Πετώντας με ασφαλή φτερά στον ουρανό του Αγρινίου
«Από μικρή σκεφτόμουνα πως είναι να πετάω
κι όλο ονειρευόμουνα στα σύννεφα να πάω.
Μα, αφού φτερά μου έλειπαν έψαξα άλλους τρόπους,
μ’ ασφάλεια να τριγυρνώ πάνω απ’ τους ανθρώπους.
Ανέβηκα στον ουρανό μέσα σε αεροπλάνο
κι αισθάνθηκα ελεύθερη, στ’ αλήθεια εκεί πάνω.
Στην Κρήτη βρέθηκα αρχικά, κι ύστερα στο Παρίσι
και πάντοτε τη θαύμαζα από ψηλά τη φύση.
Έπειτα στη Βαλένθια, μα και στη Λισαβόνα,
να τρέχω μία άγνωστη στου μόχθου τον αγώνα.
Ταξίδεψα στο Ρότσεστερ, στη Βιέννη, στο Λονδίνο
κι ήθελα όλο να πετώ και μέλισσα να γίνω.
Ώσπου μετά από καιρό, μου ήρθε μια κλήση
για ένα ταξίδι διαλεχτό, μια υπόσχεση μη σβήσει.
Με πήραν και μου είπανε ότι ήρθε πλέον ώρα
σε μοτοαιωρόπτερο να μπω εδώ και τώρα.
Κι η βόλτα ήταν ξέχωρη, γλυκιά σαν ηλιαχτίδα,
γιατί σ’ αυτήν θα πέταγα πάνω απ’ την πατρίδα.
Ποιος το περίμενε, άραγε, να είν’ τόσο γαλήνιο
ετούτο το ταξίδι μου απάνω απ’ το Αγρίνιο…»
Αριάδνη Δάντε
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε μέσα στα καπνοχώραφα της Αιτωλοκαρνανίας ένα κοριτσάκι, που ονειρευόταν να πετάξει ψηλά στον ουρανό. Της άρεσε πολύ να ονειρεύεται πως πετάει και να καμαρώνει τα καστανογαλαζοπράσινα σχέδια της όμορφης πατρίδας της.
Και τα χρόνια πέρασαν… Το κοριτσάκι μεγάλωσε κι έφυγε χιλιάδες μέτρα μακριά από τα καπνοχώραφα, για να σπουδάσει και να εργαστεί στην ασφάλεια ενός γραφείου. Κι όσο για το πέταγμα, αναζήτησε άλλη ασφάλεια, εκείνη των αεροπλάνων κι έτσι κατάφερε να ανέβει πολύ πολύ ψηλά στον ουρανό και να ταξιδέψει σε πολλά μέρη. Σε κάθε αεροπορικό της ταξίδι, διάλεγε θέση πλάι στον έλικα κι απ΄ το μικρό παραθυράκι απαθανάτιζε τα σχέδια της γης. Μα το αεροπλάνο ανέβαινε γοργά και χάνονταν στα ζαχαρωτά σύννεφα κι ύστερα κατέβαινε το ίδιο γρήγορα και δεν προλάβαινε να χαρεί τον μανδύα της γης. Μέχρι τα τριάντα εννέα της χρόνια είχε καταφέρει να αντικρίσει -έστω και για λίγο- πολλά γήινα πέπλα, όμως δεν χάρηκε ποτέ το πέπλο της γενέθλιας γης της. Ώσπου μια μέρα, δέχθηκε μια κλήση για ένα ιδιαίτερο πέταγμα, μια πτήση με μοτοαιωρόπτερο στον ουρανό της πατρίδας της.
Μια φορά κι έναν καιρό, την Κυριακή 13 Οκτωβρίου συνάντησα στην ηλιόλουστη Αερολέσχη Αγρινίου, που βρίσκεται σε απόσταση μόλις πέντε λεπτών από την πόλη του Αγρινίου (στο παλιό πολιτικό αεροδρόμιο), τον αγαπητό φίλο Κωνσταντίνο Σαμψών, για να πραγματοποιήσουμε την πτήση που ονειρευόμουν από παιδί.
Φυσικά, ο Κωνσταντίνος δε γνώριζε την παιδική μου επιθυμία, όμως πιστεύω ότι ο ενθουσιασμός, η φλυαρία και το χαμόγελό μου την πρόδωσαν σε όλα τα μέλη της Αερολέσχης Αγρινίου. Με σύμμαχο τον εξαιρετικό καιρό, μετά από τους απαραίτητους ελέγχους στο σκάφος μας από τον Κωνσταντίνο και τις οδηγίες για την πτητική μας ασφάλεια, φόρεσα το κράνος μου, τη ζώνη μου κι ακολούθησα τον «καπετάνιο» στο ταξίδι μας.
Χάρη στην εμπειρία του Κωνσταντίνου, ανεβήκαμε ανάλαφρα πάνω από την Αιτωλική πεδιάδα κι αρχίσαμε να κινούμαστε προς την λίμνη της Τριχωνίδας. Μαγεία η διαδρομή κι εμείς μοτοαιωρο-πουλιά, που ταξιδεύαμε γαλήνια στο χάδι του ανέμου. Γαλήνια, όπως ακριβώς το καταγράφω. Πετούσαμε σε υψόμετρο 900 μέτρων έχοντας μια ψυχική γαλήνη και τη δροσιά του αέρα να μας συντροφεύει.
Αρχικά, κατευθυνθήκαμε προς την ασύμμετρη λεκάνη της Τριχωνίδας. Καθώς πετούσαμε απολαμβάναμε το μεγαλείο της φύσης της ιδιαίτερης πατρίδας μου, που απλωνόταν κυριολεκτικά κάτω από τα πόδια μας: χωραφάκια, γραμμούλες, αυλάκια, τσιμεντένια κουτάκια και πάλι χωραφάκια και δρομάκια. Σαν φτάσαμε στην άκρη της ασύμμετρης λεκάνης, πήραμε στροφή και καμαρώσαμε κι άλλα χωραφάκια, κι άλλες γραμμούλες, ώσπου φτάσαμε πάνω από τα εκατοντάδες τσιμεντένια κουτάκια της πόλης του Αγρινίου, όπου διέκρινα το πατρικό μου με το εκκλησάκι της Αγίας Ευαγγελίστριας να δεσπόζει ξεκάθαρο πλάι του, το γήπεδο του Παναιτωλικού, το πάρκο Αγρινίου κι άλλα σημεία της πόλης. Έπειτα, κατευθυνθήκαμε προς τη Μεγάλη Χώρα κι είδαμε κι εκείνα τα κουτάκια και τα χωραφάκια, καθώς και τη γέφυρα του Αχελώου. Συνεχίσαμε με κατεύθυνση προς τη λεκάνη της Λυσιμαχίας και περάσαμε πάνω από το χωριό του Δοκιμίου με κατεύθυνση προς τη λίμνη.
Εκείνες τις στιγμές ζούσα κυριολεκτικά το όνειρο των παιδικών μου χρόνων: πετούσα πάνω από τα χωραφάκια των καλοκαιρινών μου αναμνήσεων και φυσικά, δεν άργησα να ξεχωρίσω τις γραμμές από το χωράφι με τα δαμασκηνόδεντρα του πατέρα μου. Δεν μπορώ να σας περιγράψω με ακρίβεια τα συναισθήματά μου, μπορώ όμως να σας παραθέσω μερικά στιγμιότυπα από τα συγγραφικά μου έργα, που περιγράφουν τις εικόνες του μαγικού Αιτωλοακαρνάνικου χαλιού:
«Μες στη χώρα τη Λευκή, στο γρασίδι το παχύ, φύτρωναν δαμασκηνιές με χιλιάδες νοστιμιές.», [Ο γίγαντας του δάσους, έτος συγγραφής: 2014],
«Μια φορά κι έναν καιρό, κάπου στην κοιλάδα της Ακαρνανοχώρας, ζούσε μια μελισσοβασίλισσα με τις πέντε κόρες της.» [Το τραγούδι των Ποιητών, έτος συγγραφής: 2017],
«Μια φορά κι έναν καιρό, μες σ’ έναν καρπερό αγρό τυχαία μπήκε μια χελώνα ποδηλατώντας από αγώνα.
-Αχ, τι ωραία είν’ εδώ, είπε η χελώνα με ενθουσιασμό!» [Τα μοτίβα της Φιόνας, έτος συγγραφής: 2018].
Η βόλτα μας ολοκληρώθηκε με μια ομαλή κάθοδο προς το παλιό πολιτικό αεροδρόμιο. Η τελευταία εικόνα που έχω ακόμη κι αυτή τη στιγμή στα μάτια μου είναι ένα κοπάδι με δεκάδες διάσπαρτα αρνάκια που βοσκούσαν σε ένα χωράφι.
Φτάνοντας στον αεροδιάδρομο θαύμασα για ακόμη μια φορά τη μαεστρία με την οποία προσγείωσε το μοτοαιωρόπτερο ο Κωνσταντίνος. Και μπορεί ο χρόνος πτήσης να διήρκησε λίγα περισσότερα από εξήντα λεπτά, όμως ο χρόνος της ιστορίας της πτήσης κράτησε για μένα όσο το αγαπημένο μου παιδικό όνειρο.
Αγαπημένε μου καπετάνιε των αιθέρων, Κωνσταντίνε Σαμψών, λαχταρώ για ακόμη ένα πέταγμα στον ουρανό της έμπνευσής μου.
Αγαπητοί μου αναγνώστες, σας εύχομαι να ζήσετε σύντομα την εμπειρία μου και να επισκεφθείτε το συντομότερο δυνατόν την ΑΕΡΟΛΕΣΧΗ ΑΓΡΙΝΙΟΥ προγραμματίζοντας τη βόλτα σας στον Αγρινιώτικο ουρανό. Αυτό που θα ζήσετε θα σας μείνει αξέχαστο!
«Ποιος το περίμενε, άραγε, ήταν τόσο γαλήνιο
ετούτο το ταξίδι μου απάνω απ’ το Αγρίνιο…»
Με την αγάπη μου σε όλους τους αναγνώστες του AgrinioΒestOf.gr