Είναι σαφές ότι προκύπτει ένα αρκετά μεγάλο εγχείρημα, η επιτυχία του οποίου μπορεί όντως να ταράξει τα νερά στη σημερινή πραγματικότητα προσθέτοντας αρκετά μεγάλη υπεραξία στο ελληνικό αγροτικό προϊόν, που είναι και το ζητούμενο.
Το έργο ψηφιακού μετασχηματισμού του αγροτικού τομέα, του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης επί υπουργίας Ν. Παππά, ξεκίνησε ως μια ενδιαφέρουσα καινοτομία στον πρωτογενή τομέα, κατέληξε ωστόσο να έχει δικαιολογημένα αρκετούς επικριτές, οι οποίοι εν τέλει αποδείχθηκαν αρκετά ισχυροί και τεκμηριωμένα διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο στο να μην προχωρήσει.
Σε μία κοινωνία όπου το ρητό για την κατσίκα του γείτονα κυριαρχεί σε ημερήσια διάταξη, καλό θα ήταν να αναλογιστούμε για το ποιος είναι τελικά ο κερδισμένος και ποιος ο χαμένος από τη συγκεκριμένη έκβαση μη υλοποίησης του εν λόγω έργου.
Έχοντας αποστασιοποιηθεί αρκετά από το συγκεκριμένο εγχείρημα και κρίνοντας με τα μάτια ενός τρίτου, έχω πλέον τη βεβαιότητα ότι το σύνολο των αγροτών είναι οι άμεσα πληττόμενοι από τη μη υλοποίηση του έργου. Η ευφυής γεωργία ως σύλληψη είναι αξιόλογη με επιστημονικό υπόβαθρο, ωστόσο υπάρχει ένα σημαντικό πρόβλημα το οποίο θα πρέπει να αντιμετωπιστεί στην εφαρμογή της. Αυτό δεν είναι άλλο από το μεγάλο κόστος απόκτησης της συγκεκριμένης τεχνολογίας, που σε συνδυασμό με τον σχετικά μικρό μέσο κλήρο των αγροτών καθιστά τελικά την εφαρμογή της, οικονομικά μη συμφέρουσα.
Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, φαίνεται εξαιρετική η ιδέα διαμόρφωσης μίας εθνικής δημόσιας υποδομής με σταθμούς συλλογής καλλιεργητικών δεδομένων, απαλλάσσοντας τον παραγωγό από το μεγάλο κόστος αρχικής επένδυσης και παρέχοντάς του τον ακρογωνιαίο λίθο, πάνω στον οποίο θα θεμελιώσει την τεχνολογική εξέλιξη της δραστηριότητάς του. Είναι όμως αυτή ικανή συνθήκη να οδηγήσει στον ψηφιακό μετασχηματισμό του αγροτικού τομέα στη χώρα μας, ή η υλοποίηση του έργου θα ήταν τελικά άλλη μία φενάκη που απλά θα ενίσχυε το συβαριτισμό αλλήλων;
Η απάντηση μοιάζει προφανής για όσους πραγματικά γνωρίζουν ποια είναι τα διαχρονικά προβλήματα του πρωτογενή τομέα. Το συγκεκριμένο έργο δεν έμοιαζε ικανό (και δεν ήταν έτσι όπως σχεδιάστηκε) να ωθήσει αποτελεσματικά τον αγροτικό τομέα στο επόμενο βήμα, όχι γιατί δεν ήταν καινοτόμο, όχι γιατί δεν ακουμπούσε πάνω σε υφιστάμενα προβλήματα, αλλά κυρίως διότι δεν παρείχε μία ολοκληρωμένη υποδομή ανάπτυξης του κλάδου, παρά μόνο ένα μικρό κομμάτι αυτής. Δεν θα μπω στη διαδικασία να αναλύσω τον λόγο, που δεν έχει και μεγάλη σημασία πλέον, αλλά θα αφιερώσω τις επόμενες παραγράφους στην εστίαση του τι θα πρέπει να καλύπτει ένα νέο εμβληματικό έργο που πραγματικά θα επιλύει το ζητούμενο του ψηφιακού μετασχηματισμού.
Εμβαθύνοντας στα βασικότερα προβλήματα τα οποία έχει να αντιμετωπίσει ο πρωτογενής τομέας, δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε ως πρώτιστο τη διαχείριση και τη χρήση των υδάτων άρδευσης, κυρίως λόγω έλλειψης αντίστοιχων υποδομών. Το υψηλό κόστος ενέργειας και λοιπών εισροών στην παραγωγική διαδικασία, οι παράνομες ελληνοποιήσεις, η αποστροφή στην αλλαγή, που οδηγεί την αδυναμία στήριξης της καινοτομίας, συμπληρώνουν αλλά δεν ολοκληρώνουν τον κύκλο των βασικών προβλημάτων.
Η απάντηση λοιπόν στο ερώτημα για το τι θα πρέπει να περιλαμβάνει ένα πραγματικά εμβληματικό έργο μετασχηματισμού του πρωτογενούς τομέα, μετατρέπεται στο τι πραγματικά είναι αυτό το οποίο μπορεί επί της ουσίας να αντιμετωπίσει τα ως άνω θέματα. Η απάντηση είναι μονολεκτική και αφορά τις υποδομές. Υποδομές για το νερό και τους ΤΟΕΒ, υποδομές για τη διαμόρφωση φθηνότερων εισροών, υποδομές στήριξης νεοφυών επιχειρήσεων στον χώρο, υποδομές συνεργατισμού, υποδομές για την ευφυή γεωργία και την ιχνηλασιμότητα των προϊόντων.
Αφετηρία οι υποδομές
Εφόσον λοιπόν το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης έχει ως στόχο την παρέμβαση στην πρωτογενή παραγωγή, η διαμόρφωση υποδομών είναι η αφετηρία. Προφανώς θα πρέπει να παραδειγματιστούμε από την πρότερη αποτυχία και τους λόγους που οδήγησαν σε αυτή και να αποφύγουμε τις κακοτοπιές. Το έργο θα πρέπει να έχει χώρο για όλους όσοι μπορούν να προσφέρουν στον αγροτικό τομέα και έχουν μάθει να συνεργάζονται και να μοιράζονται. Δεν υπάρχει χώρος για όσους επιθυμούν να καθορίζουν και να αναπαράγουν παλαιοκομμουνιστικές πρακτικές.
Τι θα πρέπει λοιπόν επιγραμματικά να περιμένουμε από μία τέτοια πιθανή παρέμβαση:
- Ανάπτυξη τεχνολογικών υποδομών για τη διαχείριση των αρδευτικών υδάτων, οι οποίες θα μπορούν να εφαρμοστούν σε ευρεία κλίμακα και εφόσον τεκμηριώσουν, μέσα από το έργο, την αποτελεσματικότητά τους θα μπορούν να χρηματοδοτηθούν περαιτέρω από το νέο ΠΑΑ.
- Ανάπτυξη δικτύου σταθμών συλλογής δεδομένων απαραίτητων για την εφαρμογή υπηρεσιών ευφυούς γεωργίας, χωρίς βέβαια το έργο να αναλωθεί σε αυτό (όπως είχε συμβεί σε προκλητικό και αδικαιολόγητο βαθμό το προηγούμενο). Οσο και να θέλουν πολλοί να αυτοαποκαλούνται ειδήμονες του χώρου, η πραγματική αλήθεια είναι ότι οι υπηρεσίες ευφυούς γεωργίας, όπως τις φαντάζεται ο καθείς, δεν έχουν αποδείξει ακόμα ότι πραγματικά μπορούν να βελτιώσουν την οικονομική πρόσοδο της αγροτικής δραστηριότητας. Πρέπει λοιπόν να δώσουμε την ευκαιρία στους παρόχους υπηρεσιών, κάτω από τους ίδιους όμως όρους, να αναπτύξουν την επιχειρηματικότητά τους χρησιμοποιώντας μία κοινή δημόσια υποδομή.
- Ανάπτυξη υποδομής για τη δημιουργία ενός τεχνολογικού hub που θα καθοδηγεί, εκπαιδεύει τεχνικά και επιχειρηματικά, παρέχει χρηματοδότηση και χρηματοδοτικά εργαλεία από τράπεζα ή/και funds σε startup και υφιστάμενες επιχειρήσεις με σκοπό την ανάπτυξη καινοτόμων λύσεων για τον κλάδο. Ενδεικτικά, για τον τομέα των ιδιωτικών ασφαλίσεων, την ψηφιοποίηση του συνόλου της αγροτικής αλυσίδας, της επίβλεψης και παρακολούθησης της ΚΑΠ, απαιτούνται καινοτόμες λύσεις που χρειάζεται η αγορά.
- Ανάπτυξη υποδομών για φυσικά ή/και ηλεκτρονικά δημοπρατήρια για τα βασικά, τουλάχιστον, ελληνικά αγροτικά προϊόντα.
Το μεγάλο εγχείρημα
Είναι σαφές ότι προκύπτει ένα αρκετά μεγάλο εγχείρημα, η επιτυχία του οποίου μπορεί όντως να ταράξει τα νερά στη σημερινή πραγματικότητα προσθέτοντας αρκετά μεγάλη υπεραξία στο ελληνικό αγροτικό προϊόν, που είναι και το ζητούμενο. Πέραν όμως από την καταλυτική διαφορά του νέου εγχειρήματος όσο αφορά στην ολιστικότητα με την οποία θα πρέπει να αντιμετωπίζει τις υποδομές, θα πρέπει και η αγορά να λειτουργήσει με σύνεση. Δεν υπάρχουν δεδομένες και εδραιωμένες θέσεις στον χώρο και ως εκ τούτου όσο και να θέλουν κάποιοι να τις διεκδικούν θα εκπλαγούν κατάφορα. Οι συνεταιρισμοί με τη σειρά τους θα πρέπει άμεσα να ανασυνταχθούν και να δώσουν ένα βροντερό παρών στην καθημερινότητα που τους αφορά. Το να κρύβουν τη μιζέρια τους πίσω από τις ξύλινες πλάτες τρίτων, δεν ωφελεί και δεν οδηγεί πουθενά.
Κλείνοντας, η νέα προγραμματική περίοδος είναι προ των πυλών και είμαστε όλοι σε θέση όχι παρασιτικά αλλά με μεγαλύτερη εμπειρία και με την εκπαίδευση που παρέχουν τα λάθη του παρελθόντος και οι μη σωστές επιλογές, να προχωρήσουμε παρακάτω. Αλλωστε για τους περισσότερους συνήθως υπάρχει και μια δεύτερη ευκαιρία. Επομένως, θα πρέπει να σταθμίσουμε τις ανάγκες μας, προσωπικές ή και συλλογικές, και να πράξουμε με τρόπο που εξασφαλίζει ταυτόχρονα τη βιωσιμότητα του συνόλου. Αφήνουμε τους αιθεροβάμονες να ευελπιστούν στην υψηλή πολιτική παρέμβαση, όπως γαλουχήθηκαν ως τώρα, και με άξονα τη λογική, τις πραγματικές ανάγκες και την ικανότητα του καθενός η αγορά θα βρει μία νέα ισορροπία.
Ιωάννης Κουφουδάκης
επιστημονικός συνεργάτης Παν. Αιγαίου και τ. CEO GAIA ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ (2014 – 2018), NeuroPublic (2018 -2019)
in.gr