Το πρώτο τεύχος που κυκλοφόρησε ήταν αφιερωμένο στα μέσα μαζικής ενημέρωσης με τίτλο εξωφύλλου «Μέσα ενημέρωσης, ψεύδη και Δημοκρατία». Το εισαγωγικό άρθρο του τεύχους έφερε την υπογραφή του Ignatio Ramonet με τον χαρακτηριστικό (και διορατικό) τίτλο «Ο εκτροχιασμός των ΜΜΕ : Πληροφόρηση ή πλύση εγκεφάλου ;».
Δανείστηκα τον παραπάνω ακριβώς τίτλο γιατί μου ήταν δύσκολο να φανταστώ κάτι πιο παραστατικό σε σχέση με τα όσα εκτρωματικά μεσολάβησαν κατά την διάρκεια της εβδομάδας που προηγήθηκε του δημοψηφίσματος και που συνέβαλαν στην αντίδραση των ψηφοφόρων που εκφράστηκαν μέσα από το «Όχι».
Θα δανειστώ επίσης ορισμένα σημεία από το άρθρο αυτό :
«Πληροφόρηση ή πλύση εγκεφάλου; Αυτό το ερώτημα θέτουν με όλο και μεγαλύτερη ανησυχία οι τηλεθεατές στη Γαλλία και αλλού μετά τις πρόσφατες περιπτώσεις «εκτροχιασμού» των μέσων μαζικής ενημέρωσης…Φαίνεται πως οι αποκαλύψεις της εξαπάτησης του κοινού και οι καταγγελίες για τη χειραγώγησή του από τα Μ.Μ.Ε κοντεύει να γίνει παράλληλη, υποχρεωτική ενασχόληση της ενημέρωσης, αυτό που στη δημοσιογραφική γλώσσα λέγεται δεύτερος χρόνος. Κατ’ αρχήν υπάρχει η «ωμή» είδηση που μεταδίδεται «καυτή» απ’ ευθείας και στον πραγματικό χρόνο που συμβαίνει, χάρις στα επιτεύγματα της σύγχρονης τεχνολογίας· η είδηση όμως δεν έχει πάντοτε επαληθευθεί ή διασταυρωθεί και, κατά συνέπεια, μπορεί να αποκαλυφθεί λανθασμένη, ελλιπής, υπερβολική, ή αναληθής.
Σ’ αυτή την περίπτωση ακολουθεί με φυσικό τρόπο η διάψευση, η διόρθωσή της, η αναγνώριση της πλάνης…Όταν όμως το διπλό αυτό παιχνίδι επαναλαμβάνεται μέχρι ναυτίας, καταλήγει στο να οδηγεί τους δημοσιογράφους στην ανευθυνότητα (για ποιο λόγο να παίρνουν προφυλάξεις και να χάνουν τον χρόνο τους σε επαληθεύσεις, τη στιγμή που σε περίπτωση λάθους, αρκεί μία διάψευση;) και στο να σπέρνει την αμφιβολία στο μυαλό του κοινού (πρέπει όντως να πιστέψουμε αυτή την είδηση; Μήπως και αυτή δεν διατρέχει τον κίνδυνο να διορθωθεί, να αλλάξει ή να διαψευστεί, όπως τόσες άλλες;).
Μ ’αυτόν τον τρόπο η απροσεξία, η αμέλεια και η οκνηρία εξαπλώνονται μέσα στο δημοσιογραφικό χώρο, ένα χώρο που γνωρίζει φαινόμενα μαζικοποίησης, τώρα που η επικοινωνιολογία είναι της μόδας, και πτώση του μορφωτικού επιπέδου…Και αυτά, ενώ την ίδια στιγμή, οι υποψίες και η δυσπιστία των πολιτών προς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αυξάνονται. Τα φαινόμενα αυτά οξύνονται τόσο περισσότερο, όσο το σύνολο του συστήματος ενημέρωσης άγεται και φέρεται από την τηλεόραση….».
Αν σ’ όλες αυτές τις αλήθειες που διατυπώθηκαν ήδη από το 1993 προσθέσουμε και την μετοχική σύνθεση του ιδιοκτητών των ελληνικών τηλεοπτικών σταθμών, ήταν απόλυτα λογικό να καταλήξουμε σε αυτό το ετερόκλητο «Όχι» που αν μη τι άλλο είχε μια κοινή συνισταμένη : την συλλογική οργή απέναντι στην καθοδηγούμενη τηλεοπτική ανευθυνότητα και αμορφωσιά.
Ήδη τις πρώτες μέρες μετά το δημοψήφισμα, εξαιρετικά κείμενα αποτύπωσαν την προκλητική τηλεοπτική εικόνα του προεκλογικής εβδομάδας που προηγήθηκε του δημοψηφίσματος ενώ παράλληλα η συμπεριφορά τηλεοπτικών παπαγάλων έδωσε τροφή σε πλήθος σατιρικών σχολίων και οδήγησε στηνδιακωμώδησή τους.
Η τηλεόραση όμως θα συνεχίσει να υπάρχει και αυτή την εβδομάδα και την επόμενη και ούτω κάθε εξής : το ίδιο ισχύει για όλα τα παραπάνω συμπτώματα που θα εξακολουθήσουν να αναπαράγονται και που τείνουν να αποτελέσουν καθεστώς.
Επομένως, οι άνθρωποι του ημερήσιου Τύπου (και όχι μόνο) θα πρέπει να συμβάλουν μέσα από μία θεσμική και οργανωμένη προσπάθεια και όχι απλά μέσα από μία περιστασιακή συνεδρίαση του ΕΡΣ να αποφευχθεί να καταστεί συλλογική αμετάκλητη πεποίθηση ο αφορισμός του Karl Kraus (2): «Ο ζωγράφος έχει κάτι κοινό με τον μπογιατζή, και οι δύο βρωμίζουν τα χέρια τους. Ακριβώς αυτό διακρίνει τον συγγραφέα από τον δημοσιογράφο».
Μιχάλης Κονιόρδος
efsyn.gr