Από την αρχή και της φετινής χρονιάς και μετά τη συνεχιζόμενη πρακτική της λογιστικής προσέγγισης του εκπαιδευτικού έργου που έχουμε θίξει σε προηγούμενες ανακοινώσεις, περιμέναμε να υπάρξουν προβλήματα στη διαδικασία των τοποθετήσεων. Μια διαδικασία που πρέπει βέβαια να πούμε ότι άρχισε να υλοποιείται ειδικά ως προς τις προσλήψεις των αναπληρωτών σχετικά έγκαιρα φέτος.
Υπήρξαν λοιπόν αναφορές συναδέλφων οι οποίοι ζήτησαν εξηγήσεις για τρόπο που γίνονται συγκεκριμένες ή μη τοποθετήσεις. Ως γνωστόν το θέμα απασχολεί τους συναδέλφους επί χρόνια και θεωρήσαμε ότι πρέπει να δούμε το θέμα στη βάση μιας πιο μακροπρόθεσμης προσέγγισης.
Ένα άλλο σημαντικό θέμα που προέκυψε φέτος είναι το γεγονός ότι έγιναν τοποθετήσεις προσωπικού χωρίς ειδίκευση σε θέσεις Ειδικής Αγωγής, προκαλώντας σχετική αναστάτωση και προβληματισμό στις σχολικές μονάδες που φιλοξενούν δομές Ειδικής Αγωγής.
Για τα δυο αυτά θέματα η Β’ ΕΛΜΕ ανέλαβε τις εξής πρωτοβουλίες:
- παράσταση σε δύο συνεδριάσεις του ΠΥΣΔΕ, η τελευταία στις 2 Οκτώβρη
- ενημέρωση από αιρετούς σε έκτακτο ΔΣ, παρουσία συναδέλφων στις 21 Σεπτέμβρη
Για να υπάρχει διαφάνεια στις τοποθετήσεις – διαθέσεις, ζητήσαμε στις συναντήσεις αυτές από τον διευθυντή ΔΕ, τους αιρετούς και το υπηρεσιακό συμβούλιο γενικότερα, πριν και μετά από κάθε συνεδρίαση να δημοσιεύονται ενημερωμένα λίστες:
- με τα κενά και πλεονάσματα ανά ειδικότητα και ανά σχολείο εκφρασμένα σε ώρες
- τα λειτουργικά κενά που προκύπτουν αιτιολογημένα
Υπήρξε συμφωνία με την πρόταση και περιμένουμε την υλοποίηση της. Ελπίζουμε με αυτόν τον τρόπο να υπάρξει η απαραίτητη διαφάνεια και να μην δημιουργούνται ερωτηματικά και παρεξηγήσεις στο θέμα των τοποθετήσεων.
Σε ότι αφορά το θέμα της τοποθέτησης μη ειδικευμένου προσωπικού σε θέσεις ειδικής αγωγής, πάγια θέση της ΕΛΜΕ είναι το εκπαιδευτικό έργο να παρέχεται μόνο από συναδέλφους που έχουν εκπαιδευτεί επαρκώς για το συγκεκριμένο αντικείμενο. Η επάρκεια δεν μπορεί να υποκατασταθεί ή να εννοηθεί με κανέναν άλλον πλην του ακαδημαϊκού τρόπο. Τέτοιες λύσεις λοιπόν πρέπει να αποφεύγονται, ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με μαθητές που έχουν ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες, όπως στην περίπτωση μας. Για κάποια από τα παιδιά λοιπόν, απαιτείται σταθερότητα στο περιβάλλον τους και κατά συνέπεια σταθερότητα στην σύνθεση του εκπαιδευτικού προσωπικού.
Δεν υπάρχουν επομένως περιθώρια πειραματισμών, καθώς δεν γίνεται να αγνοούμε όλα τα παραπάνω. Ούτε γίνεται να αρκούμαστε στην τήρηση του γράμματος του νόμου και να μην δείχνουμε τόσο προσηλωμένοι στην ουσία. Πόσο μάλλον όταν η συγκεκριμένη νομοθεσία δεν έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα. Αυτό που έχει σημασία λοιπόν είναι οι δομές τις Ειδικής Αγωγής να λειτουργούν όσο το δυνατόν πιο σωστά.
Επιπλέον δεν γίνεται να φέρνουμε τους συναδέλφους στη δύσκολη κατάσταση, όπου άθελα τους στην ουσία, έχουν τοποθετηθεί στη θέση κάποιου άλλου συναδέλφου, που ίσως έτσι δεν θα προσληφθεί φέτος. Και δεν γίνεται η θέση αυτή, να τους παρουσιάζεται ως εναλλακτική στη δυσμενή προοπτική μετακίνησης τους σε περιφερειακά σχολεία.
Θα θέλαμε τέλος να επισημάνουμε και πάλι, τη διατυπωμένη θέση της Β’ΕΛΜΕ για κατάργηση της νομοθεσίας που προκαλεί τέτοιες στρεβλώσεις στον ευαίσθητο χώρο της Ειδικής Αγωγής.