Γράφει ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
Πώς και γιατί δεν υπάρχει σύγχρονος λόγος για τη μάνα όλων μας, την ελληνική επαρχία;
Δυό πράγματα με ενδιαφέρουν πολύ τον τελευταίο καιρό. Η επαρχία. Και οι ηλικιωμένοι. Δεν είναι καινούρια η λόξα― απλώς εντείνεται. Το επιβεβαιώνω αυτές τις μέρες που τις περνάω πάλι στο νησί μου.
Όσο κι άν φαίνεται χαζό, ο επαρχιωτισμός, ως αισθητική κατηγορία, μου φάνηκε ότι είχε μοντέρνο ψαχνό όταν ήμουν φοιτητής κι είδα σε κλιπάκια τύπου Tennessee των Arrested Development μια δίχως απολογίες "επιστροφή στις ρίζες". Σκέφτηκα, ότι θάταν ωραία μαγκιά να πεις και να κάνεις κάτι σύγχρονο, χωρίς να το κουνήσεις ρούπι από εκεί που γεννήθηκες. Αλλά ο σπόρος είχε πέσει παλιότερα. Από τον Ντύλαν Τόμας- το ουαλλικό χωριό του, το Γαλατόδασος, και τα ληθαργικά απογεύματα στην παμπ.
Δεν υπάρχει λόγος να απαριθμήσουμε τους εξαίσιους τρόπους που η επαρχία, ιδίως η αμερικανική, περνάει στη λογοτεχνία και τις Τέχνες (αυτόματα έρχεται στο νου μου το Farmer's Daughters του William Carlos Williams). Με γοητεύουν σχεδόν όλοι. Και πάνω κάτω, έχουν μερικά κοινά: τη μικρή κοινωνία όπου όλοι γνωρίζονται, μισιούνται κι αγαπιούνται ταυτόχρονα, το αργό -σχεδόν πηχτό- πέρασμα του χρόνου, τα απαράλλαχτα τελετουργικά της καθημερινότητας, την επικυριαρχία των ηλικιωμένων στην δημόσια "εικόνα", την ένταση των νεκροταφείων (ακόμα κι όταν δεν φαίνονται, είναι σα να επικρέμανται πάνω από την μικρή κοινωνία), την σιγαλιά που ξεκουφαίνει, ήχους που μοιάζουν πάντα με απόηχο, φωνές που μοιάζουν πάντα με αντίλαλο. Τίποτα δεν είναι απλό και μονοσήμαντο στην επαρχία. Από πίσω, μαίνεται πάντα μια σχεδόν μεταφυσική συνομιλία. Ακόμα και στο καλημέρα ενός γέρου, που σου λέει ότι κάποτε μέθαγε με τον πατέρα σου (πεθαμένου δεκαετίες).
Φωτ.: Salva Lopez, Πέντε χρόνια ζώντας με τον παππού και τη γιαγιά μου
Αναρρωτιέμαι, αν η "επαρχιακότητα" μ΄αρέσει επειδή έχει την μελαγχολία του αποτραβηγμένου, ή επειδή μου θυμίζει τα παιδικά μου χρόνια. Ή και τα δυό μαζί. Δεν έχω ιδέα. Εκτός από μελαγχολία πάντως, βρίσκω ότι έχει και πολλά άλλα χαρακτηριστικά: Μαγκιά, όπως προείπα (με τις απαραίτητες τερατογενέσεις). Ιδιωματικότητα. Υπερήφανο ήθος. Την τόλμη τού φυγόκεντρου.
Το να φεύγεις από εκεί που είναι η δράση (τη μεγάλη πόλη), από επιλογή κι όχι από ήττα, προϋποθέτει κάποια πίστη στη δράση που έχεις μέσα σου. Και κάποιο πείσμα.
Ωστόσο, στην Ελλάδα, λίγοι καλοί μυρίστηκαν τη φλέβα. Λίγοι το ΄χαν! Αν και οι περισσότεροι ερχόμαστε απ' τα δάση και τα νερά, η επικυριάρχη γλώσσα έχει ένα πρωτευουσιάνικο ψεύδισμα, ακόμα κι όταν η επαρχία μπαίνει ως θέμα ή φόντο. Μια επισημότητα φορεμένη σαν προφυλακτικό, φίσκα στα φιλολογικά κλισέ, που δεν δημιουργεί μια ατμόσφαιρα καινούρια κι ελεύθερη, αλλά φωτογραφίζει άψυχα την επαρχία― με το κινητό. Έτσι μοιραία, το κενό καλύπτεται από αγροτικούς λεβέντες με μούσια κι αισθητική κονσέρβας, που πουλάνε επαρχία, ενώ σπρώχνουν κόμματα και μερέντες.
Οι μόνοι που με έπεισαν και με συγκίνησαν εν προκειμένω, είναι παιδιά που σαν και μένα μεγάλωσαν στο λήθαργο, χωρίς να απολογούνται γι αυτόν: οι Κόρε΄Υδρο πάνω από όλους, και ο Larry Gus ― ιδίως στο καταπληκτικο φιλμάκι του, πριν πάρει τον ομματιών του και φύγει.
Τα ίδια με τους γέρους. Κανείς στην Ελλάδα δεν ασχολείται μαζί τους με μοντέρνο, νέο τρόπο. Πρέπει να φτάσεις στον Παπαδιαμάντη (ή έστω την Ζατέλη) και μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια, για νά 'βρεις γέρους με ζεστό αίμα.
Φωτ.: Salva Lopez, Πέντε χρόνια ζώντας με τον παππού και τη γιαγιά μου
Κι όμως, η επαρχία είναι το απαράβατο βασίλειό τους μέχρι σήμερα. Η κυρία Τέτα, η γειτόνισσά μας, πέθανε την περασμένη βδομάδα, κι αυτό έχει σημάνει συναγερμό στην παλιοσειρά της. Θα ζει μαζί μας πάντα- στα πράγματά της που μοίρασε πριν αναχωρήσει, στις κουβέντες της που θυμόμαστε κυκλικά όταν τρώμε, στον αναστεναγμό που βγάζει η μάνα μου όταν ανοίγει τα παράθυρα το πρωί και βλέπει το άδειο της σπίτι απέναντι.
Οι γριές και οι γέροι: τι ανεκμετάλλευτος θησαυρός!
Ωστόσο, αυτό που λέω δεν είναι μια υπέρασπιση του αναχωρητισμού. Δεν υπάρχει αναχωρητισμός στην ψηφιακή εποχή, εκτός κι αν είσαι λίγο ψεύτης. Παίρνει φωτιά το skype τις νύχτες στο Αγιονόρος― αλλά ακόμα κι ο Μονταίνιος δεν έμενε μονίμως στον προγονικό του πύργο στην επαρχία. Συχνά-πυκνά, μπαινόβγαινε στο άστυ και τα αξιώματα, για να γυρίσει με μεγαλύτερη λαχτάρα στη βιβλιοθήκη του και το χουζούρι μιας ανοιξιάτικης μέρας.
Αυτό που λέω είναι ότι η τωρινή, μπερδεμένη και αλλόκοτη ελληνική επαρχία, η μάνα όλων μας, δεν έχει υπάρξει πειστικά και ποιητικά, σχεδόν σε κανένα σύγχρονο ελληνικό έργο τέχνης. Και είναι κρίμα.
Φωτ.: Salva Lopez, Πέντε χρόνια ζώντας με τον παππού και τη γιαγιά μου
www.lifo.gr