Τα παρακάτω γεγονότα αποτελούν αφηγήσεις από τα χρόνια που συντάραξαν την Ελλάδα όπως τα έζησε από την πρώτη στιγμή της εκστρατείας, 15 /05/1919 έως 28-08-1922, ένας ξεχωριστός άνθρωπος, ο Καλυβιώτης, Στρατόπουλος Παναγιώτης του Γεωργίου.
Γεννημένος στα Καλύβια Αγρινίου (1894-1986).
Έζησε όλη την περιπέτεια του ελληνικού γένους: Εθνικός Διχασμός, Μακεδονικό Μέτωπο, Εκστρατεία και Καταστροφή της Μικράς Ασίας.
Υπηρέτησε 8 (οχτώ) ολόκληρα χρόνια στον ελληνικό στρατό (κληρωτός το 1914 ) και απολύθηκε μετά την καταστροφή της Μικράς Ασίας στα τέλη Αυγούστου του 1922. Όταν τον ρωτούσαν πού μένει, απαντούσε χαριτολογώντας και αστειευόμενος «στα στρατιώτικα».
Σπίτι του ήταν οι στρατώνες, τα αντίσκηνα και τα πεδία των μαχών.
Κληρωτός του 1914, στρατεύεται σε ηλικία 20 χρονών με την ειδικότητα του ιππέα στο πεδινό πυροβολικό. Ήταν άριστος καβαλάρης καθώς έμαθε να ιππεύει από μικρό παιδί. Το 1915 υπηρετώντας στην Κόρινθο, στο 6ο Σύνταγμα πεζικού, σε επιθεώρηση του Συνταγματάρχη- Φρουράρχου Αθηνών, αφήνιασε το άλογό του και κανείς δεν μπορούσε να το τιθασεύσει, μόνο αυτός κατάφερε να το ηρεμίσει και να το παραδώσει στον Φρούραρχο. Τότε τον ζήτησε για ιπποκόμο του, απονέμοντάς του τον βαθμό του Δεκανέα και τον μετέθεσε στην Αθήνα ( στρατώνες Γουδί), όπου κάθε πρωί από τους στάβλους του στρατοπέδου στο Γουδί, πήγαινε στο Ζάππειο, Φιλελλήνων 22, δίπλα στην Αγγλικανική εκκλησία, όπου έμενε ο Φρούραρχος και παρελάμβανε τον Διοικητή -Φρούραρχο Αθηνών.
Υπηρέτησε σχεδόν δύο χρόνια στην Αθήνα, στο στρατόπεδο στο Γουδί, όπου έζησε τα χρόνια του εθνικού διχασμού (Βενιζέλος – Βασιλιάς Κωνσταντίνος).
Τον Νοέμβριο του 1916, με τους Αγγλογάλλους να έχουν αποκλείσει όλα τα λιμάνια της Νοτίου Ελλάδος, κινδύνευσε να σκοτωθεί καθώς σε μία άδειά του, γυρνώντας με ένα μικρό πλοιάριο, ¨έσπασαν¨ τον αποκλεισμό του λιμανιού της Ναυπάκτου.
Αφότου γλύτωσε και μετά από επτά ώρες πορεία Ναύπακτο – Νεοχώρι, έφτασε στο σπίτι του στα Καλύβια Αγρινίου.
Το 1917, με την επικράτηση του Βενιζέλου και την προσχώρηση της Ελλάδας στην Α.Ν.Τ.Α.Ν.Τ (Entente) στάλθηκε στο Μακεδονικό μέτωπο (Βέροια, Θεσσαλονίκη, Καβάλα.)
Στην Καβάλα μεταφέρει με άλογα, ξύλινες βάρκες, οι οποίες χρησίμευαν ως πλωτές γέφυρες, στο λιμάνι των Ελευθερών και χαράζει σε κάποιες από αυτές το όνομά του και αυτές τις βρίσκει τον Αύγουστο του 1921 στον Σαγγάριο ποταμό στην πορεία του στρατού για την Άγκυρα.
Στη συνέχεια, λαμβάνει μέρος στη μάχη του Σκρα μαζί με τον γαλλικό στρατό.
Απολύεται τέλη του 1918 και επιστρέφει στα Καλύβια, όπου στις αρχές του 1919 παντρεύεται την Ευφροσύνη Ζαφείρη. Μετά από είκοσι μέρες έγγαμου βίου, επιστρατεύεται για την Στρατιά της Μικράς Ασίας (πρώτη μεραρχία).
Αποβιβάζεται με τους πρώτους Έλληνες ευζώνους της πρώτης μεραρχίας στις 15 Μαΐου 1919 στη Σμύρνη. ( Ισμέρ, το μαργαριτάρι της Ανατολής.)
Αξέχαστη θα μείνει η υποδοχή του στρατού στην προκυμαία της Σμύρνης από τους Έλληνες της Ιωνίας. Σημαιοστολισμένοι στα γαλανόλευκα, το πλήθος να πανηγυρίζει και να μη πιστεύει ότι το όνειρο τόσων γενεών για απελευθέρωση από τον Τούρκικο ζυγό γίνεται πραγματικότητα.
Λαμβάνει μέρος σε όλη την πορεία και τις μάχες του Ελληνικού Στρατού, κατά την τριετία 1920-1922, ανήκοντας στο Α΄ Σώμα Στρατού – 1ο Σύνταγμα Πεζικού, πρώτη πυροβολαρχία πεδινού πυροβολικού.
Σημείωσε, μεταγενέστερα σε ένα καταπληκτικό χειρόγραφο σχεδιάγραμμα όλη την προέλαση του στρατού, τις πόλεις που κατέλαβε, τις μάχες που έδωσε, τους ποταμούς (Μαίανδρο και Σαγγάριο) τους οποίους διέσχισε και την οπισθοχώρηση που ακολούθησε. Με τα πυροβόλα, τύπου Scoda, τα οποία σαν ιππέας τα μετέφερε, άνοιγε δρόμο στην προέλαση του ελληνικού στρατού.
Οι μοιραίες για τον ελληνισμό εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 τον βρίσκουν στρατιώτη στα Φιλαδέλφεια…
Δεν πίστεψε την προπαγάνδα των αντιβενιζελικών (ότι θα τους αποστράτευε και θα γύριζαν πίσω στα σπίτια τους ). Ψήφισε το κόμμα των Φιλελευθέρων του Βενιζέλου, πιστός και στον υπαρχηγό του Βενιζέλου – Αγρινιώτη στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή, με τον οποίον υπήρχε και μακρινός συγγενικός δεσμός .
Το 1921 με τη νέα πολιτειακή και στρατιωτική ηγεσία, λαμβάνει μέρος σε όλη την εαρινή επίθεση του στρατού, καταλαμβάνοντας μετά από σκληρές και ηρωικές μάχες τις πόλεις, Ουσάκ, Αφιόν Καραχισάρ, Κιουτάχια, Εσκί Σεχίρ.
Συνεχίζει την πορεία προς την Άγκυρα μέσα από την Αλμυρά έρημο, τον Γόρδιον (Γόρδιος Δεσμός ), εκεί που μόνο ο Μέγας Αλέξανδρος και ο στρατός του είχαν πρωτοδιασχίσει…
Απαράμιλλος ηρωισμός, πορεία διακοσίων εβδομήντα χιλιομέτρων μέσα στη έρημο, μήνας Αύγουστος, ακραίες κλιματολογικές συνθήκες (μέχρι και 56 βαθμούς Κελσίου θερμοκρασία την ημέρα), άπνοια, σκόνη , έλλειψη νερού και βλάστησης (χαρακτηριστικά διηγούνταν «…έσκαγε κανονιά στα πεντακόσια μέτρα και δεν ακούγονταν».
Αφότου έγινε η διέλευση του στρατού με λεμβόζευκτες γέφυρες, πέρασε τον Σαγγάριο ποταμό. Εκεί αναγνωρίζει τις λέμβους –βάρκες που το 1918 μετέφερε και είχε παραδώσει στο Μηχανικό του στρατού, στο λιμάνι των Ελευθερών Καβάλας.
Έχοντας επίγνωση των μεγάλων ιστορικών στιγμών που ζει, συνθέτει αυτό το δίστιχο: «…10 είχε ο Αύγουστος που άρχισε η μάχη, στα υψώματα της Άγκυρας, στο Ταμπούρ Ογλού την ράχη».
Για δεκαέξι μέρες διεξάγονταν πολύνεκρες μάχες. Στην φονικότερη από όλες για την κατάληψη των υψωμάτων του Κάλε –Γκρότο, σκοτώνεται ο συνάδελφός του και ¨δίδυμο¨ στη μεταφορά των πυροβόλων, στρατιώτης –δάσκαλος από την Πάτρα. Η φονική σφαίρα τον βρήκε στην πλάτη και βγήκε κάτω στη βουβωνική χώρα, τον έθαψε ο ίδιος δύο χιλιόμετρα πιο κάτω.
Ο στρατός διέσπασε και τις τρεις γραμμές του εχθρού με κυκλική κίνηση, έφτασε απέναντι στην Άγκυρα.
Έβλεπαν τα φώτα της, αλλά η ανικανότητα και η απείθεια του Β΄ Σώματος Στρατού ( πρίγκιπας Ανδρέας) αντί να δώσει το ολοκληρωτικό χτύπημα στον εχθρό απέσυρε τον στρατό και υποχώρησε στις παλιές θέσεις του, δυτικότερα του Σαγγάριου.
Παραμένει ακόμα στρατιώτης για ένα χρόνο στη Μικρά Ασία (Αύγουστος 1921-1922) άπραγος όπως όλος ο ελληνικός στρατός με βαθιά διχασμένη ηγεσία, βασιλική – βενιζελική και κουρασμένος από μια σχεδόν δεκαετία πολέμου.
Όταν τον Αύγουστο του 1922 ο Τούρκικος στρατός που όλο αυτόν τον χρόνο εξοπλίζονταν και ενισχύονταν από τους πρώην συμμάχους μας, αντεπιτίθεται. Το μέτωπο κατέρρευσε...
Ο στρατός πέταξε τα όπλα, λιποτάκτησε και μέσα σε δώδεκα ημέρες ήρθε η ολοσχερής καταστροφή για τον ελληνισμό της Ιωνίας...
Τότε, ο στρατιώτης έδειξε όλο το θάρρος και τη μεγάλη γενναιότητά του. Δεν πέταξε τα όπλα, δεν λιποτάκτησε, και όταν διαλύθηκε το τάγμα του συμπτύχθηκε στο τάγμα του θρυλικού συνταγματάρχη Νικολάου Πλαστήρα και συντεταγμένα πολεμώντας οπισθοχώρησε.
Έφτασε μέχρι τον Τσεσμέ απέναντι από τη Χίο φέρνοντας ακέραια τα πέντε εναπομείναντα πυροβόλα τα οποία τα παρέδωσε στη Χίο.
Διέσχισε την καιόμενη Σμύρνη, όπου τα όσα είδε, δεν τα χωράει ανθρώπινος νους. Στο λιμάνι της Σμύρνης χιλιάδες Έλληνες προσπαθούσαν να περάσουν απέναντι για να σωθούν και πνίγονταν…
Ακόμη και πολλοί συνάδελφοί του που γλύτωσαν από τις μάχες επιβιβάστηκαν σε βάρκες , περισσότεροι από όσους χωρούσε, με αποτέλεσμα να πνίγονται μερικά μέτρα από τα μεταγωγικά πλοία του στόλου.
Εντόπισε στην άκρη της αποβάθρας μια βάρκα, πλήρωσε διπλό ναύλο στο βαρκάρη και όταν τον αντιλήφθηκαν και άλλοι συνάδελφοί του, ζήτησε από τον βαρκάρη να φύγει ώστε να σκαρφαλώσει στο μεταγωγικό πλοίο που τον έφερε πίσω στην Ελλάδα.
Αποβιβάστηκε στο λιμάνι του Ψαθοπύργου Πατρών, εκεί όπου πάτησε ελληνικό έδαφος μετά από τρία χρόνια. Με το τρένο έφτασε στο σταθμό των Πατρών όπου εκατοντάδες κόσμος με τις φωτογραφίες στο χέρι των συγγενών τους, προσπαθούσε εναγωνίως να μάθει νέα τους.
Στα Καλύβια έφτασε 8 Σεπτεμβρίου ενώ θεωρούταν αγνοούμενος και η σύζυγός του ετοιμαζόταν να επιστρέψει στο πατρικό της σπίτι.
Αυτό ήταν το τέλος της οχταετούς περιπέτειας…. Έζησε ακόμη άλλα εξήντα τέσσερα χρόνια, έκανε μια θαυμάσια οικογένεια, γνώρισε παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα . Η Μικρά Ασία πάντα έμενε χαραγμένη μέσα του.
Όντας σπουδαίος κυνηγός έβγαζε άδεια κυνηγιού μέχρι τα 85 χρόνια του.
Αναθεμάτιζε τους πολιτικούς και τους υπεύθυνους για την καταστροφή της Μικράς Ασίας και πάντα υμνούσε τον ηρωισμό του ελληνικού στρατού.
Όλα αυτά τα διηγούνταν στους απογόνους του μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του.
Ίσως και σ αυτόν να αναφέρονταν ο στιχουργός Νίκος Γκάτσος στο τραγούδι «1922» (Ανατολή, ανατολή), σε μουσική του Δήμου Μούτση και ερμηνεία του Μανώλη Μητσιά:
«Παιδάριο – παιδάριο στην Προύσα στον Σαγγάριο, μες του πολέμου την φωτιά μ’ έριξε η μοίρα μου βαθιά».
Επιμέλεια- Απόδοση Κειμένου
Παναγιώτης Κ. Στρατόπουλος, Ιατρός Πνευμονολόγος (Νοσοκομείο ¨Αγ. Ανδρέας¨, Πάτρα)
Α) Ο Παναγιώτης Γ. Στρατόπουλος, έφιππος με στρατιωτική περιβολή και ξίφος, στο Γουδί (1915)
Β) Χειρόγραφο μεταγενέστερο σχεδιάγραμμα του Παναγιώτη Γ. Στρατόπουλου, που δείχνει πολύ αναλυτικά την προέλαση του ελληνικού στρατού, τις πόλεις που κατέλαβε, τις μάχες που έδωσε, τους ποταμούς (Μαίανδρο και Σαγγάριο) τους οποίους διέσχισε και την οπισθοχώρηση που ακολούθησε.
- Αρχειακό υλικό από την σελίδα (F/B) της ομάδας: «Φωτογραφίες από την Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή»
1) Στοιχείο πυροβολικού της Ανεξάρτητης Μεραρχίας κατά την ώρα βολής με Πυροβόλο Armstrong των 6 ιντσών.
2) Γρήγορο κτίσιμο λεμβόζευκτης γέφυρας απ' το μηχανικό για διαπεραίωση στρατεύματος (~1921).
3) Μικρασιατική Εκστρατεία - Προέλαση προς Σαγγάριο
kalyvia.gr