γράφει η Μαρία Ν. Αγγέλη
Ο Μιχάλης Γκανάς γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας στις 17 Ιανουαρίου 1944 και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στην Αλβανία και στον Μπελογιάννη της Ουγγαρίας ως πολιτικός εξόριστος με την οικογένειά του. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Εργάστηκε ως βιβλιοπώλης, ως επιμελητής τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών και ως κειμενογράφος. Πολλά ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από σημαντικούς Έλληνες και ξένους μουσικοσυνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο Νίκος Ξυδάκης, ο Γιώργος Χατζηνάσιος, ο Άρα Ντινκτζιάν, κ.ά. Το 1994 τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο ποίησης για το έργο του Παραλογή και το 2011 βραβεύτηκε για το σύνολο του ποιητικού του έργου από την Ακαδημία Αθηνών.
Απεβίωσε στην Αθήνα στις 12 Νοεμβρίου 2024, σε ηλικία 80 ετών. Κηδεύτηκε στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών στις 15 Νοεμβρίου.
( https://el.wikipedia.org/wiki/Μιχάλης Γκανάς)
Με συγκίνηση άκουσα προχτές(Tρίτη, 12-11-2024) την είδηση του θανάτου του ποιητή Μιχάλη Γκανά. Έχω διαβάσει κάποια έργα του που με συγκίνησαν πολύ!!!
Έχω δανειστεί κάποιες φορές στίχους του και τους χρησιμοποίησα ως μότο σε ομιλίες και σε κείμενά μου…
Στο ταπεινό βιβλίο που έγραψα για τον πατέρα μου, με τίτλο: Ο ΠΑΤΕΡΑΣ, έβαλα ως υπότιτλο στίχους του ποιητή: «Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,/ δεν πίνει, δεν καπνίζει, δε μιλάει», από : Χριστουγεννιάτικη ιστορία, Μελάνι, 2014.
Σήμερα ο Μιχάλης Γκανάς κηδεύτηκε στο Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών. Αισθάνομαι την ανάγκη ως γυναίκα να τον αποχαιρετήσω με ένα «ποίημα» που έγραψε ο ίδιος για τις απλές γυναίκες του μόχθου:
Κοιτάζει τα χέρια της
Κοιτάζει τα χέρια της. Πώς έγιναν έτσι; Πού βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της; Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει. Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν. Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της «πού τα ’μαθες αυτά μω γυναίκα;» Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, καθώς κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει.
Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά. Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.
Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω από την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στην περούκα της διπλανής, που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιος της μόλις του ’πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της; Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά.
Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, άσ’ τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει.
Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα. Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα πλένει, τα ξαναπλένει, δεν λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά, το ένα μέσα στο άλλο, «κοίτα», λέει, «που μ’ έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα» και γελάει από μέσα της που δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να ‘χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα.
Μιχάλης Γκανάς,
Γυναικών – Μικρές και πολύ Μικρές Ιστορίες
ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ
ΜΙΧΑΛΗ ΓΚΑΝΑ!