Η Εταιρεία Βυζαντινών Μελετών Ν. Πρεβέζης τιμά την 25η Μαρτίου, αυτή την σπουδαία μέρα διπλής γιορτής, τόσο θρησκευτικής όσο και Εθνικής, με Αφιερωματικό κείμενο της εκπαιδευτικού και πρώην διευθύντριας του Γυμνασίου Θεσπρωτικού κας. Αλίκης Νάσση.
«Επί τη προτάσει της Ημετέρας επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματείας, θεωρήσαντες ότι η ημέρα της 25ης Μαρτίου, λαμπρά καθ’ εαυτήν εις πάντα Έλληνα διά την εν αυτή τελουμένην εορτήν του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου, είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος διά την κατ’ αυτήν την ημέραν έναρξιν του υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνος του Ελληνικού Έθνους, καθιερούμεν την ημέραν ταύτην εις το διηνεκές ως ημέραν Εθνικής Εορτής και διατάττομεν την διαληφθείσαν Γραμματείαν να δημοσιεύση και ενεργήση το παρόν Διάταγμα».
Με το Βασιλικό Διάταγμα 980/15 Μαρτίου1838, καθιερώθηκε από τον βασιλέα των Ελλήνων Όθωνα η 25η Μαρτίου ως ημέρα εθνικής εορτής. Στο κείμενο τονίζεται ο διττός χαρακτήρας, εθνικός και θρησκευτικός, αυτού του εορτασμού.
Έκτοτε πανηγυρίζεται με λαμπρότητα η Εθνική μας Παλιγγενεσία και ο Ευαγγελισμός της Μητέρας όλων των ανθρώπων, στην οποία, ιδιαίτερα σήμερα, σε εποχές οι οποίες τείνουν να λάβουν ανθρωποβόρο χαρακτήρα, απευθύνουμε λιτές προς ευόδωσιν και του ευαγγελισμού της σωτηρίας των ανθρώπων και της ειρήνης σε όλον τον κόσμο.
Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία, ήδη από την 21η Φεβρουαρίου 1821 είχε κηρυχθεί επίσημα η Επανάσταση και ξεκίνησε ο ένοπλος Αγώνας στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και η Φιλική Εταιρεία εξέδωσαν την 24η του μηνός την επαναστατική προκήρυξη με τον τίτλο «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος».
Στην Πελοπόννησο είχαν αρχίσει να εκδηλώνονται επαναστατικές ενέργειες από τις αρχές του 1821, η Καλαμάτα απελευθερώνεται την 23η Μαρτίου και η γενίκευση της Επαναστάσεως επετεύχθη την ημέρα του Ευαγγελισμού, με ταυτόχρονες και οργανωμένες πολιορκίες των τουρκικών φρουρίων σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, καθ’ υπόδειξιν του Κολοκοτρώνη.
Θα ήτο παράλειψις να μην αναφερθεί και η πρώτη ανεπίσημη κήρυξη του Αγώνα από τον αετό του Σουλίου μας, Μάρκο Μπότσαρη. Την 12η Δεκεμβρίου 1820, ύψωσε στο Σούλι το μπαϊράκι κατά των Τούρκων και καθυστέρησε τις τουρκικές δυνάμεις στην Ήπειρο, συμβάλλων αποφασιστικά στην εδραίωση της Επαναστάσεως στην Πελοπόννησο.
Από αυτή την ημερομηνία, που οι Σουλιώτες, μυημένοι στην Φιλική Εταιρεία, πολεμούν τα Σουλτανικά στρατεύματα, αρχίζει πραγματικά η Ελληνική Επανάσταση, αναφέρει και ο Κ. Βακαλόπουλος.
Η φλόγα της λευτεριάς θεριεύει. Η ανίσχυρη στρατιωτικά Ελλάδα εξεγείρεται απ’ άκρου εις άκρον, μετά από τέσσερις αιώνες «πικρής σκλαβιάς».
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία και ολόκληρος ο κόσμος συνειδητοποιούν πως:
«Η μεγαλοσύνη των Εθνών δεν μετριέται με το στρέμμα, με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με αίμα».
Έχουν μιλήσει για τον τιτάνιο Εθνικοαπελευθερωτικό μας Αγώνα ρήτορες και των λόγων ποιητές, ο λαός μας ύμνησε στα δημώδη άσματα τα κατορθώματα των αγωνιστών. Ξένοι περιηγητές και φιλέλληνες γονάτισαν σεβαστικά μπροστά στο μεγαλείο της φυλής και την αυτοθυσία των ανδρών και των γυναικών.
Ιστορικές μάχες ποτίζουν την ελληνική γη με αίμα ηρώων. Λαμπρές μορφές κοσμούν τις σελίδες της Ιστορίας μας και προσκαλούν τους νέους να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους.
Εκτός από τους κοινούς πανελλαδικά ήρωες, κάθε τόπος και κάθε Δήμος, εκτελών το ηθικό και το εθνικό του καθήκον, τιμά και μνημονεύει την ημέρα αυτή και τους δικούς του τοπικούς ήρωες.
Ο Νομός μας διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στις σελίδες της εθνικής μας Ιστορίας. Οι κάτοικοί του συμμετείχαν ενεργά και στα τοπικά προεπαναστατικά κινήματα, ο τόπος μας ανέδειξε σπουδαίους Οπλαρχηγούς και μαχητές γενναίους.
Την υψηλότερη θέση στο βάθρο των τοπικών ηρώων κατέχουν δικαιωματικά οι σταυραετοί των βουνών μας, οι περήφανοι «έμπροσθεν κειρόμενοι» και απροσκύνητοι Σουλιώτες. «…Όταν συναπαντώντο μετά των Οθωμανών, εχαιρετώντο ως ίσος προς ίσον, ουδέποτε έλεγον προς αυτούς τας ταπεινάς των ραγιάδων φράσεις ή να κάμουν ποτέ κίνημα υποκλίσεως, ως ήτο υπόχρεοι να κάμουν οι ραγιάδες προς αυτούς. Ο χαιρετισμός αυτών ήτο «καλώς σας ηύραμαν, αγάδες…», μας πληροφορεί ο Λάμπρος Κουτσονίκας.
Γεωγραφικά και ως δήμος ανήκουν σε όμορο Νομό, ωστόσο, στην μεγάλη πλειοψηφία τους, έλκουν την καταγωγή τους από τα Παρασουλιωτοχώρια του Φαναρίου, της Λάκκας Σουλίου, Λάμαρης και Παραμυθιάς, των οποίων κάτοικοι κατέφυγαν στα όρη, για να αποφύγουν τον εξισλαμισμό των Τούρκων.
Με τις επιγαμίες δε τις οποίες συνήψαν με κόρες των Παρασουλιωτοχωρίων και της Πρέβεζας, «από την Πρέβεζα πήραμαν γυναίκες και αυτού ήρθαμαν να παντρευτούμε», έλεγαν οι ίδιοι, όσον και με τις μάχες τις οποίες διεξήγαγαν στον Νομό μας, έχουν συνδέσει άρρηκτα την ύπαρξη και την δράση τους με τον τόπο μας.
Ατρόμητοι πολεμιστές και δεινοί νυκτομάχοι, δίγλωσσοι Έλληνες Αρβανίτες, μίαν και μόνην, βαθύτατα ελληνικήν συνείδησιν έχοντες, μας παρέδωσαν πολύτιμη κληρονομιά, την μπέσα, την ντομπροσύνη, την παλικαριά, την άδολη αγάπη προς την Πατρίδα. Σεβάστηκαν την ενάρετη γυναίκα, τίμησαν τους γενναίους, περιφρόνησαν τους δειλούς, τήρησαν πιστά τους άγραφους κανόνες της κλειστής ορεσίβιας κοινωνίας τους.
Δομημένοι κοινωνικά σε Συμπολιτεία και δεμένοι με ταράφια στις ισχυρότερες φάρες των Μποτσαραίων και Τζαβελαίων, σεβάστηκαν τις αποφάσεις της Πλεκεσίας τους και άφησαν γνήσιο το αποτύπωμά τους στις σελίδες της πιο ένδοξης Ιστορίας του Έθνους μας. Αδούλωτοι, διαφέντευαν τον τόπο τους με τα όπλα και είχαν υπό την προστασία τους και τα Παρασουλιωτοχώρια, μέχρι που ο Αλή πασάς πάτησε τα άγια χώματά τους.
Και τότε βρέθηκαν πρόσφυγες στην Πάργα, τα νησιά του Ιονίου, την Πρέβεζα, την Βόνιτσα, πολέμησαν στο Μεσολόγγι, Στερεά Ελλάδα και Αττική, εγκαταστάθηκαν στα Παρασουλιωτοχώρια, στην Άρτα και τα Αθαμάνια όρη, στο Αγρίνιο, Ναύπακτο, Βόνιτσα και Αιτωλοακαρνανία, Αττική, Μαγνησία, Βόλο και Πήλιο, Φθιώτιδα, Πελοπόννησο, Μακεδονία και ολόκληρη την Ελλάδα.
Η θυσία των γυναικών τους στο Ζάλογγο έφθασε ως τα πέρατα του κόσμου. Η αλήθεια της αμφισβητήθηκε από ορισμένους «ιστορικούς», οι οποίοι δεν ήταν άξιοι να συλλάβουν το μέγεθός της και να το κατανοήσουν.
Η απάντηση σ’ αυτή την ασέβεια δίδεται με τη μαρτυρία την οποία διέσωσε στο βιβλίο του «Απομνημονεύματα από την Ελλάδα και την Αλβανία στα χρόνια του Αλή πασά», το 1827 στο Παρίσι, ο Ιμπραήμ Μανζούρ Εφέντη, Γάλλος εξωμότης.
Και αυτή η μαρτυρία καταλήγει μ’ αυτά τα λόγια:
«…Έδωσαν τα χέρια και στο πλάτωμα του βράχου αρχίζουν έναν χορό, του οποίου ένας ανήκουστος ηρωισμός ενέπνεε τα βήματα και του οποίου η αγωνία του θανάτου επέσπευδε την πτώση. Πατριωτικά τραγούδια την συνόδευαν˙ οι επωδοί τους αντηχούσαν στα αυτιά των Μωαμεθανών. Ο ουρανός χωρίς αμφιβολία τις άκουγε. Στο τέλος των επωδών τους, οι εκατό γυναίκες έβγαλαν μια διαπεραστική και παρατεταμένη κραυγή, της οποίας ο ήχος έσβησε στο βάθος ενός τρομερού βαράθρου, όπου παρασύρθηκαν μαζί με εκείνες όλα τα παιδιά…».
Ο συγγραφέας μάς δίνει και την ταυτότητα του αφηγητή:
«Ο Σουλεϊμάν αγάς, Αλβανός αξιωματικός, περίλυπος μάρτυρας αυτής της αξιομνημόνευτης τραγωδίας, μου διηγήθηκε όλες τις λεπτομέρειες. Κατά τη διήγηση αυτού του γεγονότος δάκρυα έβρεξαν τα βλέφαρά του. Εντούτοις ανήκε στον στρατό του Αλή».
Ο κατάλογος με τα ονόματα των τοπικών ηρώων και εθνομαρτύρων είναι μακρύς. Ανδρών επιφανών το απαύγασμα ο Επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ, ο Αρχιμανδρίτης Γεράσιμος Ζαλογγίτης, ο παπα Νικόλας των Λελόβων, ο θρυλικός καλόγερος Μακάριος, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος, Θοδωράκης Γρίβας, Κονεμένοι, Ιωάννης Γενοβέλης, Αναστάσιος Γερογιάννης, Πέτρος Ηπίτης, Κων/νος Κανάρης, Χριστάκης Καλόγερος, Ζώης Ζαχαράκης, Λάππας και Χονδρομάρας, Φώτο Μπόμπορης, Νικολό Τζοβάρας, Ζορμπαίοι, Πεποναίοι, Σμπονιάτες και όλοι οι Οπλαρχηγοί και οι ανώνυμοι αγωνιστές της Πρέβεζας, της Λάκκας Σουλίου, της Λάμαρης, του Φαναρίου και του Σουλίου, των οποίων τα ονόματα δεν χωρούν σ’ αυτές τις σελίδες.
Στον τόπο μας συγκροτήθηκαν σημαντικές μάχες, των οποίων η έκβαση συνέβαλε αποφασιστικά στην επιτυχία του Αγώνα, ενώ δεν έλειψαν οι πυρπολήσεις, οι σφαγές και οι διωγμοί των αμάχων, θυμάτων της εκδικητικής μανίας των εχθρών.
Το Ζάλογγο, η Ρινιάσα, η Μπογόρτσα, τα Λέλοβα, η Σπλάντζα, ο Καντζάς, η Καστροσυκιά, η Πάργα, το Φανάρι, η Γλυκή, η Φιλιππιάδα, η Πρέβεζα, η Καμαρίνα, ο Λούρος, η Βρυσούλα, η Ρουσιάτσα κ.ά. κατέχουν μία θέση ξεχωριστή στην τοπική Ιστορία μας.
Έχουμε κάθε λόγο να αισθανόμαστε περήφανοι για τον τόπο και τους ήρωές μας, τους οποίους όχι μόνον την 25η Μαρτίου αλλά και με κάθε ευκαιρία επιβάλλεται να τιμούμε.
Είναι πολύ σπουδαίο τα παιδιά μας να κουβαλούν στις πλάτες τους μία τόσο βαριά εθνική κληρονομιά.
Και είναι καθήκον της Πολιτείας και των Δήμων να σταθούν αρωγοί και συμπαραστάτες στους νέους που γεννήθηκαν στα χωριά μας και επέλεξαν να παραμείνουν και να αγωνιστούν σ’ αυτά, σε δύσκολες για τη χώρα μας εποχές.
Είναι δικό μας χρέος, δασκάλων και γονέων, να τους διδάξουμε να αγωνίζονται με το πείσμα των Σουλιωτών προγόνων τους για την κατάκτηση των ονείρων τους, να κρατούν ανοιχτούς τους πνευματικούς τους ορίζοντες, απαλλαγμένοι από την εμπάθεια, τα λάθη και τις ιδεοληψίες του παρελθόντος.
Η σημερινές συγκυρίες και ένας αδελφοκτόνος πόλεμος στη γειτονιά μας, ο οποίος έχει τραυματίσει βαρύτατα την ανθρωπότητα και την ειρήνη μεταξύ των λαών, μας στέλνουν ένα ηχηρό μήνυμα.
Εκείνο της ενότητας όλων μας απέναντι σε κάθε εισβολέα και της διατήρησης της εθνικής μας ομοψυχίας, ανεξαρτήτως της ιδεολογίας και των προσωπικών μας επιδιώξεων, προκειμένου να επαναφέρουμε στις καρδιές μας τις χρυσές αρετές των προγόνων μας και την πανανθρώπινη αλληλεγγύη.