Για δεκαετίες ολόκληρες στα επίσημα της Λεωφόρου Αλεξάνδρας ή αργότερα στην θύρα 3 του ΟΑΚΑ, ανάμεσα στους διαπρεπείς και γνωστούς οπαδούς του Παναθηναϊκού, υπήρχε μια μορφή που χωρίς να το επιδιώκει, συγκέντρωνε όλα τα βλέμματα. Ειδικά των γυναικών που έβρισκαν ακόμη ένα λόγο για να βρεθούν στο γήπεδο και να παρακολουθήσουν ποδόσφαιρο.
Ήταν ο Νίκος Κούρκουλος. Ο εκ των κορυφαίων Ελλήνων ηθοποιών, ο οποίος εκείνη την περίοδο μεσουρανούσε και ήταν διάσημος μέσα από τις ερμηνείες του σε κάποιες από τις πλέον επιτυχημένες εμπορικά ταινίες της «χρυσής» εποχής του ελληνικού σινεμά.
Όλοι τον ήξεραν και φυσικά όλοι τον αναγνώριζαν αφού ουσιαστικά ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές που έθεσαν τις βάσεις πάνω στις οποίες στηρίχθηκε ολόκληρο το οικοδόμημα ενσαρκώνοντας κυρίως ρόλους γόηδων, σκληρών ανδρών, που πάντα όμως ήταν συνεπείς σε κώδικες ηθικής και συμπεριφοράς, υποστηρίζοντας το δίκαιο.
Ο Κούρκουλος γεννήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 1934 στην Αθήνα (στην περιοχή του Ζωγράφου) και έζησε τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. Μετά το τέλος αυτής της μαύρης περιόδου, πιτσιρικάς ακόμα, έδειξε την κλίση του στον αθλητισμό. Και ως βέρος Αθηναίος, προερχόμενος μάλιστα από οικογένεια που συμπαθούσε τον Παναθηναϊκό, δεν θα μπορούσε παρά να υποστηρίζει και ο ίδιος τον σύλλογο με σήμα το τριφύλλι.
Ασχολήθηκε με πολλά σπορ (κολύμβηση, μπάσκετ) πηγαίνοντας για προπονήσεις στις εγκαταστάσεις που υπήρχαν τότε στη Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας. Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’40 όμως ο τότε τεχνικός του Παναθηναϊκού, Γιόζεφ Στραντ, εισήγαγε μια φοβερή καινοτομία για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Τις Ακαδημίες, πείθοντας την διοίκηση του συλλόγου να ιδρύσει τις πρώτες οργανωμένες σε υψηλό επίπεδο στην χώρα. Εκεί πήγε και ο έφηβος Νίκος, κατορθώνοντας στα δοκιμαστικά να κερδίσει μια θέση στα «τσικό» της ομάδας.
Μέσα στα επόμενα χρόνια συμμετείχε στις προπονήσεις αλλά και τα παιχνίδια των τμημάτων υποδομής, ενώ μετά τον Αυστριακό προπονητή ήταν ένας Άγγλος τεχνικός ο επόμενος που διέκρινε το ταλέντο του. Ο Χάρι Γκέιμ, ο οποίος ανέλαβε τα ηνία των πράσινων το 1950 και ακολουθώντας το μοντέλο της πατρίδας του, είχε την διάθεση να προωθήσει στην πρώτη ομάδα νεαρούς από την περιοχή που διψούσαν για μια ευκαιρία.
Μεταξύ αυτών ήταν και ο Νίκος Κούρκουλος, ο οποίος πάντως έπεσε πάνω σε μια φουρνιά που ξεχείλιζε από ταλέντο. Η ανανέωση είχε ξεκινήσει με την προσθήκη παικτών που έγραψαν ιστορία, όπως ο Λινοξυλάκης, ο Πανάκης, ο Νεμπίδης και αργότερα οι Πετρόπουλος, Ροδίτσας, Φιλίππου και άλλοι. Ο μετέπειτα ηθοποιός έδειχνε να διαθέτει τις ικανότητες αλλά και την όρεξη για δουλειά που χρειαζόταν για να κάνει καριέρα. Καθώς, όμως, έβγαινε από την εφηβεία, ένιωσε μέσα του μια «κάψα» για ένα άλλο πάθος. Την υποκριτική.
Ο ίδιος κάποτε εξομολογήθηκε το γεγονός που αποδείχτηκε καθοριστικό και τον έκανε να στραφεί τελικά στο θέατρο αντί για το ποδόσφαιρο. Ο Χάρι Γκέιμ αφού τον δοκίμασε σε φιλικά με ομάδες όπως η ΑΕΚ, ο Πανιώνιος και η Φενέρμπατχσε, αποφάσισε να τον προβιβάσει στην μεγάλη ομάδα. Το σχέδιο του Άγγλου ήταν να περάσει τον τεράστιο Λινοξυλάκη στα χώρο του κέντρου και να εμπιστευτεί την θέση του βασικού σέντερ μπακ στον Κούρκουλο! Γι’ αυτό τον λόγο μάλιστα απάντησε αρνητικά σε πρόταση άλλης ομάδας να τον αποκτήσει εκείνο το καλοκαίρι. Στην πορεία της σεζόν φάνηκε ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί, ειδικά από την στιγμή που ο Λινοξυλάκης τραυματίστηκε στον μηνίσκο.
Όταν όμως φτάσαμε σε αυτό το σημείο, ο Γκέιμ αποτελούσε ήδη παρελθόν και ο αντικαταστάτης του, Αντώνης Μηγιάκης, προτίμησε να δώσει θέση στα στόπερ τον Λάκη Πετρόπουλο. Όπως αποδείχθηκε από την ίδια την ιστορία, έπραξε σωστά. Ο Παναθηναϊκός κέρδισε έναν παίκτη για την επόμενη δεκαετία και το ποδόσφαιρο αργότερα ίσως τον κορυφαίο Έλληνα προπονητή όλων των εποχών και την ίδια ώρα το θέατρο και το σινεμά κέρδιζαν τον πιο διαχρονικό ζεν πρεμιέ που είχε περάσει ως τότε!
Ωστόσο ο Νίκος Κούρκουλος δεν σταμάτησε να παρακολουθεί από κοντά το αγαπημένο του τριφύλλι, έχοντας μόνιμη θέση στα επίσημα και κάνοντας ταξίδια ακόμη και στο εξωτερικό για να δει παιχνίδια. Αργότερα ήταν υπέροχη η εικόνα του στο γήπεδο μαζί με τα δύο παιδιά του, τον Άλκη και την Μελίτα, στα οποία εισήγαγε το… παναθηναϊκό μικρόβιο. Τελικά έφυγε από τον κόσμο στις 30 Ιανουαρίου 2007, με τους οπαδούς της Πανάθας της καρδιάς του, να σηκώνουν ένα ξεχωριστό πανό στη μνήμη του, αναγνωρίζοντας ότι μοιράστηκε για δεκαετίες την ίδια αγάπη και το ίδιο πάθος για αυτόν τον τεράστιο σύλλογο.
Νικόλας Ακτύπης