Το συγκρότημα “The Magics” δημιουργήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του `60 και αποτελούνταν από τον Αγρινιώτη Νίκο Μπέλο, Μπάμπη Κωνσταντάτο, Νικήτα Μπρουσιανό και Διαμαντή Σιάτρα.
Στις αρχές της δεκαετίας του `70 ηχογράφησαν το καταπληκτικό τραγούδι «Γύρνα Ξανά».
Το club«Σπηλιά», που αναφέρεται πιο κάτω, βρισκόταν στην οδό Μπότσαρη, σε ένα υπόγειο δίπλα από τον κινηματογράφο «Ελληνίς». Ένας χώρος με ζωντανή μοντέρνα μουσική, όπου σύχναζαν Αγρινιώτες όλων των ηλικιών. Εκεί πρωτοεμφανίστηκαν οι Magics.
Το παρακάτω κείμενο, με την ιστορία του συγκροτήματος και τις φωτογραφίες του συγκροτήματος, μου τα έστειλε ένα από τα μέλη του συγκροτήματος, ο Μπάμπης Κωνσταντάτος.
“Είναι η πρώτη φορά που μου δίνεται η ευκαιρία να μιλήσω για εκείνα τα «μαγικά» χρόνια της αθωότητας και το χαίρομαι πολύ, αν εξαιρέσεις το ότι ο Νίκος δεν υπάρχει πια.
Καλοκαίρι του 1971. Εγώ μένω στο Παλιό Φάληρο και συχνάζω στο κλαμπάκι που στηνόταν κάθε Σάββατο στο υπόγειο του Chez Jeanneu στο Φλοίσβο. Εκεί γνώρισα τους Magics. Ήταν o Νίκος που έπαιζε αρμόνιο (ένα κόκκινο Capri που είχε καταφέρει να αγοράσει με γραμμάτια) και τραγουδούσε μερικά τραγούδια, o Νικήτας που έπαιζε ντραμς (ήταν ναυτικός και είχε μάθει να παίζει στα μακρινά ταξίδια που είχε κάνει από πολύ μικρός), ο Δήμης, ένας καταπληκτικός κιθαρίστας και ο Γιώργος ένας εξαιρετικός μπασίστας. Και βέβαια υπήρχε και ένας τραγουδιστής, ο Μάρκος.
Μια παρέα ήμασταν τότε, όλοι γύρω στα 20-22. Εγώ έπαιζα από μικρός κιθάρα και τελειώνοντας το σχολείο δεν ήθελα να κάνω τίποτα άλλο από το να παίζω μουσική. Δουλεύοντας γκαρσόνι στο Hilton το καλοκαίρι του 1969 μάζεψα χρήματα και αγόρασα το μπάσο με τον ενισχυτή από έναν άλλο μουσικό, το Δημήτρη Δημαρέλη, που έπαιζε με την ορχήστρα του Ζακ Ιακωβίδη στο παραλιακό Κέντρο ΚΑΤΙΝΑ απέναντι από το σπίτι μου στο Φάληρο.
Το 1971 το συγκρότημα των Magics ξέμεινε από κιθάρα και μπάσο αλλά και εγώ που είχα εν τω μεταξύ εξελιχθεί, ψαχνόμουνα, γιατί είχα βαρεθεί τα καμπαρέ της Πλάκας, που τότε ήταν μεγάλο φυτώριο μουσικών.
Όταν ο Νίκος και ο Νικήτας μου ζήτησαν να γίνω το τέταρτο μέλος των Magics (κιθαρίστα είχαν βρει ήδη, το Σάκη) δέχτηκα με χαρά, αν και γνώριζα ότι το μεροκάματο θα ήταν πολύ αμφίβολο.
Aυτό το σχήμα ήταν οι πρώτοι επαγγελματίες Magics. Η πρώτη μας δουλειά ήταν στο Αγρίνιο, στο club Σπηλιά του Γιοβάνου, όπου μας είχαν φορτώσει και μια τραγουδίστρια. Συμπαθέστατη κοπελίτσα, δεν λέω, αλλά, αλλά μας κακοπήγαινε γιατί ήταν έξω από τα δικά μας νερά, αφού εξυπηρετούσε μόνον το
«αναγκαστικό» ελληνικό ρεπερτόριο. Εκεί στη Σπηλιά, όμως, εξελιχτήκαμε, αφού υπήρχε ο χώρος και ο χρόνος για τις πρόβες μας. Και εκεί, βέβαια, ο Νίκος «ανακάλυψε» και τις μεγάλες φωνητικές του ικανότητες, αφού αυτός ήταν ο αποκλειστικός μας τραγουδιστής. Δεν θα τον ξεχάσω στο Summer Time, που το ερμήνευε ακριβώς όπως η Janis Joplin.
Εκεί παίξαμε ένα ή δύο μήνες (τότε γνώρισα και τον πατέρα του Νίκου), αλλά φύγαμε γιατί ο επιχειρηματίας δεν μας πλήρωνε. Θυμάμαι ότι φεύγοντας μέρος της αμοιβή μας σε… μπριζόλες.
Από αριστερά: ο Σάκης ο κιθαρίστας, ο Νικήτας ο ντράμερ,
ο Μπάμπης Κωνσταντάτος και ο Νίκος Μπέλος.
Η επόμενη δουλειά ήταν σε ένα μαγαζί στο Μεσολόγγι, κάποιου Ψαθά, που και εκεί , σαν απονήρευτοι πιτσιρικάδες, πέσαμε σε εκμετάλλευση παίζοντας επί το πλείστον λαϊκά. Βγάζαμε χρήματα, όμως, από τη «χαρτούρα». Για όσους δεν το ξέρουν, η «χαρτούρα» ήταν τα χρήματα που έδιναν οι θαμώνες στην ορχήστρα για τις «παραγγελιές» τους, όπως γίνεται στα πανηγύρια με τους γύφτους μουσικούς.
Και από εκεί φύγαμε δυσαρεστημένοι, αφού εμείς ήμασταν καθαροί ροκάδες και αυτό το σκηνικό δεν μας πήγαινε καθόλου. Αυτό που λέει ένας στίχος του Γιοκαρίνη «…έπαιζα τα σόλα που γι’ αυτά με αποφεύγαν» είναι ότι πιο πραγματικό έχει γραφτεί από μουσικό για εκείνη την εποχή αλλά, μην αμφιβάλετε, και για σήμερα.
Όταν γυρίσαμε στην Αθήνα είχαμε δύο κέρδη: τη μουσική και, κυρίως, τη φιλική μας εξέλιξη.
Τότε σταθήκαμε τυχεροί. Ψάχνοντας για δουλειά μας άκουσε και του αρέσαμε ο επιχειρηματίας που είχε ένα από τα ωραιότερα club της παραλίας, το Silver House στη Γλυφάδα. Και εκεί περάσαμε τις καλύτερες μέρες μας. Δίναμε και κάποιες συναυλίες και χορούς, βέβαια παίζοντας πάντα Rock.
O Νίκος ήταν η ψυχή του συγκροτήματος. Πέρα ότι είχε κάποια κλασική παιδεία στη μουσική (είχε πάει στο ωδείο) είχε μεγάλο μουσικό ταλέντο και απίστευτο «αυτί». Τα τραγούδια τότε οι μουσικοί τα έβγαζαν ακούγοντάς τα, και ο Νίκος σ’ αυτό ήταν μοναδικός. Το όργανο που είχε σπουδάσει ήταν OBOE, αλλά λόγω του ότι τα πνευμόνια του ήταν αδύνατα (αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα με το αναπνευστικό του αλλά δεν τον ένοιαζε αφού κάπνιζε σαν αράπης) το είχε γυρίσει στο αρμόνιο από μικρός. Εγώ έτσι τον γνώρισα.
Εκεί, λοιπόν, στο Silver House, μας άκουσε και μας έκανε την πρόταση να ηχογραφήσουμε σε δίσκο το τραγούδι του, το «Γύρνα Ξανά», ο συνθέτης του κάποιος Γιατράς, αν θυμάμαι καλά. Το ακούσαμε, μας άρεσε και συμφωνήσαμε. Το «συμφωνήσαμε», βέβαια, είναι σχήμα οξύμωρο, και το λέω γιατί η «συμφωνία» ήταν ότι εμείς δεν θα παίρναμε καθόλου χρήματα.
Έλα, όμως, που για να βγει ο 45άρης δίσκος θα έπρεπε να έχει και flip side!
Δηλαδή και τραγούδι στην άλλη του όψη, κάτι που ο συνθέτης δεν… διέθετε, όπως μας αποκάλυψε την προηγούμενη μέρα της προγραμματισμένης εγγραφής στο στούντιο. Και τότε, παρακαλέσαμε τον επιχειρηματία του Silver House να μας… κλειδώσει μέσα μετά το πρόγραμμα, για να «γράψουμε» και να προβάρουμε ένα κομμάτι για το flip side του δίσκου. Και το κάναμε. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, αλλά ήταν κάτι που θα μας κάλυπτε ώστε να δούμε το όνομά μας στο δισκογραφικό στερέωμα. Και τότε αυτό ήταν πολύ σπουδαίο.
Τη άλλη μέρα το πρωί ρίξαμε λίγο νερό στα μούτρα μας στην τουαλέτα του μαγαζιού και φορτώσαμε τα όργανά μας σε ένα τρίκυκλο για να πάμε στο studio για την ηχογράφηση. Ξέχασα να σας πω, ότι ο Σάκης ο κιθαρίστας ο Σάκης δεν συμφώνησε και δεν είχε έρθει. Έτσι βρήκαμε αντικαταστάτη ένα καταπληκτικό κιθαρίστα, το Διαμαντή, που έπαιξε μαζί μας μόνον γι αυτό το δίσκο. Και έγινε εκείνη η ηχογράφηση και θυμάμαι ότι όταν βγήκαμε από το studio μοιράσαμε τα πρώτα μας αυτόγραφα.
Στη συνέχεια, ψάχνοντας για κιθαρίστα γνωρίσαμε το Δήμο, ο οποίος ήταν φίλος και συνεργάτης του Αντρέα Μακούλη, αδελφού του μεγάλου τραγουδιστή Τζίμη Μακούλη. Τότε άρχισε μια νέα αποχή για τους Magics, που ήταν και η αρχή του τέλους τους. Ο Αντρέας ήταν τραγουδιστής έξω από τα «νερά» μας, αλλά εκείνος που μας υποσχόταν τις «δουλειές». Μια από αυτές ήταν εκτός Ελλάδας: στην Κύπρο.
Παραμυθιασμένοι ότι εκεί είναι η γη της επαγγελίας των μουσικών, βγάλαμε όλοι διαβατήρια (ήταν δύσκολο τότε γιατί κανείς από εμάς τους τρεις δεν είχε υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία) και ετοιμαζόμαστε να φύγουμε, όταν ο Μακούλης μας έσκασε το παραμύθι: Δεν θα παίρναμε προκαταβολή. Οι άλλοι δέχτηκαν αλλά εγώ όχι. Και δεν πήγα μαζί τους. Και πολύ καλά έκανα, γιατί εκεί που πήγαν δεν πήραν δραχμή και έψαχναν να βρουν χρήματα να γυρίσουν.
Πρώτος γύρισε ο Νίκος. Πήγα στο αεροδρόμιο να τον υποδεχτώ. Τον είδα να κατεβαίνει από το αεροπλάνο φορώντας λευκό κουστούμι και ένα μεγάλο λευκό καπέλο. Παραξενεύτηκα, γιατί ο Νίκος φορούσε πάντα μαύρα. Δεν με περίμενε και όταν με είδε με αγκάλιασε σκασμένος στα γέλια και θυμάμαι ακόμα τα λόγια του: «Α ρε Μπόμπο (έτσι με φώναζε), δεν ξέρεις τι γλύτωσες!»
Για μένα τότε είχε τελειώσει η μουσική μου καριέρα. Είχα αποφασίσει ότι δεν μου ταίριαζε αυτός ο τρόπος της ζωής του κυνηγημένου μεροκάματο και της μάσκας του σκληρού προσώπου της αδυναμίας. Ο Νικήτας συνέχιζε να παίζει ντραμς σε κάποια γκρουπάκια αλλά γρήγορα κατέληξε στα σκυλάδικα, μέχρι που ο δυνατός ήχος τον έβλαψε στα αυτιά. Τα παράτησε και έγινε φωτογράφος στην επιχείρηση του αδελφού του. Σήμερα είναι συνταξιούχος και με σοβαρό πρόβλημα υγείας.
Ο Νίκος συνέχισε σαν μουσικός. Τελευταία φορά τον πέτυχα στο ξενοδοχείο Λαγονήσι να παίζει με την ορχήστρα του lounge. Αγκαλιαστήκαμε για αρκετή ώρα, ενώ με το άλλο χέρι έπαιζε το αρμόνιο. Από τότε δεν τον ξαναείδα και πέρσι έμαθα από το Νικήτα ότι …έφυγε. Χτύπησα τότε στο youtube το «γύρνα ξανά» και μου έβγαλε το τραγούδι μας. Θυμήθηκα το Νίκο, τα χρόνια εκείνα της αθωότητας και τα γέλια μας. Και τότε σκέφτηκα: Αν ξαναγύριζαν, πάλι τα ίδια θα ήθελα να ζήσω.
Μπάμπης Κωνσταντάτος
Ευχαριστώ θερμά τον Μπάμπη Κωνσταντάτο για το υπέροχο
κείμενο και τον Πάνο Κοκκότη για τις πληροφορίες για το club «Σπηλιά».
Γράφει ο Νίκος Μπέλος