
Κυριακή πρωί. Στο μικρό καφέ της γειτονιάς, μιας κωμόπολης του ν. Ηλείας, ο Δημήτρης ανακατεύει σκεφτικά τον καφέ του. Απέναντί του, ο Νίκος, φίλος του από παλιά και λογιστής, παρατηρεί τη σκυθρωπή του έκφραση.
«Νίκο, δεν ξέρω πώς θα συνεχίσω. Οι λογαριασμοί τρέχουν, οι προμηθευτές πιέζουν, οι πελάτες αγοράζουν λιγότερο και η τράπεζα… τίποτα. Ούτε δάνειο ούτε διευκόλυνση. Πώς να κρατήσω την επιχείρηση ζωντανή;»
«Το ακούω συνέχεια, Δημήτρη. Οι μικρομεσαίοι έχουν αφεθεί στην τύχη τους. Αν δεν έχεις αποθεματικά, πώς να αντέξεις; Και το κράτος αντί να βοηθήσει, απλώς εισπράττει. Δεν υπάρχει καμία στρατηγική για ρευστότητα στην αγορά.»
«Ακριβώς. Αντί να μας βοηθούν να αναπτυχθούμε, μας πνίγουν με έξοδα και απαιτήσεις. Και στο τέλος, οι μικροί θα κλείσουμε…»
«Και ποιοι θα μείνουν; Οι μεγάλοι. Τα μονοπώλια θα ελέγχουν την αγορά, οι τιμές θα ανέβουν, οι θέσεις εργασίας θα χαθούν. Όλο αυτό δεν είναι απλά θέμα οικονομίας, Δημήτρη. Είναι ζήτημα κοινωνικής συνοχής».
Ο Δημήτρης κουνά το κεφάλι.
«Όταν κλείνει μια επιχείρηση σαν τη δική μου, δεν χάνω μόνο εγώ. Χάνουν οι προμηθευτές μου, οι υπάλληλοί μου, οι οικογένειές τους. Χάνει η τοπική αγορά. Χάνεται ένα κομμάτι από τη ζωή της πόλης, του χωριού, της γειτονιάς.»
Ο Νίκος αναστενάζει.
«Ξέρεις τι με εξοργίζει, Νίκο; Ότι κανείς δεν ακούει. Μιλάμε, φωνάζουμε, ζητάμε λύσεις, και τίποτα δεν αλλάζει. Δεν θέλω επιδοτήσεις, ούτε χάρες. Θέλω ένα σταθερό περιβάλλον, πρόσβαση σε ρευστότητα, μια δίκαιη φορολογική πολιτική. Θέλω να ξέρω ότι αν δουλέψω σκληρά, θα έχω προοπτική».
«Αυτό είναι το ζήτημα, Δημήτρη. Δε ζητάτε προνόμια. Ζητάτε μια ευκαιρία να επιβιώσετε και να αναπτυχθείτε. Χρειάζεται μια νέα αφετηρία, αλλιώς δεν υπάρχει μέλλον για τους μικρομεσαίους. Και αν η πολιτεία δεν το καταλάβει σύντομα, το τίμημα θα είναι βαρύ για όλους μας».
Ο καφές κρυώνει στο τραπέζι, αλλά ο προβληματισμός μένει ζεστός. Αυτή η συζήτηση δεν γίνεται μόνο ανάμεσα σε δύο φίλους. Συμβαίνει παντού.
Και το ερώτημα παραμένει: θα αλλάξει κάτι πριν να είναι αργά;
Η συζήτηση του Δημήτρη και του Νίκου είναι μια από τις αμέτρητες που γίνονται καθημερινά ανάμεσα σε επαγγελματίες, εργαζόμενους και πολίτες που βλέπουν την αγορά να στενεύει και τις ευκαιρίες να λιγοστεύουν. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας, δεν αντιμετωπίζουν απλώς οικονομικές δυσκολίες. Βρίσκονται σε υπαρξιακή κρίση, αποτέλεσμα ενός συνδυασμού ελλιπούς κρατικού σχεδιασμού, δυσβάσταχτου ρυθμιστικού πλαισίου και έλλειψης στρατηγικών μέτρων για τη στήριξή τους.
Σε μια χώρα όπου το μεγαλύτερο ποσοστό της απασχόλησης στηρίζεται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, το ερώτημα δεν είναι απλώς οικονομικό. Είναι κοινωνικό. Όταν μια επιχείρηση κλείνει, δε χάνεται μόνο ένα εισόδημα. Χάνεται η δυνατότητα δημιουργίας θέσεων εργασίας, η οικονομική δραστηριότητα σε έναν τόπο, η ίδια η έννοια της τοπικής επιχειρηματικής ταυτότητας. Η συρρίκνωση της μικρομεσαίας τάξης διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες, αποδυναμώνει τον παραγωγικό ιστό της χώρας και οδηγεί σε ένα μοντέλο οικονομίας όπου οι μεγάλες επιχειρήσεις και τα μονοπώλια κυριαρχούν, αφήνοντας όλο και λιγότερες επιλογές στους καταναλωτές και περιορίζοντας την οικονομική δημοκρατία.
Όταν οι κανόνες αλλάζουν συνεχώς, χωρίς σαφή στρατηγική και χωρίς διάλογο με την αγορά, η ανασφάλεια οδηγεί σε στασιμότητα. Οι επενδύσεις παγώνουν, η καινοτομία περιορίζεται, η βιωσιμότητα γίνεται ένα διαρκές στοίχημα. Στο περιβάλλον αυτό, οι μικρομεσαίοι δεν μπορούν να σχεδιάσουν το μέλλον τους, γιατί το ίδιο το σύστημα δεν τους επιτρέπει να κοιτάξουν μπροστά.
Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί. Είναι επιτακτική η ανάγκη για μια νέα αφετηρία, ένα νέο πλαίσιο λειτουργίας που θα δώσει στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις τις προϋποθέσεις που χρειάζονται για να αναπτυχθούν.
Οι πολιτικές ανάπτυξης δεν μπορούν να αφορούν μόνο τις μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την πραγματικότητα των μικρομεσαίων μονάδων, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας.
Μια οικονομία που επιτρέπει τη συγκέντρωση πλούτου και δύναμης σε λίγες μεγάλες εταιρείες δεν είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα. Πρέπει να δοθεί χώρος σε όσους δημιουργούν, σε όσους καινοτομούν, σε όσους στηρίζουν την τοπική και εθνική οικονομία.
Η μικρομεσαία επιχειρηματική κοινότητα δε ζητά ειδικά προνόμια.
Ζητά ένα περιβάλλον όπου θα μπορεί να εργαστεί, να επενδύσει, να αναπτυχθεί χωρίς τον φόβο της επόμενης μέρας. Χωρίς αυτή τη νέα αφετηρία, ο κίνδυνος είναι προφανής: μια οικονομία που θα λειτουργεί μόνο για τους ισχυρούς, αφήνοντας πίσω της χιλιάδες επαγγελματίες και εργαζόμενους.
Η αλλαγή είναι αναγκαία. Και αυτό θα είναι προϊόν μιας άλλης πολιτικής.