Ο μέσος όρος ζωής στην Ελλάδα – με εξαίρεση την περίοδο της πανδημίας – αυξάνεται συνεχώς, καθώς σήμερα ζούμε σχεδόν 16,5 περισσότερα χρόνια μετά τη γέννηση μας από ότι στις αρχές της δεκαετίας του ‘50 και σχεδόν 6,5 χρόνια περισσότερα αντίστοιχα μετά τη συμπλήρωση των 65ων γενέθλιων μας.
Η «ταχύτητα» με την οποία κερδίζουμε χρόνια ζωής φυσικά δεν είναι ιδία με αυτή των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών και αυτό δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα, καθώς όσο υψηλοτέρα είναι τα προσδόκιμα ζωής μας τόσο και τα κέρδη επιβραδύνονται.
Στη μελέτη του Κωνσταντίνου Ν. Ζαφείρη από το Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών, γίνεται σύγκριση της Ελλάδας με άλλες 16 ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες, από την οποία προκύπτει ότι η χώρα μας «κινείται» με αργότερους ρυθμούς, καθώς αδυνατεί να ακολουθήσει τις εξελίξεις στη μείωση της θνησιμότητας.
Ως αποτέλεσμα αυτών, είναι η Ελλάδα να χάσει το 2019 την «προνομιακή» θέση στην οποία βρισκόταν σχεδόν 20 χρόνια, λόγω των υφιστάμενων αδυναμιών του συστήματος υγείας μας.
Από «πρωταθλήτρια», ουραγός στο προσδόκιμο ζωής
Η θνησιμότητα σήμερα έχει υποχωρήσει σημαντικά, με τα μεγαλύτερα «κέρδη» να καταγράφονται στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Πρόκειται για μια πορεία η οποία συνεχίζεται σχεδόν απρόσκοπτα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις που αφορούν τις τάσεις και την ένταση του φαινομένου.
Η Ελλάδα, σε σύγκριση με τις άλλες 16 χώρες της Ευρωζώνης -με εξαίρεση την Σουηδία- εντάσσεται κάθε φορά στην ομάδα εκείνη που έχει τα λιγότερα κέρδη σε έτη, προσμετρώντας τις ίδιες διαφορές μεταξύ του 2023 -προσωρινά δεδομένα- και του 2019, δηλαδή πριν και μετά την πανδημία.
Έτσι, ενώ στις περισσότερες χώρες τα προσδόκιμα ζωής το 2023 έχουν επανέλθει στα προ της πανδημίας επίπεδα -ή είναι και υψηλοτέρα-, στην Ελλάδα και σε κάποιες άλλες χώρες (Γερμανία, Αυστρία, κλπ.) τα προσδόκιμα ζωής στη γέννηση και στα 65 έτη το 2023 είναι χαμηλότερα των αντίστοιχων του 2019.
Κρίνοντας δε από την εξέλιξη της μέσης διάρκεια ζωής, φαίνεται ότι το 2001 το προσδόκιμα ζωής στη γέννηση ήταν σχετικά υψηλό στη χώρα μας, καθώς αυτή βρισκόταν στην 5η καλύτερη θέση (79,1 έτη), με τον δείκτη αυτόν να υπολείπεται κατά 1,3 έτη της Ιταλίας που είχε και το υψηλότερο προσδόκιμο (80,3 έτη), ενώ το χαμηλότερο καταγραφόταν στη Σλοβακία με μόλις 73,6 έτη.
Ωστόσο, προχωρώντας προς τα τέλη της δεκαετίας, καθώς τα κέρδη σε έτη ζωής μας είναι μικρότερα από πολλές άλλες χώρες, υποχωρήσαμε το 2010 στη 10η θέση της κατάταξης (80,6 έτη).
Εντύπωση δε προκαλεί ότι άλλες χώρες με υψηλότερα προσδόκιμα από τα δικά μας τόσο το 2001 όσο και το 2011 (π.χ. η Ισπανία και η Ιταλία) τα αυξήσαν ταχύτερα από την Ελλάδα, ενώ θα αναμενόταν το αντίθετο (όσο υψηλότερη είναι η μέση διάρκεια ζωής σε μια χώρα τόσο δυσκολότερα αυξάνεται).
Η τάση επιβράδυνσης των κερδών στη χώρα μας συνεχίζεται καθώς η Ελλάδα βρίσκεται το 2019 με ένα προσδόκιμο ζωής στη γέννηση (81,7 έτη) στην 13η θέση, έχοντας με την Γερμανία, την Αυστρία και την Κύπρο τα λιγότερα κέρδη ανάμεσα στο 2010 και το 2019. Ανάλογες δε διαπιστώσεις μπορούν να γίνουν εξετάζοντας και τη μέση διάρκεια ζωής στα 65 έτη.
Είναι φανερό ότι η χώρα μας αδυνατεί να ακολουθήσει τις εξελίξεις στη μείωση της θνησιμότητας που καταγράφονται σε πολλές άλλες χώρες, με αποτέλεσμα το 2019 να χάσει την «προνομιακή» θέση που κατείχε 20 χρόνια πριν.
Ο παράγοντας «δαπάνες υγείας»
Το ερώτημα που τίθεται αφορά τις αιτίες της διαφοροποιημένης αυτής πορείας της χώρας μας. Η πιο αργή -σε σχέση με άλλες χώρες- αύξηση των κερδών σε έτη ζωής στην Ελλάδα οφείλεται, κυρίως, στη λιγότερο -σε σχέση με τις χώρες αυτές- αποτελεσματική αντιμετώπιση των δύο μεγάλων ομάδων αιτιών θανάτου (παθήσεις του κυκλοφορικού συστήματος και καρκίνοι) που θίγουν τις ώριμες και μεγάλες ηλικίες.
Η μη αποτελεσματική αυτή αντιμετώπισή τους αποτελεί ένδειξη των αδυναμιών του συστήματος υγείας μας (κυρίως ελλιπής διάγνωση – πρόληψη και περίθαλψη των χρόνιων παθήσεων) σε μια χωρά που έχει και από τα υψηλότερο επίπεδα αυτό-αναφερόμενων μη καλυπτόμενων αναγκών ιατρικής περίθαλψης στην Ε.Ε.
Οι αδυναμίες αυτές εκτίθενται αναλυτικά σε όλες τις πρόσφατες εκθέσεις του ΟΟΣΑ και της Ε.Ε. Στις εκθέσεις αυτές αναφέρονται ανάμεσα στα άλλα:
- οι πολύ χαμηλότερες -με εξαίρεση τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες- δημόσιες δαπάνες για την υγεία,
- το πολύ υψηλό ποσοστό συμμετοχής των νοικοκυρών στις δαπάνες για την υγειονομική περίθαλψη (γεγονός που εγείρει σοβαρές ανησυχίες όσον αφορά την ισότητα πρόσβασης στις υπηρεσίες αυτές),
- οι εξαιρετικά περιορισμένοι πόροι που διατίθενται ακόμη για την πρόληψη,
- η ανισορροπία στην κατανομή του ανθρώπινου δυναμικού στον τομέα της υγείας, τόσο από γεωγραφική άποψη όσο και από την άποψη του φάσματος
- ειδικοτήτων,
- η μη ολοκλήρωση του συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας με στόχο την παροχή αποτελεσματικής, έγκαιρης και συντονισμένης θεραπευτικής αγωγής σε ασθενείς με χρόνιες παθήσεις (το σύστημα υγείας μας βασιζόταν και βασίζεται ακόμη, κυρίως, στη νοσοκομειακή και στην εξειδικευμένη ιατρική περίθαλψη),
- τα προβλήματα που υπάρχουν λόγω των υψηλών επιπέδων λοιμώξεων που σχετίζονται με τους χώρους παροχής υπηρεσιών, με έναν μεγάλο σχετικά με άλλες χώρες ποσοστό των ασθενών να αναπτύσσει ενδονοσοκομειακή λοίμωξη. Ταυτόχρονα έχουμε από τα υψηλότερα στην Ε.Ε. ποσοστά λοιμώξεων
- ανθεκτικών στα αντιβιοτικά.