Σάββατο, 12η Απριλίου 2025  9:49 μμ
Πέμπτη, 10 Απριλίου 2025 17:55

ΚΑΠΝΟΣ: Μαθητές του Αγρινίου «αρμαθιάζουν» μικροϊστορίες του καπνού…

Αν βρίσκετε το άρθρο ενδιαφέρον κοινοποιήστε το

Επιμέλεια: Μαρία Ν. Αγγέλη

Στη μνήμη του Λευτέρη Ξανθόπουλου

Εικόνα άρθρου: αρμάθα καπνού

Χρονικό
O πατέρας είπε
αγαπώ τον ξεραμένο καπνό
έγινε καπνεργάτης

η μητέρα γύρεψε παιδιά
ταίρι και σπιτικό
ζευγάρωσαν

ο μεγάλος
έψαχνε από παιδί
τον κούρασαν οι μάχες

ο μικρός
δε ζήτησε τίποτα
έφυγε σε ξένο τόπο

το σπίτι μπογιατίζεται κάθε χρόνο
ο πατέρας βγήκε στη σύνταξη
η μητέρα χτίστηκε στις κάμαρες
ο μικρός γίνηκε σιδερόδρομος μακρύς
κι ο μεγάλος σκέφτηκε να πει
αγαπώ τον ξεραμένο καπνό

άργησε προκόψανε οι μηχανές

Λ. Ξανθόπουλος

Αυτό το ποίημα περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή  του Λευτέρη Ξανθόπουλου Αντίψυχα, η οποία εκδόθηκε πρώτη φορά το 1972.  Την εποχή της δικτατορίας. Ανθολογείται στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Β Γυμνασίου, στην ενότητα   Παλαιότερες μορφές ζωής,   σελίδα  104.

Στο ποίημα παρατηρούμε το χρονικό μιας οικογένειας Καπνεργάτη στη Β. Ελλάδα,  τις προσδοκίες των μελών και την κατάληξή τους. Ο στίχος: «αγαπώ τον ξεραμένο καπνό», συνδέεται με την επιλογή του πατέρα να γίνει καπνεργάτης. Το ρήμα αγαπώ,(ενεστώτας) δηλώνει τη συνεχή συναισθηματική σχέση του με τον καπνό. Το προϊόν που σφράγισε την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή της περιοχής της Καβάλας. Ο Λευτέρης Ξανθόπουλος έζησε κατά διαστήματα στην Καβάλα και γνωρίζει καλά την ιστορία της μεγαλύτερης Καπνούπολης  της Ελλάδας. Η επανάληψη του στίχου στο τέλος του ποιήματος συνδέεται με την επιθυμία του μεγάλου γιού να γίνει καπνεργάτης. Όμως αμέσως διατυπώνεται ο τελευταίος στίχος:  «άργησε προκόψανε οι μηχανές».

Με αυτό τον επιγραμματικό τρόπο δηλώνεται η επικράτηση των μηχανών και  η παρακμή των καπνεργατών. Η οικογενειακή παράδοση της εργασίας στα καπνά δεν μπορεί να συνεχιστεί. Οι μηχανές αντικατέστησαν τα εργατικά χέρια.

Επιλέξαμε και φέτος(2025) να διδάξουμε αυτό το ποίημα στη Β Τάξη του 2ου Γυμνασίου Αγρινίου. Με αφορμή το μάθημα της Λογοτεχνίας, αναφερθήκαμε στον Καπνό, βασικό προϊόν του Αγρινίου και γενικότερα του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Το Αγρίνιο ήταν η Καπνούπολη της Αιτωλοακαρνανίας… Αρκετές φορές η Λογοτεχνία δημιουργεί αφόρμηση για τη  μελέτη και κατανόηση της Τοπικής ιστορίας… Η Λογοτεχνία συχνά «συνδιαλέγεται» με την Ιστορία γενικότερα.

Προέτρεψα τα παιδιά να αναζητήσουν πληροφορίες για τον καπνό από τους γονείς ή τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους, οι οποίοι, πιθανόν, να είχαν εργαστεί στα καπνοχώραφα ή στις καπναποθήκες του Αγρινίου. Συνήθως αναζητούν πληροφορίες  στο διαδίκτυο που είναι προσφιλής πηγή γι’ αυτά. Τα παρότρυνα όμως να συζητήσουν το θέμα αυτό με την οικογένειά τους… Θα ήταν πιο ενδιαφέροντα όσα θα τους αφηγούνταν οι δικοί τους άνθρωποι… Τους είπα μάλιστα να καταγράψουν ένα περιστατικό που θυμούνται οι γονείς ή οι παππούδες τους από την εργασία τους στον καπνό…

Αρκετά παιδιά έγραψαν ενδιαφέρουσες μικροϊστορίες και περιστατικά που βίωσαν οι άνθρωποι του καπνού στο χωράφι ή στην καπναποθήκη… Όλες οι εργασίες παρουσιάστηκαν στην σχολική αίθουσα και ακολούθησε συζήτηση. Οι μαθητές με χαρά και ικανοποίηση μετέφεραν τις βιωμένες εμπειρίες της οικογένειάς τους… Κάποια παιδιά είπαν ότι οι δικοί τους δεν είχαν εργαστεί στον καπνό. Παρακολούθησαν όμως με προσοχή τις ιστορίες που είχαν καταγράψει οι συμμαθητές τους. Επαίνεσα τους μαθητές/τριες για τις ενδιαφέρουσες  ιστορίες καπνού που «αρμάθιασαν».

Παραθέτω ενδεικτικά τις μικροϊστορίες μιας καπνεργάτριας και δυο καπνοκαλλιεργητών:

Α). Η προγιαγιά μου ονομάζεται Βασιλική Καλαμπαλίκη, το γένος Σίμου και κατάγεται από το Καστράκι Στράτου Αιτωλοακαρνανίας. Είναι 93 χρονών! Πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της δουλεύοντας σε όλες τις καπναποθήκες του Αγρινίου… Έμεινε χήρα   σε σχετικά μικρή ηλικία κι έπρεπε να μεγαλώσει τα τρία ανήλικα παιδιά της. Σήμερα στα ενενήντα τρία της μιλάει συχνά και με νοσταλγία για το παρελθόν της και την σκληρή και απαιτητική δουλειά της ως καπνεργάτρια. Τα χέρια της είχαν μάθει να ξεδιαλέγουν τα φύλλα του  καπνού με ταχύτητα και ακρίβεια, ενώ το σώμα της άντεχε ατελείωτες ώρες ορθοστασίας. Για χρόνια εργάστηκε κυρίως στις καπναποθήκες Ηλία Ηλιού, οι οποίες βρίσκονταν στην συμβολή των οδών Μεσολογγίου και Βαρνακιώτη. Δυστυχώς το κτίριο κατεδαφίστηκε τον Οκτώβριο του 2022, λόγω φθοράς και κινδύνου κατάρρευσης.

Εκεί μαζί με τις υπόλοιπες καπνεργάτριες διαχώριζαν τα φύλλα με βάση την ποιότητα, το μέγεθος και το χρώμα τους πάνω σ’ έναν πάγκο στο ταπί. Σε κάθε πόστο δούλευαν συνήθως τρεις εργάτριες. Η πρώτη στην αρχή, η δεύτερη στη μέση και η τρίτη στο τέλος του πάγκου. Κρατούσαν τα κόκκινα φύλλα και απέφευγαν τα πράσινα και τα σκούρα. Αφού είχαν ξεδιαλεχτεί τα φύλλα με αυτό τον τρόπο τοποθετούνταν το ένα επάνω στο άλλο δημιουργώντας συμπαγείς δέσμες τις  τόγκες. Κάθε τόγκα περιείχε φύλλα συγκεκριμένης ποιότητας. Το μέγεθός τους μπορούσε να διαφέρει ανάλογα με τις απαιτήσεις του εμπορίου και της επεξεργασίας. Τυλίγονταν προσεκτικά και δένονταν ώστε να διατηρηθούν σε καλή κατάσταση. Στη συνέχεια τοποθετούνταν σε σωρούς στις καπναποθήκες όπου  υφίσταντο ζύμωση για την βελτίωση της ποιότητάς τους, ώστε να αποθηκευτούν ή να μεταφερθούν προς πώληση.  Η διαδικασία αυτή επαναλαμβανόταν ασταμάτητα ώρες ατελείωτες μέχρι  να ολοκληρωθεί η επεξεργασία του καπνού.

Μια από τις πιο έντονες αναμνήσεις της προγιαγιάς μου είναι πως μια μέρα καθώς πλησίαζε το τέλος της βάρδιας της και ήταν κουρασμένη τόσο η ίδια όσο και οι υπόλοιπες εργάτριες, ένα φορτηγό κατέφθασε στην αποθήκη. Ξεφόρτωσε καπνά από την Θεσσαλονίκη και την Καβάλα και όλα έπρεπε να γίνουν δέματα με την εντολή κατεπείγον.

Ο επόπτης στάθηκε μπροστά τους και τους ανακοίνωσε ότι δεν μπορούσαν να φύγουν ακόμη, καθώς  θα χρειαζόταν να μείνουν για υπερωρίες. Η κούραση ήταν ήδη μεγάλη,  μα δεν υπήρχε επιλογή. Έπρεπε να συνεχίσουν.

Ήταν μια δουλειά σκληρή και απαιτητική. Η προγιαγιά μου μέχρι σήμερα μιλάει για εκείνα τα χρόνια με υπερηφάνεια και τα θυμάται με νοσταλγία και περίσσεια αγάπη. Βησσαρίων Φιλίππου.

basiliki kalampaliki

Εικόνα: Η υπέργηρη καπνεργάτρια Βασιλική Καλαμπαλίκη.

Β).Προχτές ο παππούς μου, Θύμιος Καρανίκας, με ενημέρωσε για κάποια περιστατικά σχετικά με τον καπνό, ο οποίος ήταν παλαιότερα το κύριο προϊόν και η κύρια απασχόληση  των ανθρώπων της περιοχής μας. Όταν μου τα έλεγε, πρόσεξα, κάποιες στιγμές, ότι αναπολούσε εκείνα τα χρόνια της ζωής του και αναστέναζε με νοσταλγία και το πρόσωπό του έκανε κάποιες συσπάσεις, σαν να ζούσε κυριολεκτικά τις κουραστικές στιγμές εκείνων των χρόνων. Επίσης, μου είπε, ότι ενώ παιδευόταν για αρκετό καιρό όλη η οικογένεια, μέχρι να φτάσει ο καιρός για την συγκομιδή του καπνού, άρχιζε ο μεγαλύτερος και κοπιαστικός αγώνας. Ενώ είχαν κάνει όλα τα έξοδα και άρχιζαν να μαζεύουν τον καπνό, δεν ήταν λίγες οι φορές που όταν είχαν τον καπνό σε αρμάθες για να ξεραθεί στον ήλιο, έπιανε βροχή με αποτέλεσμα ο καπνός να βρέχεται και να χαλάει η ποιότητά του, γιατί μαύριζε. Τότε έτρεχαν όλοι μαζί να σκεπάσουν με πανιά τις αρμάθες εκεί που ήταν απλωμένες στις λιάστρες για να ξεραθούν. Κάποιες φορές έπεφτε και χαλάζι και το φυτώριο χαλούσε στο χωράφι με αποτέλεσμα οι κόποι της χρονιάς πήγαιναν χαμένοι… Ήλπιζαν μόνο σε κάποιες αποζημιώσεις που έδινε το κράτος για να μπορέσουν να σταθούν οικονομικά στα πόδια τους.   Μαρίνα Σιατίτσα.

Γ).    «Ήταν μια συνηθισμένη μέρα του Αυγούστου. Μόλις είχαμε γυρίσει από το μάζεμα. Από τα χαράματα μέσα στη δροσιά φορώντας νάιλον σακούλες για να προστατευτούμε, μαζέψαμε πολλές καλάθες καπνού. Ένας σωρός από φύλλα καπνού μας περίμενε να  τον αρμαθιάσουμε. Αφού φάγαμε πρόχειρα λίγο ψωμί και ελιές κάτσαμε γύρω-γύρω από το σωρό με τις βελόνες μας και αρχίσαμε το αρμάθιασμα. Τα τραγούδια στο ραδιάκι μας κρατούσαν συντροφιά. Ξαφνικά ο παππούς έβγαλε μια κραυγή και κοίταξε το χέρι του, από όπου έβγαινε αίμα από μια μικρή πληγή. Φώναξε «φίδι»! Τότε έκπληκτοι και φοβισμένοι όλοι, κοιτάζοντας προς τον σωρό, είδαμε να ξεπροβάλλει ένα μικρό φίδι. Πεταχτήκαμε πάνω, αλλά δε προλάβαμε να κάνουμε τίποτα γιατί το φίδι γλίστρησε γρήγορα και πρόλαβε να ξεφύγει. Ευτυχώς ο θείος μου άκουσε τις φωνές και έτρεξε γρήγορα, πήρε τον παππού και τον πήγε στο νοσοκομείο. Ευτυχώς το φίδι δεν ήταν οχιά αλλά μια μικρή δεντρογαλιά... Από κει και έπειτα, είχαμε πάντα το νου μας μην τρυπώσει κανένα φίδι στις καλάθες!».

Θυμάμαι αυτή την ιστορία που μου διηγήθηκε η γιαγιά μου, η Πολυτίμη Παρδάλη, όπως και πολλές άλλες για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν στην καλλιέργεια και συλλογή του καπνού... Θεοφανία  Σκεπετάρη.

Ως επίλογο δανείζομαι  τους στίχους του Αριστείδη Μπαρχαμπά, οι οποίοι ταιριάζουν στην περίπτωση:

Η καπνεργάτρια

Πρωτοβήματη στην αγορά εργασίας

Κοριτσόπουλο - δεκαεξάχρονο - σχεδόν,

ακολούθησε τη «μάνα της», τη φτώχεια,

και στη φάμπρικα εδήλωσε παρόν.

Στα παιδικά της δάκτυλα, το γνώριμο βοτάνι

δέσμες ανθών γινόταν, χρυσαφί.

Κι ο βήχας ο παράξενος, που τράνταζε τα στήθη

στα καπνομάγαζα άπλωνε θανάτου σιωπή.

Στοιβάζοντας τα πλούτη στους εμπόρους,

στα στήθη της φωλιάζει το χτικιό,

κι όταν ο έρωτας την χαϊδοκοιτούσε,

η σάρκα της μύριζε καπνό.

Φτωχιά της καπνοφύτισσας η ζήση.

Της καπνεργάτριας το αύριο θολό,

μα οι καπνέμποροι και ο καπνομεσίτης

βαντάκιαζαν τα πλούτη τους, που βγήκαν με χτικιό…

Σημείωση: Ο Λευτέρης Ξανθόπουλος, το 2017, ευχαριστημένος για την επιλογή μας να διδάξουμε το ποίημά του και κυρίως ικανοποιημένος με τη δημιουργική γραφή των μαθητών/τριών μου, έστειλε τιμητικά την ποιητική του συλλογή Αντίψυχα.

antipsixa xanthopoulos

Διαβάστηκε 119 φορές
Η Αιτωλοακαρνανία στο διαδίκτυο για ενημέρωση επι της ουσίας
west media call west media call west media call
Συντακτική Ομάδα του AitoloakarnaniaBest.gr

Καθημερινή ενημέρωση με οτι καλύτερο συμβαίνει και ότι είναι χρήσιμο για τον κόσμο στην Αιτωλοακαρνανία. Σε πρώτο πλάνο η ανάδειξη του νομού, ως φυσική ομορφιά, πολιτισμικές δράσεις, ιστορικά θέματα, ενδιαφέροντα πρόσωπα και ομάδες και οτι άλλο αξίζει να αναδειχθεί.