του Κώστα Σακαρέλου
Η λέξη κολίγος (ή και κολίγας) έχει τη ρίζα της στη λατινική λέξη college, που σημαίνει σύντροφος, συνεταίρος. Από την ίδια ρίζα προέρχεται και η λέξη κολλέγιο.
Έτσι ονομαζόταν την εποχή του Μεσαίωνα ο άνθρωπος που δούλευε για λογαριασμό άλλων, των αφεντικών του, συνήθως με κακούς όρους και με ελάχιστα ως καθόλου δικαιώματα. Λεγόταν και δουλοπάροικος ή, πιο απλά, ο δούλος.
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι κολίγοι, οι οποίοι ουσιαστικά ήταν ακτήμονες, εργάζονταν στα χωράφια των γαιοκτημόνων, που ονομάζονταν τσιφλικάδες.
Οι κολίγοι καλλιεργούσαν τα κτήματα του ή των αφεντικών τους με προσωπική εργασία, διαθέτοντας και το απαιτούμενο υλικό (σπόρους, εργαλεία, ζώα κλπ.). Ως ανταμοιβή για την εργασία τους έπαιρναν μέρος της παραγωγής, κατόπιν σχετικής συμφωνίας με τον τσιφλικά. Επίσης, είχαν μερικά ακόμη προνόμια, σπουδαιότερα από τα οποία ήταν τα εξής: Συνήθως, χρησιμοποιούσαν ως κατοικία τους το σπίτι του αφεντικού τους, που βρισκόταν μέσα στα καλλιεργούμενα κτήματα. Ακόμα, αξιοποιούσαν τις καλλιεργούμενες εκτάσεις, μετά τη συλλογή της παραγωγής ή και άλλες που είχε στην ιδιοκτησία του το αφεντικό τους, ως βοσκότοπους για τα ζώα τους. Οι τσιφλικάδες δεν είχαν το δικαίωμα να κατάσχουν εργαλεία, ζώα, σπόρους ή προϊόντα των κολίγων για οφειλόμενα χρέη εκείνων σε αυτούς. Τα περισσότερα από αυτά τα προνόμια χάθηκαν, όταν τα τσιφλίκια πέρασαν στα χέρια Ελλήνων γαιοκτημόνων. Τα περισσότερα από τα τσιφλίκια υπήρχαν στον θεσσαλικό κάμπο. Αρκετά τσιφλίκια όμως είχαμε και στον Γαλατά, καθώς και σε ολόκληρο τον νομό Αιτωλοακαρνανίας. Επώνυμοι τσιφλικάδες στον κάμπο του Γαλατά ήταν οι Γ. Κερασοβίτης, Αγ. Μαλακάσης, Περ. Σισμάνης, Κων. Γεωργίου, Κων. Γιαΐτσης, Μονοβάρδας και άλλοι. (1)
Τον Μάρτιο του 1923 η επαναστατική κυβέρνηση του Νικολάου Πλαστήρα υπέγραψε το Νομοθετικό Διάταγμα «περί καθολικής απαλλοτριώσεως των τσιφλικιών της Θεσσαλίας». Με την απόφαση εκείνη, ο Μαύρος Καβαλάρης δικαίωσε έμπρακτα τους αγώνες των κολίγων της Θεσσαλίας, που κορυφώθηκαν με την εξέγερση του Κιλελέρ, στις 6 Μαρτίου του 1910.
Κατά γενική ομολογία, οι απαλλοτριώσεις των τσιφλικιών του θεσσαλικού κάμπου, που ολοκληρώθηκαν την περίοδο του Μεσοπολέμου, άλλαξαν ριζικά τη μοίρα των αγροτών της Θεσσαλίας. Τις δυο πρώτες δεκαετίες μετά τον εμφύλιο πόλεμο, η θεσσαλική πεδιάδα μετατράπηκε, κυριολεκτικά, σε ένα απέραντο εργοτάξιο. Οι νέοι κληρούχοι – ιδιοκτήτες των χωραφιών – άρχισαν να αποκτούν τον αναγκαίο εξοπλισμό και να ασχολούνται συστηματικά, με εντατικές , κυρίως, καλλιέργειες. Από τότε, ο κάμπος τα καλοκαίρια γινόταν καταπράσινος. Το βιοτικό επίπεδο των αγροτών άρχισε να βελτιώνεται σταθερά, τα χωριά να σφύζουν από ζωή και το μέλλον των κατοίκων να διαγράφεται ευοίωνο.
Τις επιτυχίες των Θεσσαλών κολίγων ζήλεψαν, καθώς φαίνεται, και οι φτωχοί νομάδες, που ξεχειμώνιαζαν με τα κοπάδια τους στην εδαφική περιφέρεια της Κοινότητας Γαλατά, ζώντας μαζί με τις οικογένειές τους σε αχυρένιες καλύβες στον οικισμό «Παλιόστανη», στερούμενοι έστω και ελάχιστη πεδινή έκταση για καλλιέργεια, τουλάχιστο κηπευτικών. Η ανέχεια, σε συνδυασμό με τους συνεχείς πολέμους, στους οποίους είχε εμπλακεί η χώρα μας στις αρχές του 20ου αιώνα και, κυρίως, το υποχρεωτικό ξερίζωμά τους, για τρία περίπου χρόνια, από τις πατρογονικές τους εστίες, εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου, τους στέρησαν μια σειρά από βασικά αγαθά, τα οποία αναζήτησαν, ακολουθώντας το παράδειγμα των κολίγων της Θεσσαλίας. Εξάλλου, μετά τις διανομές αγροτεμαχίων στους πρόσφυγες, πίστευαν πως είχε έρθει και η σειρά τους. Είχαν λάβει άλλωστε, κατά καιρούς, και σχετικές υποσχέσεις από τους αρμόδιους. Ζητούσαν, λοιπόν, επιτακτικά, τήρηση των δεσμεύσεων, ήτοι, απαλλοτριώσεις εκτάσεων και διανομές.
Στην κατεύθυνση αυτή οργανώθηκαν και την άνοιξη του 1953 (1), με μπροστάρη τον σεβάσμιο Γιάννη Γιαννή, κατέλαβαν συγκεκριμένο κτήμα, μέσα στο οικιστικό περίγραμμα της Κοινότητας Γαλατά, ιδιοκτησίας του μεγαλοϊδιοκτήτη Κωνσταντίνου Γιαΐτση, γαμπρού του Αγαμέμνονα Μαλακάση, το οποίο, αφού όργωσαν με τα ζώα τους, το μοίρασαν σε μερίδια, ανάλογα με τον αριθμό των φτωχών οικογενειών, τις ανάγκες και το πλήθος των μελών καθεμιάς από αυτές.
Με την ολοκλήρωση της διανομής, κάθε οικογένεια καλλιέργησε το μερίδιό της και πληρώθηκε τον ιδρώτα των μελών της με το 100% των παραγόμενων προϊόντων. Η χαρά όλων ήταν απερίγραπτη. Δυστυχώς, όμως, κράτησε μόνο έναν χρόνο. Κατατέθηκαν ασφαλιστικά μέτρα εναντίον τους και το δικαστήριο αποφάσισε την έξωση των «καταπατητών».
Σε βάθος χρόνου, όμως, οι αγώνες τους δεν πήγαν χαμένοι. Στις απαλλοτριώσεις που ακολούθησαν, οι φτωχοί Γαλατιανοί κρίθηκαν δικαιούχοι κλήρου αγροτικής γης.
- Η χρονολογία είναι επισφαλής.
Πηγές:
- Π.Ο. Δημοτικού Σχολείου Γαλατά: «Γαλατάς – ταξίδι στο παρελθόν», έτος έκδοσης 2000
- Μαρτυρίες ηλικιωμένων κατοίκων της Κοινότητας Γαλατά
agrinionews.gr