Είναι όλοι όσοι παίρνουν επιδοτήσεις ύποπτοι; Είναι όλοι οι κτηνοτρόφοι της περιοχής υπόλογοι για ό,τι δηλώνουν; Με κανένα τρόπο. Όμως ευρήματα και μάλιστα προέκυψαν όντως από τους ελέγχους του ΟΠΕΚΕΠΕ. Μέχρι να ξεκαθαρίσει το τοπίο με τους ακριβείς αριθμούς, ας περιμένουμε όμως, πολλές αποκαλύψεις έχουν δει τα μάτια μας να μην καταλήγουν πουθενά.
Υπάρχει πάντως μια πραγματικότητα που δεν επιδέχεται αμφιβολία: μπορεί να γενικεύουμε και να αδικούμε αλλά όλοι μας έχουμε καλλιεργήσει, ο ένας για τον άλλο την εικόνα του τεμπέλη και του λαμόγιου. Οι λεωφοριατζήδες για τους ταξιτζήδες, οι ιδιωτικοί υπάλληλοι για τους δημόσιους, όλοι μαζί για τους αγρότες «που ποτέ δεν πληρώνουν τίποτε και ζουν από επιδοτήσεις»…
Ποιος φταίει; Πρώτα και κύρια η κάθε συνομοταξία χωριστά που δεν καταγγέλλει τους απατεώνες και τους λουφαδερούς του χώρου της. Μετά υπάρχει και μια μεγάλη αλήθεια: πολλοί Έλληνες ξεπατώνονται στη δουλειά. Και πολλοί ξεπατώνονται στη δουλειά ή κάνουν λειτουργήματα και δεν πληρώνονται. (Ένα παράδειγμα που έχω είναι οι ηρωικοί νοσηλευτές που δουλεύουν «πρωί-νύχτα». Όποιος θέλει ας πάει να το κάνει)
Στην Ελλάδα επικράτησε η λιγότερη δυνατή προσπάθεια. Τα καφενεία που δηλώνουν «καλλιέργειες» ή «βόδια» είναι αλήθεια, όπως είναι αλήθεια και ότι οι πιο ωφελημένοι είναι συχνά άνθρωποι που δεν είναι κατ’ επάγγελμα αγρότες.
Φέρνω ένα σημερινό παράδειγμα της νοοτροπίας που μας έχει κυριεύσει πια, των ριζωμένων βαθιά πεποιθήσεών μας. Φίλος έχει μια δουλειά να παρέχει μια συγκεκριμένη υπηρεσία. Σήμερα το πρωί μια νεαρή επιχειρηματίας «συνελληνίδα» πέρασε να αγοράσει την υπηρεσία αυτή. «Θα σε πληρώσω την άλλη Παρασκευή», είπε με ύφος στον φίλο κι εκείνος, τι να κάνει στις εποχές που ζούμε, αποφάσισε να παράσχει την υπηρεσία του.
Μετά από λίγο ήρθε άλλος πελάτης για την ίδια υπηρεσία. Αλβανός, χρόνια στα μέρη μας, με τη γυναίκα και τα δυο του παιδιά στο γραφείο, η μεγάλη του κόρη να τον βοηθά με τα γραπτά ελληνικά που δεν τα ξέρει. Ήρθε η ώρα να πληρώσει. Έβγαλε από το παντελόνι κάμποσα ευρώ, τσαλακωμένα, τυλιγμένα, προφανώς από κάμποσα μικρά πρόσφατα μεροκάματα. Πλήρωσε, πήρε την οικογένεια κι έφυγε.
«Είδες διαφορά;», με ρώτησε ο φίλος. «Η δικιά μας όλο φύκια και κορδέλες, ο άνθρωπος τούτος κύριος. Τα λεφτά στο χέρι». Ρώτησα τι δουλειά κάνει.
«Ζει μόνιμα σε ένα χωριό προς την… άκρη του διευρυμένου δήμου», ήταν η απάντηση. «Είναι ο εργαζόμενος του χωριού! Αυτός βάφει, σκάβει, διορθώνει, χτίζει, κόβει χόρτα, μαζεύει ελιές, κλαδεύει, ταΐζει ζώα, πάει κάθε μέρα για μεροκάματο. Δεν έχει καθίσει ούτε μια μέρα από όταν ήρθε. Ο μόνος στο χωριό χωρίς ανεργία. Και με νοίκι σε ένα πάμφθηνο σπίτι που το έχει κάνει σαν καινούριο. Τώρα εσύ δες τη διαφορά με τους δικούς μας».
Αυτά μου είπε ο φίλος, άνθρωπος της πιάτσας, για τον Αλβανό εργαζόμενο του χωριού του. Και δεν απέχουν πολύ από την αλήθεια. Να έχουν μια τζούρα υπερβολή; Ίσως, η ουσία όμως ισχύει. Κάπως έτσι, έχουμε βγάλει ο ένας του άλλου κακό όνομα, δυστυχώς κυνηγώντας επιδοτήσεις, διορισμούς και συντάξεις στα 46 με ανήλικο τέκνο 17,5 χρονών… Αυτή είναι μια αλήθεια που δεν κρύβεται και έχει φέρει καταστροφή.
Γ.Συμψηρής
agrinionews.gr