Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Καθημερινά οἱ εἰδήσεις μᾶς μεταφέρουν τά ὅσα ἀρνητικά γεγονότα γίνονται στήν κοινωνία μας, ἐνδοοικογενειακή βία, φόνοι, ἐγκλήματα, σωματικά καί οἰκονομικά, βιασμοί, ἐκβιασμοί, πιέσεις, αὐτοχειρίες, παραβατικότητες κ.ἄ., πού καταθλίβουν τήν ψυχή μας.
Καί ὅλοι διερωτῶνται τί φταίει γιά ὅλα αὐτά. Προτείνονται δέ διάφοροι τρόποι ἐντελῶς ἐξωτερικοί καί ἐπιπόλαιοι, σάν νά προσφέρονται ἀσπιρίνες σέ ἕναν καρκινοπαθή. Τέτοια τραγικά γεγονότα δέν ἐπιλύονται μέ ἐξωτερικές ψυχολογικές καί ἠθικές συνταγές, ἀλλά χρήζουν βαθύτερης ἀντιμετώπισης. Τό πρόβλημα εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, πού δημιουργήθηκε μέ ὑψηλές προδιαγραφές καί ὅταν αὐτές δέν ἱκανοποιοῦνται, γίνεται ἀνυπόφορος καί κυριολεκτικά ἀποθηριοῦται.
Σκέφθηκα νά γράψω ἕνα ἄρθρο γιά νά παρουσιάσω τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τό θέμα αὐτό, ἀλλά ἔπειτα θυμήθηκα ὅτι ὑπάρχει μιά ὁμιλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, τόν 14ο αἰώνα, ὁ ὁποῖος ἀνέπτυξε ποιά εἶναι ἡ αἰτία τῶν ἀνθρωπίνων καί κοινωνικῶν προβλημάτων καί πῶς ἀντιμετωπίζονται. Πρόκειται γιά ὁμιλία πού ἔκανε στήν Θεσσαλονίκη, κατά τήν ἀνάλυση τῆς περικοπῆς πού ἀναφέρεται στήν θεραπεία τῆς αἱμορροούσης γυναίκας καί τήν ἀνάσταση τῆς θυγατρός τοῦ Ἰαείρου (Ζ΄ Κυριακή Λουκᾶ, 8, 41-56). Καί αὐτή ἡ ὁμιλία εἶναι μιά πνευματική ἀκτινογραφία τῆς κοινωνίας μας.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ξεκινᾶ ἀπό τό ὅτι πρέπει νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό καί γιά τίς προηγούμενες σέ ἐμᾶς δωρεές, ἀφοῦ μέ τήν δημιουργία μας εἰσήλθαμε σέ ἕναν κόσμο τόν ὁποῖο δημιούργησε ὁ Θεός, καί γιά τίς μεταγενέστερες δωρεές πού μᾶς ἔδωσε μετά τήν γέννησή μας. Συνεχῶς πρέπει νά δοξολογοῦμε τόν Θεό γιά τά δῶρα πού μᾶς δίνει.
Στήν συνέχεια τονίζει ὅτι, δυστυχῶς, παραμελοῦμε τό νά δοξάσουμε τόν Θεό γιά ὅλα αὐτά τά δῶρα πού μᾶς δίνει συνεχῶς. Καί ἐπειδή τήν ἡμέρα ἐκείνη πού ἔκανε τήν ὁμιλία αὐτή εἶδε γεμάτο τόν Ἱερό Ναό ἀπό Χριστιανούς, σημείωσε, ὄχι γιά νά τούς ὀνειδίση, ἀλλά γιά νά τούς συνετίση, ὅτι τό προηγούμενο χρονικό διάστημα ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἄδεια ἀπό Χριστιανούς, λόγῳ τοῦ τρύγου. Λέγει:
«Βλέπω, βέβαια, τώρα τήν Ἐκκλησία γεμάτη κόσμο, ἀλλά θυμοῦμαι καί τόν περασμένο καιρό. Διότι ἦταν καιρός τοῦ τρύγου (κι αὐτό δέν τό λέγω τώρα γιά νά σᾶς ὀνειδίσω, ἀλλά γιά νά σᾶς συνετίσω)• ἦταν ὁ καιρός τοῦ τρύγου, καί ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ εἶχε σοβαρή ἔλλειψη τῶν ἐκκλησιαζομένων, πού θά ἐκτελοῦσαν ὕμνους στόν Θεό καί τίς ἐκτενεῖς ἱκεσίες πρός αὐτόν. Πραγματικά κοιμοῦνται ὅλη τή νύκτα, ἀκόμη καί κατά τίς Κυριακές ἐκείνης τῆς περιόδου, οἱ ὁποῖες γι’ αὐτό ὀνομάστηκαν ἔτσι ἀπό τόν Κύριο, ὥστε ἐγκρατευόμενοι ἀπό τίς ἡδονές μας καί ἀπέχοντας ἀπό τά βιωτικά ἔργα, σχολάζοντας ἀπό ὅλα τά βιωτικά, νά ἀφιερωνόμαστε στίς ἱκεσίες καί δοξολογίες; Καί ὅμως ἀπό μᾶς ἔρχονται οἱ ἐτήσιες καρποφορίες; ὄχι ἀπό τόν Θεό;».
Οἱ Χριστιανοί δέν ζοῦσαν σωστά μέσα στήν Ἐκκλησία, ἐνδιαφέρονταν περισσότερο γιά τά ὑλικά ἀγαθά, γιά τήν καρποφορία τῆς γῆς καί δέν ἐκκλησιάζονταν, καί συνεχίζει:
«Ὅταν, λοιπόν, φθάση ὁ καιρός τῆς ἀπολαύσεως καί συλλογῆς τούτων, τότε θά ἔπρεπε ν’ αὐξάνουμε τίς δοξολογίες πρός αὐτόν. Ἐμεῖς δέ κακῶς καί ἀδίκως ἐνεργώντας ὁπωσδήποτε, τότε τίς μειώνουμε καί τίς παραμελοῦμε περισσότερο. Ἀλλά γιατί τό λέγω αὐτό τώρα; Πολλοί καί πρίν ἀπό τόν τρύγο καί μετά τόν τρύγο δέν σηκώνονται οὔτε γιά τίς ὀρθρινές δοξολογίες τῶν Κυριακῶν, μερικοί καί ἀπό τούς ἐδῶ συναγομένους ἀκόμη ἀφιερώνουν περισσότερη προσοχή στίς ὁμιλίες μεταξύ τους παρά στίς ἱκεσίες καί δοξολογίες πρός τόν Θεό, οἱ δέ περισσότεροι προσέχουν μᾶλλον στά ψώνια παρά στά λόγια• καί στήν ἀγοραπωλησία μᾶλλον παρά στήν θεόπνευστη Γραφή, κι ἔτσι τό εὐκτήριο γίνεται πωλητήριο καί ὁ οἶκος προσευχῆς, δηλαδή ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ, γίνεται οἶκος ἐμπορίου, καί βουΐζουν γύρω μας κάποιοι σάν κηφῆνες, ὅπως βλέπετε, πού οὔτε αὐτοί ἀκούουν οὔτε τούς ἐπιθυμοῦντας ν’ ἀκούσουν τούς ἀφήνουν».
Σημειώνει ὅτι οἱ Χριστιανοί θεωροῦν «χαμένο τόν καιρό» πού θά ἀσχοληθοῦν σέ προσευχή στόν Θεό. Ἀλλά παρατηρεῖ ὅτι ὅποιος παραβλάπτει τήν «εὐσέβεια καί τήν κατά Χριστόν πολιτείαν» καί νομίζει ἀνωφελῆ τήν ὥρα τῆς προσευχῆς καί τήν περιφρονεῖ «καί ἀφοσιώνεται τελείως στά σωματικά ἔργα, δέν πιστεύει σ’ αὐτόν πού εἶπε ὅτι "χωρίς ἐμένα δέν μπορεῖτε νά κάμετε τίποτε", οὔτε γνωρίζει ὅτι ὁ Κύριος ζωῆς καί θανάτου ἔχει τήν ἐξουσία καί τῆς ὑγείας καί τῆς νόσου, καί ὅπως ἐκείνου θέμα εἶναι ὅτι μᾶς ἔπλασε, ἔτσι ἐκείνου εἶναι καί τό νά εὑρισκόμαστε στόν βίο καί νά μποροῦμε νά ἐνεργοῦμε καί γενικῶς νά ὑπάρχουμε».
Στήν συνέχεια, ἀπαντώντας στά ἐπιχειρήματα μερικῶν ὅτι χωρίς νά ἔρχονται στήν Ἐκκλησία καί νά ἀφιερώνονται στή προσευχή πού γίνεται «ὄχι μόνον ἐκτελοῦν τά βιωτικά, ἀλλά πλουτοῦν καί κερδίζουν δόξα καί ἔχουν σωματική ὑγεία» παρατηρεῖ, ὅτι «νοῦς ἀποστάς τοῦ Θεοῦ ἤ κτηνώδης γίνεται ἤ δαιμονιώδης», δηλαδή ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀπομακρύνεται ἀπό τόν Θεό, τότε γίνεται ἤ κτηνώδης (συμπεριφέρεται ὡς κτῆνος) ἤ δαιμονιώδης (συμπεριφέρεται ὡς διάβολος).
Αὐτή εἶναι ἡ βασική αἰτία τῶν συγχρόνων προβλημάτων, παραβατικῶν ἐκδηλώσεων, ἐγκλημάτων, βιαιοπραγιῶν καί ἄλλων ἀντικοινωνικῶν ἐκδηλώσεων. Αὐτή εἶναι ἡ ἀνάλυση ἑνός μεγάλου Πατρός τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἄνθρωποι δέν ἐκκλησιάζονται, φεύγουν μακρυά ἀπό τόν Θεό, καί τότε ἤ γίνονται σάν τόν διάβολο μέ τήν ὑπερηφάνεια ἤ σάν τά ζῶα μέ τά πάθη.
Θά ἤθελα νά καταγράψω ὅλο τό σκεπτικό τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πού ἀκτινογραφεῖ τήν ἐποχή μας ὡς ἄριστος γιατρός. Λέγει:
«Ἄν γιά κάθε ἔργο δέν ἐπικαλούμαστε τόν Θεό καί δέν ἔχουμε τή συνεργία του, δίδουμε εἴσοδο στόν πονηρό• καί ἡ τέτοια εἴσοδός του ὄχι μόνο ἀχρειώνει τή διαγωγή μας, ἀλλά καί ὁδηγεῖ πρός ἀπαίσιο τέλος• ἐξαγριώνει ἐξαιτίας μικρῶν ζητημάτων καί προφάσεων τόσο πολύ ἐναντίον ἀλλήλων, ὥστε ἄλλοι μέν νά εἶναι ξαπλωμένοι ἀπό ἐπέμβαση συγγενικῆς μαχαίρας, ἄλλοι δέ νά ζοῦν ἀφοῦ ἐλερώθηκαν μέ αἷμα τῶν ὁμοφύλων ἤ στή γνώμη καί στήν ψυχή ἤ καί σ’ αὐτό τό φονικό χέρι. Διότι νοῦς πού ἀποστάτησε ἀπό τόν Θεό ἤ κτηνώδης γίνεται ἤ δαιμονιώδης• καί ἀφοῦ ἀποστάτησε ἀπό τούς κανόνες τῆς φύσεως ἐπιθυμεῖ τά ξένα καί δέν εὑρίσκει χορτασμό ἡ φιλοκέρδειά του• καθιστᾶ τόν ἑαυτό του ἔκδοτο στίς σαρκικές ἐπιθυμίες καί δέν γνωρίζει μέτρο ἡδονῆς. Θέλει νά τιμᾶται ἀπό ὅλους αὐτός πού μέ τά ἔργα ἀτιμάζει τόν ἑαυτό του, καί θέλει ὅλους νά τόν κολακεύουν καί νά συμφωνοῦν καί νά συμπράττουν μέ τίς γνῶμες του, καί ὅταν δέν τό ἐπιτυγχάνη αὐτό (διότι πῶς μπορεῖ αὐτό νά γίνη;) γεμίζει ἀκάθεκτη ὀργή. Ὁ θυμός του καί ἡ ὁρμή κατά τῶν ὁμοφύλων ὁμοιάζει μέ τοῦ ὄφεως• καί ἀνθρωποκτόνος γίνεται ὁ ἄνθρωπος καί ὁμοιάζει μέ τόν ἀνθρωποκτόνο Σατανᾶ αὐτός πού δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ.
Καί ὅλων αὐτῶν τῶν κακῶν ἕνα εἶναι τό αἴτιο, τό ὅτι ἀπομακρύναμε τόν νοῦ ἀπό τόν φόβο καί τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ καί ὅτι δώσαμε εἴσοδο στήν συνεργία τοῦ ἀρχεκάκου ἐχθροῦ. Ἐάν δέ πρίν ἀπό κάθε ἔργο ἀσφαλίζουμε τήν ψυχή μέ τούς πρός τόν Θεόν ὕμνους καί τίς προσευχές, ὁ ἀντίπαλος δέν θά ἔχη θέση μέσα μας. Θά ἀπομακρυνθῆ δέ μαζί μέ αὐτόν καί ὅλη ἡ γύρω του φατρία τῶν κακῶν• θά κοσμήση τίς ψυχές μας συμμετρία καί σωφροσύνη καί δικαιοσύνη καί πραότης καί ταπείνωση, καί συνδεόμενοι μεταξύ μας διά τῆς ἀγάπης θά ζήσουμε εἰρηνική καί ἀστασίαστη ζωή, ἔχοντας ἀνάμεσά μας, διά τῆς συνεχοῦς συνομιλίας μέ αὐτόν, τόν βασιλέα τῆς εἰρήνης Χριστόν».
Στήν συνέχεια τῆς ὁμιλίας του παρουσιάζει τό πῶς ἡ Ἐκκλησία θεραπεύει αὐτήν τήν κτηνώδη καί δαιμονιώδη συμπεριφορά τῶν ἀνθρώπων.
«Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ κάθε πρωΐ πρίν ἀπό ὁποιοδήποτε ἔργο ἑλκύεται πρός τόν ἑαυτό της διά τῶν ἱερῶν κωδωνοκρουσιῶν• διότι ἡ καθημερινή πρός τόν Θεό συνομιλία διά προσευχῆς καί ψαλμωδίας καί ὅλες τίς ἐπιθέσεις κατευνάζει καί μετασκευάζει καί τίς σαρκικές ὀρέξεις ἀναστέλλει καί τήν τάση πρός τήν πλεονεξία ἀμβλύνει καί τόν τύφο καθαιρεῖ καί τόν φθόνο ἀναιρεῖ καί τόν θυμό παιδαγωγεῖ καί τήν μνησικακία ἀφανίζει, καί παραμερίζοντας ἀπό τή μέση τήν πικρία καί τήν φιλονικία, παρέχει κάθε εἰρήνη καί εὐνομία καί εὐμάρεια στίς πόλεις καί στούς οἴκους, στίς ψυχές καί στά σώματα, καί στούς ζῶντας σέ συζυγία καί στούς ἀκολουθοῦντας τόν μοναχικό βίο καί γενικῶς αὐτή εἶναι ἕδρα καί ἀσφάλεια ὅλων τῶν καλῶν καί ἀποτροπή καί λύτρωση κάθε κακίας καί δυσχερείας».
Τί μπορεῖ νά προσθέση κανείς στήν Θεόπνευστη αὐτή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ; Πρόκειται γιά μιά πνευματική ἀκτινογραφία τῆς ἐποχῆς μας.
Νομίζω, ὅπως τό ἔχει ἐπισημάνει, τά προβλήματα αὐτά δέν εἶναι ἁπλῶς κοινωνικά, ψυχολογικά, ἠθικά, ἀλλά θεολογικά. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα θεολογικό ὄν, ἀναζητᾶ τόν Θεό καί ὅταν δέν ἱκανοποιῆ αὐτόν τόν πόθο, γίνεται ἤ κτηνώδης ἤ δαιμονιώδης. Γι’ αὐτό πρέπει νά ζοῦμε ἐκκλησιαστικά μέ κοινή καί προσωπική προσευχή, μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, μέ φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία καί ὄχι μέ τήν φιλαυτία.