Τον λόγο στη συνέχεια έλαβε ο Αλέξης Κόκκος ως επιστημονικός υπεύθυνος της νέας μελέτης της διαΝΕΟσις για την εκπαίδευση και κατάρτιση ενηλίκων (ΕΚΕ) στην Ελλάδα, ο οποίος παρουσίασε τα βασικά της σημεία. Επεσήμανε ότι το σύστημα περιλαμβάνει πολλούς θεσμούς, όπως τα Κέντρα Διά Βίου Μάθησης, τα ΙΕΚ, τα Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας, οι σχετικές δράσεις των ΑΕΙ, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των κολεγίων και των επιχειρήσεων, αλλά και άλλους «αχαρτογράφητους» φορείς. Η υφιστάμενη προβληματική κατάσταση έχει διαμορφωθεί τα τελευταία 30 χρόνια, όπως είπε. Ενδεικτικά, η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία μεταξύ των χωρών της σε σχετική μελέτη της ΕΕ από το 2019, ενώ οι πολίτες δεν εμπιστεύονται την αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα της ΕΚΕ. Αναφερόμενος στα αίτια της κατάστασης, ανέλυσε τις παθογένειες στον τομέα, όπως η έλλειψη εθνικού σχεδιασμού, η θεσμική ασυνέχεια, η πολυνομία και η κακονομία, οι γραφειοκρατικές αγκυλώσεις του δημόσιου τομέα, η ασυνεννοησία και ο ανταγωνισμός μεταξύ των Υπουργείων, και ο ατελέσφορος συγκεντρωτισμός. Συμπλήρωσε ότι η ΕΚΕ δεν χρησιμοποιήθηκε ως κοινωνικό εργαλείο, αλλά ως εργαλείο απορρόφησης των κοινοτικών πόρων και κονδυλίων, και επεσήμανε το αποδιοργανωμένο σύστημα εκπαίδευσης και πιστοποίησης εκπαιδευτών, την υπολειτουργία της συμβουλευτικής και της πρακτικής άσκησης, και την έλλειψη αξιολόγησης. Παρόλα αυτά, ο κ. Κόκκος είπε ότι υπάρχουν καλές πρακτικές από επιχειρήσεις, δήμους, κοινωνικούς εταίρους και επιστημονικούς φορείς, ενώ σημείωσε ότι ο νέος νόμος περιέχει σημεία ανασυγκρότησης, επισημαίνοντας ότι θα χρειαστεί χρόνος για την επιτυχή εφαρμογή της μεταρρύθμισης. Τέλος, αναφέρθηκε στις κρισιμότερες προτάσεις πολιτικής που προτείνει η μελέτη, μεταξύ των οποίων η δέσμευση των φορέων στην τήρηση των προδιαγραφών, η επιμόρφωση των επιμορφωτών και των στελεχών ΕΚΕ, η δημιουργία εθνικής καμπάνιας για την εδραίωση της κουλτούρας της ΕΚΕ, τα κίνητρα για την αύξηση συμμετοχής και η αξιολόγηση. Η Νάνσυ Πουλούδη, μέλος της επιστημονικής ομάδας του πρόσφατου κειμένου πολιτικής της διαΝΕΟσις για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση στην Ελλάδα στη μετα-κορωνοϊό εποχή, υπογράμμισε ότι πλέον τα πλεονεκτήματα της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης είναι ορατά στους πολίτες. Από την πρώτη, μεγάλη έρευνα της ομάδας που δημοσιεύτηκε το 2018, μεσολάβησαν δομικές παρεμβάσεις όπως η συγκρότηση του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, η δημοσίευση της βίβλου του ψηφιακού μετασχηματισμού με κέντρο τον πολίτη, και η έμφαση στον ανασχεδιασμό των υπηρεσιών, αλλά και στις «γρήγορες νίκες». Η πανδημία, σημείωσε, επιτάχυνε τις διαδικασίες, αλλά και την εξοικείωση των πολιτών με τις νέες εφαρμογές. Παράλληλα, η μελέτη, όπως είπε, εντοπίζει τα δυνατά σημεία, τις αδυναμίες, τις ευκαιρίες και τις απειλές που υπάρχουν σε αυτό το περιβάλλον, το οποίο επηρεάζει και τον τομέα της κατάρτισης. Από τα δυνατά σημεία ξεχώρισε την ενιαία ψηφιακή πύλη gov.gr, και τα άτομα που όρισε ως «ήρωες» οι οποίοι αναλαμβάνουν τολμηρές πρωτοβουλίες. Η κ. Πουλούδη τόνισε ότι η συγκυρία είναι ευνοϊκή ώστε οι πολλές αδυναμίες να αντιμετωπιστούν ως ευκαιρίες, καθώς και να βελτιωθεί η θέση της Ελλάδας στον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας, στον οποίο το 2019 η χώρα βρισκόταν στην προτελευταία θέση. Επίσης, αναφέρθηκε στο μελλοντικό σχέδιο για ενίσχυση του τομέα των υπηρεσιών του κράτους προς τις επιχειρήσεις. Σχετικά με τις ανάγκες προς την κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού, υπογράμμισε την ενίσχυση των ψηφιακών δεξιοτήτων και την καλλιέργεια αντίληψης δυνατοτήτων των πληροφοριακών συστημάτων έτσι ώστε να δημιουργηθεί ζήτηση, τα κίνητρα για χρήση συστημάτων, και τη σημασία των υβριδικών γνώσεων. Ο Μιλτιάδης Νεκτάριος μίλησε για την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση (ΕΕΚ) στην Ελλάδα ως επιστημονικός υπεύθυνος του σχετικού κειμένου πολιτικής της διαΝΕΟσις. Αναφερόμενος στον λόγο που μας απασχολεί η ΕΕΚ στην Ελλάδα, υπογράμμισε την μεσοπρόθεσμη ανάγκη της στελέχωσης των μεσαίων θέσεων στην οικονομία καθώς για την επόμενη δεκαετία έχει εξασφαλιστεί πλέον μια ικανή μάζα πόρων που θα χρειαστούν αυξημένο εργατικό δυναμικό και εξειδικευμένο προσωπικό. Στην Ελλάδα, ωστόσο, υπάρχει μεγάλη έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού στην αγορά, πρόβλημα που προέκυψε κυρίως κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης όπου η αξία της ΕΕΚ απαξιώθηκε έναντι των ΑΕΙ για την ελληνική οικογένεια. Λαμβάνοντας υπόψη την γήρανση του πληθυσμού, τόνισε, ότι δεν μπορούμε να υπολογίζουμε στην ανάπτυξη με βάση την αύξηση του εργατικού δυναμικού, αλλά την ανάπτυξη της παραγωγικότητας και των προσόντων. Ο κ. Νεκτάριος έθεσε μια σειρά από στόχους για την ενίσχυση της ΕΕΚ: α) διασύνδεση του σχεδιασμού της ΕΕΚ με το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας, β) διάγνωση των αναγκών και σύνδεσή τους με την αγορά εργασίας και τα επαγγελματικά περιγράμματα του ΕΟΠΠΕΠ γ) δημιουργία ετήσιου πλάνου για την εξασφάλιση θέσεων μαθητείας, δ) αναβάθμιση του ΣΕΠ, και ε) πιστοποίηση από τον ΕΟΠΠΕΠ των αποφοίτων των δημόσιων και ιδιωτικών επαγγελματικών σχολών. Κλείνοντας, είπε ότι «εκμεταλλευόμενοι την καινούργια νομοθετική ρύθμιση πρέπει να βελτιώσουμε και να βάλουμε την ΕΕΚ στη θέση που της αξίζει». Ακολούθησε ένας δεύτερος κύκλος τοποθετήσεων από τους ομιλητές, οι οποίοι απάντησαν σε κάποιες από τις δεκάδες ερωτήσεις και τα σχόλια του κοινού που είχαν διατυπωθεί κατά τη διάρκεια της συζήτησης. Πιο συγκεκριμένα, ο Γενικός Γραμματέας ανέφερε ότι έχουν εξασφαλιστεί στο Ταμείο Ανάκαμψης και στο ΕΣΠΑ 400 εκατομμύρια ευρώ για την ανανέωση του εξοπλισμού στα εργαστηριακά κέντρα και στα ΙΕΚ. Μίλησε για τις προτεραιότητες που έχουν τεθεί και υλοποιούνται, όπως η ίδρυση πειραματικών, θεματικών ΙΕΚ και πρότυπων ΕΠΑΛ, η διαπερατότητα του εκπαιδευτικού συστήματος, η ίδρυση γραφείων επαγγελματικής ανάπτυξης, και η αύξηση των θέσεων μαθητείας. Τέλος, σύμφωνα με τον κ. Βούτσινο, στα επόμενα βήματα του Υπουργείου συμπεριλαμβάνεται η ενίσχυση των Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας, καθώς και ένα πρωτόκολλο συνεργασίας με την ΚΕΔΕ σχετικά με τα Κέντρα Διά Βίου Μάθησης των δήμων. Μπορείτε να παρακολουθήσετε ολόκληρη τη συζήτηση εδώ.
|