Ο Γιάννης Αναστασίου σε συνέντευξη στην ολλανδική ιστοσελίδα «soccernews» αναφέρθηκε στην προπονητική του πορεία,τον Παναιτωλικό,τα όσα έμαθε από τον Γκουαρδιόλα αλλά και στην κατάσταση των προπονητών στην Ελλάδα.
Αρχικά, μιλώντας για την εκπαιδευτική του εμπειρία στον πάγκο της Μπαρτσελόνα, δίπλα στον Πεπ Γκουαρδιόλα είπε:«Ως προπονητής, νομίζω ότι είναι σημαντικό να δημιουργήσουμε δομή, να είμαστε αιχμηροί στις συμφωνίες και να ακολουθούμε μία γραμμή. Φυσικά, πρέπει να επιλέξετε τις στιγμές σας για να είστε ευέλικτοι, αλλά πρέπει να επιβάλλετε τους κανόνες και να αντιμετωπίζετε κάθε παίκτη ισότιμα. Νεαροί, μεγαλύτεροι, Έλληνες ή ξένοι.
Το έμαθα από τον Πεπ Γκουαρόλα κατά τη διάρκεια της πρακτικής μου άσκησης στην Μπαρτσελόνα το 2010. Ήταν η δεύτερη χρονιά του ως προπονητής και μπόρεσα να περάσω μια εβδομάδα με τον Μάξγουελ, τον καλό μου φίλο που γνώρισα στον Άγιαξ. Αυτό που παρατήρησα ήταν ότι ο Γκουαρντιόλα ήταν εξαιρετικά ξεκάθαρος και πάνω από τους παίκτες του. Δεν έκανε καμία διαφορά ανάμεσα στον Μέσι, τον Τσάβι, τον Ινιέστα ή ένα νεαρό παίκτη. Είχαν μόλις κερδίσει το Champions League, αλλά παρέμειναν πεινασμένοι για να πετύχουν περισσότερα. Γιατί λοιπόν ένας παίκτης της ομάδας μου να μην πρέπει να ακολουθεί τους κανόνες;»
Για την καριέρα του στον Άγιαξ:«Ως παίκτης ήμουν πάντα εκεί για τους συμπαίκτες μου. Με αυτόν τον τρόπο έπαιξα έναν θετικό ρόλο στο τέλος της καριέρας μου στον Άγιαξ υπό τον Ρόναλντ Κούμαν και τον Ντάνι Μπλιντ. Φρόντισα να ήταν όλα σωστά στα αποδυτήρια. Αν κάποιος δεν ένιωθε καλά ή συμπεριφερόταν διαφορετικά από το συνηθισμένο, άνοιξα μια συζήτηση. Προσπάθησα να δώσω συμβουλές και να βοηθήσω τα αγόρια να επικεντρωθούν στο ποδόσφαιρο. Ο καθένας έχει προβλήματα στη ζωή του, αλλά κάθε πρόβλημα έχει μια λύση. Οι συμπαίκτες μου παρατήρησαν ότι μπορούσαν να έρθουν σε μένα για αυτό. Ήμουν 33 ετών και έμπειρος παίκτης σε μια ομάδα γεμάτη ταλέντα, όπως οι Φαν ντερ Φάαρτ, Σνάιντερ, Χιετινγκα ,Πίεναρ και Ντε Γιονγκ. Διατηρούσα πάντα επαφή με τον Μαξγουελ και επίσης μιλάω τακτικά με τους Γκάλασεκ, Λομπόντ, Ρόσενμπεργκ και Ροζαλες. Στην πραγματικότητα όλοι το κάνουν. Αυτό είναι φυσιολογικό για μένα. Ήμασταν συμπαίκτες για ένα χρονικό διάστημα, αλλά και όλοι οι άλλοι είναι απλώς άνθρωποι. Γνώρισα πολλούς ανθρώπους στο ποδόσφαιρο και έκανα φίλους για μια ζωή. Αυτό είναι σημαντικό για μένα»
Τα πρώτα βήματα στην προπονητική του:
«Στη δεύτερη σεζόν μου στον Άγιαξ αποφάσισα ότι ήθελα να γίνω προπονητής. Ήμουν περίεργος για το πώς να οργανώσω και να εκπαιδεύσω μια ομάδα. Ρώτησα τον Blind αν μπορούσα να κάνω πρακτική και να πάω στο Under 14 του Arnold Mühren. Εκείνο το καλοκαίρι ξεκίνησα τα μαθήματα προπονητή στην Αγγλία. Δύο χρόνια αργότερα σταμάτησα ως παίκτης και θα γινόμουν βοηθός προπονητή του Peter Boeve στο Omniworld (τώρα Almere City, εκδ.). Ο Χενκ τεν Κάτε τηλεφώνησε λίγες μέρες πριν ξεκινήσω. Πήγε στον Παναθηναϊκό και ήθελε να με πάρει μαζί του, γιατί ξέρω την ελληνική κουλτούρα και μιλάω ολλανδικά. Ήταν μια εξαιρετική ευκαιρία για μένα να δουλέψω σε ένα κορυφαίο κλαμπ στη χώρα μου και να μάθω από τον Τεν Κάτε, έναν φανταστικό προπονητή. Οι Mike Snoei και Gerard van der Lem πήγαν επίσης μαζί. Είχαμε μια επιλογή με κορυφαίους παίκτες όπως ο Ζιλμπέρτο Σίλβα, ο Τζιμπρίλ Σισέ και οι Έλληνες ήρωες Γιάννη Γκούμα και Γιώργο Καραγκούνη, που είχαν κατακτήσει το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα το 2004. Ο Τεν Κάτε απολύθηκε μετά από ενάμιση χρόνο και επέστρεψα στην Ολλανδία».
«Στο πλαίσιο της προπόνησής μου ως προπονητής, έγινα προπονητής στη Β2 του Άγιαξ. Περιλάμβανε τον Jairo Riedewald και τον Damil Dankerlui. Ο Donny van de Beek προπονήθηκε τακτικά από το C-Youth. Έχουν περάσει ήδη δώδεκα χρόνια, αλλά θυμάμαι ότι ήταν πολύ καλύτερος από τους συνομηλίκους του και μπορούσε να ανταποκριθεί στα μεγαλύτερα παιδιά. Έμεινα στον Άγιαξ για μία σεζόν, πήρα τα χαρτιά μου και ήμουν για λίγο στη Ρέντινγκ ως βοηθός του Μπράιαν ΜακΝτέρμοτ. Όλες οι εμπειρίες που απέκτησα γιατί ήθελα να γίνω προπονητής. Αυτή η ευκαιρία ήρθε πιο γρήγορα από όσο νόμιζα. Δέχτηκα μια κλήση από τον Παναθηναϊκό».
Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στην πορεία του στον Παναθηναϊκό και τα όσα έζησε με τους πράσινους:
«Στη ζωή θα πρέπει να αρπάζει τις ευκαιρίες που θα σου έρθουν. Ήμουν γενναίος και έκανα το μεγάλο βήμα να γίνω προπονητής του Παναθηναϊκού. Ήταν η πρώτη δουλειά μου ως πρώτος προπονητής και νομίζω πήγε καλά.
Στην πρώτη μου χρονιά κατακτήσαμε το Κύπελλο και προκριθήκαμε στο Champions League. Τερματίσαμε δεύτεροι στο πρωτάθλημα δύο φορές, μολονότι είχαμε μικρότερο μπάτζετ. Στην τρίτη μου σεζόν στην ομάδα αποκλειστήκαμε γρήγορα από την Ευρώπη και δημιουργήθηκε αρνητική ατμόσφαιρα.
Ο πρόεδρος ήθελε να αλλάξει κάτι και αποφασίσαμε να αποχωρήσω. Ήταν μια επίπονη στιγμή, αλλά έτσι είναι το ποδόσφαιρο. Κάποιες φορές δουλεύει, κάποιες άλλες όχι. Πίστευα στο πλάνο μου, αλλά πρέπει να αντιμετωπίσεις διαφορετικούς ανθρώπους και καταστάσεις. Δεν μπορείς να ελέγξεις τα πάντα. Ο προπονητής δεν είναι μάγος».
Ο Έλληνας προπονητής μίλησε και για τους παίκτες που έφερε στο τριφύλλι παρά το περιορισμένο μπάτζετ που έπρεπε να διαχειριστεί: «Κοιτάζοντας πίσω στην εποχή που βρισκόμουν στον Παναθηναϊκό, οι νέοι παίκτες εξελίχθηκαν καλά και ενίσχυσα την ομάδα με ποδοσφαιριστές που είχαν παίξει στην Ολλανδία, όπως ήταν οι Μάρκους Μπέργκ, Πράνιτς, Μέντες ντα Σίλβα και Μπαϊράμι.
Είχα καλή εικόνα για το πως παίζουν και τι θα μπορούσαν να προσφέρουν στην ομάδα μου. Φυσικά οι επιλογές που κάνεις εξαρτώνται και από το μπάτζετ και πόσα χρήματα μπορείς να ξοδέψεις. Αυτά τα παιδιά συνειδητοποίησαν πως ο Παναθηναϊκός είναι ένας μεγάλος σύλλογος. Έμεινα για 2.5 χρόνια στον Παναθηναϊκό που είναι ένα μεγάλο διάστημα για έναν προπονητή σε κορυφαίο ελληνικό σύλλογο».
Για την κατάσταση που επικρατεί με τους προπονητές στην Ελλάδα τόνισε: «Οι προπονητές απολύονται γρηγορότερα στην Ελλάδα σε σχέση με την Ολλανδία. Η πίεση είναι μεγάλη και η υπομονή εξαντλείται σύντομα. Εξαρτάσαι από τα αποτελέσματα. Εάν είναι θετικά θα πάρεις ανάσα. Εάν δεν είναι καλά, γρήγορα θα βρεθείς υπ’ ατμόν. Μπορεί να παίζεις καλό ποδόσφαιρο, αλλά εάν δεν νικάς, κάποια στιγμής θα φύγεις».
Για την θητεία του στον Ατρόμητο:
«Έπειτα από παρουσία σε τρεις ομάδες σε διαφορετικές χώρες, επέστρεψα στην Ελλάδα, αλλά όπως αποδείχθηκε ο Ατρόμητος δεν ήταν η κατάλληλη επιλογή. Δεν είχα χρόνο για να αναπτύξω τα πλάνα μου. Είχαμε μια σειρά από φτωχά αποτελέσματα και στην Ελλάδα κρίνεσαι αυστηρά γι’ αυτό».
Για τον Παναιτωλικό:
«Μετά από ενάμιση χρόνο μπήκα στον Παναιτωλικό, όπου είμαι δύο χρόνια τώρα. Ο σύλλογος πάλευε να αποφύγει τον υποβιβασμό τα τελευταία χρόνια, αλλά τερματίσαμε ένατος την περασμένη σεζόν και έβδομος τη φετινή σεζόν.
Κάνουμε πρόοδο και έχουμε γίνει ένας σύλλογος που βρίσκεται σταθερά στη μέση της βαθμολογίας. Αυτό έχει να κάνει με τη νοοτροπία που έχουμε φέρει στον σύλλογο. Οι παίκτες είναι πρόθυμοι να δουλέψουν σκληρά. Μερικές φορές κάνουν λάθη, αυτό είναι φυσιολογικό, αλλά με τη σωστή στάση μπορούν να γίνουν καλύτεροι.
Όταν διοργανώνουμε ελεύθερες προπονήσεις, οι οποίες είναι προαιρετικές, εμφανίζονται δεκαεννέα παίκτες. Στο ρεπό τους. Αυτό μου λέει αρκετά. Απολαμβάνω να είμαι στο γήπεδο με τέτοιους τύπους».
Τέλος, αναφέρθηκε και στην πορεία του στον Ατρόμητο που δεν ήταν η κατάλληλη επιλογή για εκείνον: «Έπειτα από παρουσία σε τρεις ομάδες σε διαφορετικές χώρες, επέστρεψα στην Ελλάδα, αλλά όπως αποδείχθηκε ο Ατρόμητος δεν ήταν η κατάλληλη επιλογή. Δεν είχα χρόνο για να αναπτύξω τα πλάνα μου. Είχαμε μια σειρά από φτωχά αποτελέσματα και στην Ελλάδα κρίνεσαι αυστηρά γι’ αυτό» ήταν τα λόγια του 50χρονου τεχνικού.
sinidisi.gr