίοι επίσης δανείζονται από τους Μινωίτες επιλεκτικά πολιτισμικά στοιχεία, όπως τη γραφή. Απλουστεύουν τη Γραμμική Α, καταργώντας χαρακτήρες και προσθέτοντας άλλους. Την προσαρμόζουν στις ανάγκες τους και τη χρησιμοποιούν σχεδόν αποκλειστικά ως διοικητικό εργαλείο εντός των ανακτόρων. Κάπως έτσι, η απότομη διακοπή του μινωικού πολιτισμού από τους Μυκηναίους καταλήγει γρήγορα σε οριστική εξαφάνιση, με μόνο κάποια στοιχεία του να επιβιώνουν.
Αντί επιλόγου
Η συνέχεια της ιστορίας είναι πολύπλοκη, ωστόσο είναι σαφές ότι περίπου το 1200 π.Χ. επέρχεται άλλη μια σημαντική μεταβολή. Αυτή συνδέεται με την έλευση των δωρικών φυλών, η ακριβής γεωγραφική προέλευση των οποίων αποτελεί ιστορικό μυστήριο. Οι νέοι κατακτητές θα πρέπει να είναι σχετικά πολυπληθείς ώστε να μπορέσουν να επιβληθούν στους Μυκηναίους. Οι υποταγμένοι Πελασγοί που είναι πολυπληθείς (αλλά και το πιθανότερο, άοπλοι) πιθανώς δεν συμμετέχουν ιδιαιτέρως ενεργά στη διαμάχη αυτή. Μετά τη νίκη τους, οι Δωριείς εγκαθίστανται κυρίως σε Πελοπόννησο, Αιτωλία, Στερεά Ελλάδα και Κρήτη, εκτοπίζοντας τους Μυκηναίους από την κοινωνική ιεραρχία, και φέρνουν μαζί τους ένα εντελώς διαφορετικό έθιμο ταφής, αυτό της καύσης των νεκρών. Οι Μακεδόνες επαναφέρουν τις επιβλητικές ταφές σε κυκλικούς τύμβους, ενώ οι ικανότητές τους στην ιππασία και στο πολεμικό ιππικό υποδηλώνουν μια σύνδεση με τις φυλές Γιαμνάγια, οι οποίες κάπου λίγο πριν από το 1000 π.Χ. εγκαταλείπουν οριστικά την κοιτίδα τους λόγω πιέσεων από τους Κιμμέριους και τους Σαρμάτιους/Σκύθες.
Αργότερα περνάμε στην εποχή του Ομήρου και περίπου 1000 χρόνια μετά την καταστροφή του μινωικού πολιτισμού, όλες οι φυλές που κατοικούν στον ελληνικό χώρο μαζί δίνουν τον δεύτερο σημαντικότερο πολιτισμό επί ευρωπαϊκού εδάφους, αυτόν της ελληνικής κλασικής εποχής. Εν τέλει, σταδιακά, ως μια πολυεπίπεδη σύνθεση του μεσογειακού Νότου και του ευρω-ασιατικού/σκανδιναβικού Βορρά, η τέχνη και η φιλοσοφία καταφέρνουν να αναγεννηθούν μέσα από τα πολλαπλά κύματα βίας και καταπίεσης.
Η ιστορία βέβαια δεν ολοκληρώνεται εκεί, καθώς αέναα συνεχίζεται. Ωστόσο τα διδάγματα είναι πολλά. Ενα από αυτά είναι ότι ο δρόμος της διαπολιτισμικής σύνθεσης και της ειρηνικής συνύπαρξης μπορεί να ανυψώσει τον άνθρωπο και μαζί με αυτόν και τη ζωή στη Γη. Κάτι που παραμένει επίκαιρο και κρίσιμο καθώς βαδίζουμε στον λαμπρό τεχνολογικά αλλά αβέβαιο πολιτισμικά και περιβαλλοντικά 21ο αιώνα.
*Επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφ. Ανάπτυξης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας