Ο Γεώργιος Τσόγκας κατάγονταν από Σαρακατσάνικη οικογένεια και είχε τη δική του πορεία και μεγάλη προσφορά στον Αγώνα του 1821. Από μικρός ο Τσόγκας βγήκε κλέφτης κοντά στον Κατσαντώνη και έγινε πρωτοπαλίκαρο του. Όταν ο Κατσαντώνης σκοτώθηκε ακολούθησε τον αδερφό του Κατσαντώνη Λεπενιώτη. Κατά τον Ηπειρώτη μελετητή Νικ. Χ. Παπακώστα ο Τσόγκας ήταν ξάδερφος των Κατσαντωναίων…
Μετά από ένα διάστημα παραμονής με το Λεπενιώτη, άγνωστο πόσο, μάλλον μέχρι το 1810, όπου ο Λεπενιώτης διώχτηκε και κατέφυγε στον Κάλαμο και το Μεγανήσι, ο Τσόγκας βρέθηκε στη φρουρά του Αλή πασά και κατόπιν έγινε καπετάνιος της περιοχής της Βόνιτσας.
Ο Τσόγκας ήταν άνδρας γενναίος και ανδρείος, αλλά αργοκίνητος και σκεπτικός στις αποφάσεις του. Ήταν πλούσιος, είχε αρκετή ακίνητη περιουσία (κοπάδια) και άτεκνος, παρ’ όλα αυτά όμως ήταν πολύ φιλάργυρος. Πριν την Επανάσταση νοίκιαζε από τον Αλή πάσα βοσκοτόπια στην περιοχή της Βόνιτσας για αν ξεχειμάσουν τα κοπάδια του. Ο λαός τον ονόμαζε Βλαχοτσόγκα, γιατί τον ακολουθούσαν όλοι οι οι νομάδες ποιμένες του Ασπροποτάμου, των Αγράφων και της Άρτας που κατέβαιναν στην περιοχή για χειμαδιά. Όλους αυτούς ακόμα και σήμερα οι ντόπιοι τους ονομάζουν, όλους ανεξαιρέτως, βλάχους.
Με την κήρυξη της Επανάστασης ο Τσόγκας με τους άνδρες του ανέλαβε να χτυπήσει και να εκδιώξει τους Τούρκους της περιοχής της Βόνιτσας και των φρουρίων της Πλαγιάς και του Τεκέ. Μετά από σκληρό αγώνα εκδιώχτηκαν οι Τούρκοι από τις περιοχές της Βόνιτσας, εκτός από αυτούς που κλείστηκαν στο κάστρο, και ο Ελληνικός στρατός πέρασε το Μακρυνόρος και επιχείρησε να καταλάβει την περιοχή της Άρτας.
Στη συνέχεια ο Τσόγκας έφτασε στο αξίωμα του στρατηγού και ήταν φίλος του Μαυροκορδάτου, ο οποίος τον διόρισε μέλος του δικαστηρίου εναντίον του Καραϊσκάκη στο Αιτωλικό τον Απρίλιο του 1824. Ως οπαδός του κόμματος του Μαυροκορδάτου, ήταν φανατικός εχθρός του Βαρνακιώτη και των Γριβαίων. Η αιτία της εχθρότητας προς το Βαρνακιώτη, ήταν και οι διαφορές τους για το κόλι της Κατούνα, ενώ για τους Γριβαίους ήταν η δολοφονία από αυτούς και τον Τ. Μαγγίνα των Χασαπαίων στον Αστακό (Απρίλιος 1823). Οι Χασαπαίοι ήταν αξιωματικοί του Τσόγκα και πολυάριθμη οικογένεια του Δραγαμέστου. Στη συνέχεια ο Γ. Τσόγκας, ο Δ. Μακρής και οι Χασαπαίοι κυνήγησαν τον Γρίβα και τον ανάγκασαν να καταφύγει στη Κατοχή και να κλειστεί στον πύργο του Γουλίμη.
Μετά από το αποτρόπαιο αυτό έγκλημα αναστατώθηκε το Ξηρόμερο, αλλά και από τις διαμάχες που ακολούθησαν. Αυτό συνέβη σε μια δύσκολη στιγμή για την Επανάσταση και μάλιστα την εποχή που επέκειτο η εκστρατεία του Μουσταή της Σκόνδρας. Ο Βασίλης Χασάπης και οι άλλοι διώκτες του περικύκλωσαν τον Γρίβα (Μάιος 1823) στην Κατοχή, αυτός όμως κατάφερε να διαφύγει χάρη στη βοήθεια του Δημοτσέλιου. Ο Δημοτσέλιος ήταν πολύ διαλλακτικός και συγκαταβατικός, φυσικά δεν συμφωνούσε με την ενέργεια του Γρίβα, αλλά θεωρούσε ό,τι το χειρότερο για τη στιγμή αυτή την αλληλοσφαγή. Αφού ο Γρίβας κατάφερε να διαφύγει, οι Γ. Τσόγκας και Μ. Μπότσαρης κατέλαβαν το Μεσολόγγι και δήλωσαν, ότι για κανέναν λόγο δεν θα έβγαιναν να πολεμήσουν εναντίον των Τούρκων, όσο ο Γρίβας ήταν στη Δ. Στερεά. Μετά την απαίτηση τους αυτή, αλλά και άλλων οπλαρχηγών, η Διοίκηση έστειλε τον Γρίβα στη Πελοπόννησο, όπου έμεινε μέχρι το τέλος του Αγώνα.
Με την έναρξη της Β΄ πολιορκίας του Μεσολογγίου ο Τσόγκας ήταν σωματάρχης. Από την πόλη έφυγε τον Ιουλίου του 1825, αφού πήρε άδεια εξόδου από την πόλη λόγους υγείας και πήγε στην περιοχή του. Μετά την πτώση του Μεσολογγίου συνθηκολόγησε με τους Τούρκους και πήρε πίσω το αρματολίκι της Βόνιτσας. Όταν ήρθε ο Καποδίστριας ξαναγύρισε στην Επανάσταση και συμμετείχε στις μάχες για την απελευθέρωση της Δυτικής Στερεάς. Πέθανε στο Αιτωλικό το 1832. Μετά θάνατον (1836) του απονεμήθηκε τιμητικά ο βαθμός του λοχαγού της Φάλαγγας.
«Σι’ όλο τον κόσμο ξαστεριά,
σ’ όλο το κόσμο ήλιο
και στο Βραχώρι το πικρό,
μαύρος καπνός κι αντάρα.
καπεταναίοι τώκαψαν
ο Τσόγκας κι’ Αλεξάκης».
Δημοτικό. (Ηπειρωτική Εστία, τομ. Ε΄ 1956 σ. 152)]
ΣΟ