Επανήλθε στην επικαιρότητα η εκτροπή του Αχελώου εξαιτίας των πρόσφατα αναθεωρημένων σχεδίων διαχείρισης υδάτων της Δυτικής Ελλάδας και της Θεσσαλίας. Τι θα γίνει τελικά με το έργο;
«Νεκρανάσταση ενός προβληματικού έργου» ή «λύση του υδατικού ελλείμματος της Θεσσαλίας»; Οι διαφορετικές αναγνώσεις ενός έργου που οδηγείται για έβδομη φορά στο Συμβούλιο της Επικρατείας με στόχο την ακύρωσή του συμπυκνώνονται στις παραπάνω φράσεις.
Το έργο της εκτροπής του Αχελώου ποταμού, δηλαδή η μεταφορά νερού προς τον Πηνειό ποταμό για την άρδευση του θεσσαλικού κάμπου, έχει ακυρωθεί έξι φορές από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Τώρα η εκτροπή ξαναζωντάνεψε μέσα από τα νέα, αναθεωρημένα σχέδια διαχείρισης υδάτων της Δυτικής Ελλάδας και της Θεσσαλίας. Η εκτροπή του πλουσιότερου σε νερό ποταμού που πηγάζει στη χώρα επανέρχεται και εξακολουθεί να διχάζει.
Για έβδομη φορά μέσα στα τελευταία τριάντα χρόνια προσφεύγουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας τέσσερις περιβαλλοντικές οργανώσεις και η Συντονιστική Επιτροπή Φορέων Αιτωλοακαρνανίας, στην οποία συμμετέχουν φορείς της αυτοδιοίκησης, επιμελητήρια και αγροτικές ενώσεις.
Υποστηρίζουν ότι επιχειρείται «η νεκρανάσταση του μυθολογικών διαστάσεων, φαραωνικού σχεδίου της εκτροπής του ποταμού Αχελώου προς τον Πηνειό», το οποίο, όπως ισχυρίζονται, θα έχει αρνητικές κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις και σοβαρό περιβαλλοντικό αποτύπωμα:
«Σε εποχή ιδιαίτερα έντονων και ολοένα και συχνότερων κλιματικών καταστροφών, με σοβαρότατες επιπτώσεις στη γεωργική δραστηριότητα της Θεσσαλίας, η επαναφορά στην πολιτική σκηνή ενός εντυπωσιοθηρικού έργου αποτελεί άλλη μια θλιβερή απόδειξη πως η Ελλάδα βαδίζει προς το αβέβαιο κλιματικό μέλλον με τα μάτια προσκολλημένα στο παρελθόν», λένε.
Από την άλλη πλευρά, συσπειρώνονται οι Θεσσαλοί που είναι υπέρ της μεταφοράς νερού από τον Αχελώο. Περιφέρεια, δήμαρχοι, αγροτικές ενώσεις και τεχνικοί και επιστημονικοί φορείς υποστηρίζουν ότι το έργο θα αντιμετωπίσει το υδατικό έλλειμμα της Θεσσαλίας, ισχυριζόμενοι ότι πολλές καλλιεργούμενες εκτάσεις κινδυνεύουν από ερημοποίηση: «Αν δεν ολοκληρωθεί η εκτροπή, τότε περίπου 550.000 στρέμματα γης στον θεσσαλικό κάμπο θα σταματήσουν να αρδεύονται. Θα προκληθεί ερημοποίηση της Θεσσαλίας, με ανυπολόγιστες περιβαλλοντικές επιπτώσεις», αναφέρθηκε πρόσφατα σε σύσκεψη που συγκάλεσε για το θέμα ο Δημήτρης Κουρέτας, περιφερειάρχης Θεσσαλίας. Στη Θεσσαλία, αυτοδιοίκηση, φορείς και αγρότες είναι υπ’ ατμόν, ζητώντας από την κυβέρνηση ξεκάθαρες λύσεις για το ζήτημα άμεσα.
Επί δεκαετίες το έργο της εκτροπής του Αχελώου χρησιμοποιήθηκε από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, δημιουργώντας προσδοκίες ότι τα νερά του ποταμού θα ξεδιψάσουν τον θεσσαλικό κάμπο.
«Η ιδέα για την εκτροπή του Αχελώου ποταμού στη θεσσαλική πεδιάδα γεννήθηκε τη δεκαετία του 1920 και καθιερώθηκε στην καθημερινότητα πρωθυπουργών, υπουργών, βουλευτών, πολιτευτών και κατοίκων της περιοχής ήδη από τη δεκαετία του 1960», λέει στη LiFO o Γιώργος Πολίτης, δικηγόρος περιβάλλοντος, πολεοδομίας και χωροταξίας.
«Κατά τη δεκαετία του 1980», όπως αναφέρει, «εμφανίστηκε ένα κίνημα τεκμηριωμένης κριτικής του προβληματικού αυτού έργου. Η κριτική εστίαζε κυρίως στην έλλειψη οικονομικής σκοπιμότητας, στις βαρύτατες περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις, στο ενδεχόμενο δημιουργίας ενδοπεριφερειακής ρήξης, στην έλλειψη στοιχειώδους προγραμματισμού και σχεδιασμού, στη μελετητική ανωριμότητα και την έλλειψη κρίσιμων στοιχείων. Όλα δηλωτικά μιας παρωχημένης, σπάταλης και καταστροφικής για το περιβάλλον, δήθεν “αναπτυξιακής” αντίληψης, σε εποχή, μάλιστα, στην οποία η σπάταλη χρήση υδατικών πόρων για την παραγωγή επιδοτούμενου τότε κοινοτικά βαμβακιού στον θεσσαλικό κάμπο ήταν πρόδηλη», αναφέρει.
Πώς επανήλθε η εκτροπή του Αχελώου
Ο Αχελώος ξαναμπήκε στο τραπέζι μέσω των πρόσφατα αναθεωρημένων σχεδίων διαχείρισης υδάτων της Δυτικής Ελλάδας και της Θεσσαλίας. Πρόκειται για τα Σχέδια Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών, όπως λέγονται, τα οποία αποτελούν τα βασικά εργαλεία για την ορθή διαχείριση των υδατικών πόρων.
Η σύνταξή τους αποτελεί υποχρέωση της χώρας που απορρέει από την περίφημη «Οδηγία πλαίσιο για τα νερά», η οποία υποδεικνύει πώς θα γίνεται η ολοκληρωμένη διαχείριση των υδάτων στη γεωγραφική κλίμακα των λεκανών απορροής των ποταμών με όρους βιωσιμότητας και αειφορίας.
Κάθε εξαετία αυτά τα σχέδια πρέπει να αναθεωρούνται και σήμερα βρισκόμαστε στη δεύτερη αναθεώρηση των Σχεδίων Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών, τα οποία καταρτίζονται και για τα 14 «υδατικά διαμερίσματα» στα οποία έχει χωριστεί η Ελλάδα.
Στα σχέδια αυτά προβλέπεται η μεταφορά 250 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων νερού από τον Αχελώο στη Θεσσαλία. Αυτός είναι και ο λόγος που οι περιβαλλοντικές οργανώσεις και οι φορείς της Δυτικής Ελλάδας ζητούν μέσω της προσφυγής τους την ακύρωση αυτών των σχεδίων, που αναθεωρήθηκαν τον περασμένο Απρίλιο: «Επαναφέρουν ένα φάντασμα του παρελθόντος», όπως λένε, που θεωρούσαν ότι «είχε εξαφανιστεί μετά από έξι ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και μία του Δικαστηρίου της Ε.Ε. Αυτό το “φάντασμα” είναι η εκτροπή του Αχελώου».
«Η μεγάλη εικόνα είναι ότι όλες αυτές τις δεκαετίες η εκτροπή του Αχελώου καθυστερεί, ακυρώνει, συσκοτίζει μια κατάσταση που θα μπορούσε να είχε αντιμετωπιστεί με έργα ζωτικής σημασίας μέσα στη λεκάνη του θεσσαλικού κάμπου. Έργα μικρά, οικολογικά, ώστε να μην είναι τεράστιες παρεμβάσεις και να έχουν διαχρονικό αποτέλεσμα», λέει στη LiFO η Θεοδότα Νάντσου, επικεφαλής Περιβαλλοντικής Πολιτικής του WWF Ελλάς, μίας από τις οργανώσεις που προσέφυγαν στο ΣτΕ. «Αυτά τα έργα αφορούν είτε τη μείωση της κατανάλωσης του αρδευτικού νερού, με βελτιωτικές παρεμβάσεις στα τρύπια σήμερα δίκτυα, είτε τις αρδευτικές μεθόδους, είτε τον εμπλουτισμό των υδροφορέων με έργα, για παράδειγμα, ορεινής υδρονομίας. Κανέναν επιστήμονα που ασχολείται με την πραγματικά βιώσιμη διαχείριση των υδάτων δεν θα ακούσεις να λέει ότι οι υπόγειοι υδροφορείς θα εμπλουτιστούν με έργα όπως αυτό του Αχελώου», λέει. «Όταν ρωτάμε γιατί δεν αντιμετωπίζετε το υδατικό έλλειμμα στη Θεσσαλία, μας απαντάνε ότι ακόμη και αν αντιμετωπιζόταν, το νερό δεν θα έφτανε. Αφού όμως δεν το έχουν αντιμετωπίσει, πώς ξέρουν ότι δεν θα έφτανε;», αναρωτιέται η Θεοδότα Νάντσου.
«Μέσα στη Θεσσαλία χάνονται τρεις με τέσσερις Αχελώοι»
Επιστήμονες που ασχολούνται με τη διαχείριση των υδατικών πόρων και παρακολουθούν στενά την πορεία της εκτροπής του Αχελώου υποστηρίζουν ότι «η κυβέρνηση προχωρά σε ένα έργο εντυπωσιασμού, το οποίο δεν θα καταφέρει να λύσει το υδατικό πρόβλημα του θεσσαλικού κάμπου». «Υπάρχει ένας τεράστιος λαϊκισμός γύρω από το έργο αυτό και η κυβέρνηση αρνείται να αναλάβει το πολιτικό και το οικονομικό κόστος που συνεπάγονται οι αλλαγές που πρέπει να γίνουν, όπως είναι η αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, η αλλαγή των αρδευτικών μεθόδων και των δικτύων μεταφοράς νερού που έχουν μεγάλες απώλειες. Μια συνολική δουλειά που πρέπει να γίνει συντεταγμένα, με μελέτες και αντίστοιχες προτάσεις στην Ευρώπη, η οποία μπορεί να τις χρηματοδοτήσει. Αντ’ αυτού, προτείνουμε έργα σαν τον Αχελώο, τα οποία δεν θα χρηματοδοτηθούν ποτέ», λένε.
Υποστηρίζουν ακόμη ότι «οι ανάγκες άρδευσης στον θεσσαλικό κάμπο είναι περίπου 1,5 δισ. κυβικά μέτρα νερού κάθε χρόνο. Το 50% όμως του νερού αυτού χάνεται είτε στη μεταφορά, είτε στις μεθόδους άρδευσης, είτε στις υδρόφιλες καλλιέργειες. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε απώλειες 700 με 800 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων ετησίως. Μέσω της μερικής εκτροπής, ο Αχελώος θα φέρει στη Θεσσαλία 250 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερό τον χρόνο. Εάν εφαρμοστούν όμως τα παραπάνω μέτρα, θα έχεις τρεις με τέσσερις Αχελώους».
Από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας υποστηρίζουν ότι παρεμβάσεις όπως οι αλλαγές στα συστήματα άρδευσης και πολύ περισσότερο η στροφή σε άλλες καλλιέργειες είναι αλλαγές που θα πάρουν χρόνια, ίσως και δεκαετίες. «Δεν υπάρχουν αυτές οι δεκαετίες», λένε. «Γιατί μέχρι να γίνουν αυτές οι αλλαγές, η Θεσσαλία θα έχει γίνει έρημος». Αναφέρουν ακόμη ότι «στην προηγούμενη αναθεώρηση των σχεδίων αυτών, που έγινε επί ΣΥΡΙΖΑ, υπήρξε συγκεκριμένη έγγραφη παρέμβαση από την τότε κυβέρνηση προς τους μελετητές των σχεδίων να αποκλείσουν από τις μελέτες τους τη μεταφορά νερού από τον Αχελώο».
ΥΠΕΝ: Εφαρμόζουμε ό,τι υπαγορεύουν οι επιστημονικές μελέτες
Ο Πέτρος Βαρελίδης, γενικός γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων του υπουργείου Περιβάλλοντος, υποστηρίζει ότι για το ζήτημα του Αχελώου το υπουργείο κινήθηκε με βάση τις επιστημονικές μελέτες. «Οι επιστημονικές μελέτες είναι τα επικαιροποιημένα Σχέδια Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμών, στα οποία η διοίκηση δεν είχε καμία απολύτως ανάμειξη. Δεν υπήρξε καμία παρέμβαση στο περιεχόμενό τους και αφήσαμε τους μελετητές να κάνουν τη δουλειά τους ακολουθώντας τους κανόνες της επιστήμης. Εμείς λοιπόν, ως πολιτεία, κινούμαστε με βάση αυτά που μας λένε οι επιστήμονες και αυτά θα εφαρμόσουμε, κατά προτεραιότητα θα έλεγα. Αν το σχέδιο διαχείρισης προβλέπει εκτροπή 250 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων νερού από το φράγμα της Συκιάς, θα το κάνουμε. Στη Θεσσαλία υπάρχει ένα διπλό πρόβλημα. Αφενός έχουμε τρομερή λειψυδρία και αφετέρου είναι η πιο επιρρεπής περιοχή της Ελλάδας, για κλιματικούς λόγους, σε πλημμύρες. Και κάθε ένα φράγμα που φτιάχνεται σημαίνει κάθετη μείωση του πλημμυρικού κινδύνου. Άρα τα φράγματα εξυπηρετούν έναν διπλό σκοπό. Ακολουθούμε λοιπόν τις μελέτες, που προτείνουν ρεαλιστικές και επιστημονικά τεκμηριωμένες λύσεις. Από εκεί και πέρα, προφανώς αν υπάρξει οποιαδήποτε δικαστική απόφαση, θα τη σεβαστούμε».
Ο διχασμός των δύο περιφερειών
Το έργο της εκτροπής του πλουσιότερου σε νερό ποταμού που πηγάζει στη χώρα έχει διχάσει εδώ και δεκαετίες τις περιφέρειες της Δυτικής Ελλάδας και της Θεσσαλίας.
Η Περιφέρεια Θεσσαλίας διεκδικεί την υλοποίηση του έργου για να αντιμετωπιστεί το υδατικό έλλειμμα της Θεσσαλίας. Η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας είναι ανάμεσα στους φορείς που έχουν καταθέσει αίτηση ακύρωσης των σχεδίων για την εκτροπή του ποταμού: «Τόσο προσωπικά όσο και θεσμικά, είναι πάγια εκπεφρασμένη δημόσια η στιβαρή αντίθεσή μας σε οποιαδήποτε προσπάθεια νεκρανάστασης της εκτροπής του Αχελώου. Το φαραωνικό αυτό έργο δεν είναι για εμάς αντικείμενο ιδεολογικού ή τοπικιστικού φανατισμού. Είναι ζήτημα δικαιοσύνης και σεβασμού στους φυσικούς πόρους», λέει στη LiFO o Νεκτάριος Φαρμάκης, περιφερειάρχης Δυτικής Ελλάδας. Για τις κοινωνικοοικονομικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις που ανακύπτουν από την εκτροπή του Αχελώου, ο Ν. Φαρμάκης επικαλείται έκθεση της Deloitte, η οποία συντάχθηκε κατόπιν ανάθεσης από την Περιφέρεια: «Έχουμε κάνει συγκεκριμένες παρατηρήσεις και υπηρεσιακά και στο ίδιο το σχέδιο κατά τη δημόσια διαβούλευση, επισημαίνοντας ότι δεν έχουν εκτελεστεί τα απαραίτητα έργα που προβλέπονται για την ελάττωση των απωλειών του ύδατος του αρδευτικού δικτύου».
Το γεγονός αυτό καταδεικνύει, όπως λέει, ότι «δεν μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστοι οι υπολογισμοί του υδάτινου ισοζυγίου. Όταν δεν έχουν προβλέψει τα έργα που θα γίνουν στον θεσσαλικό κάμπο, τότε η ζυγαριά γέρνει», λέει. Ο περιφερειάρχης ισχυρίζεται ότι «το περιβαλλοντικό κόστος είναι ιδιαίτερα μεγάλο και καθιστά το έργο εξαιρετικά δυσμενές». Υποστηρίζει ακόμη ότι το έργο θα είναι και οικονομικά ασύμφορο για την Αιτωλοακαρνανία αλλά κυρίως για τη Θεσσαλία: «Με απλά λόγια, θα είναι πιο κοστοβόρο το νερό και το πότισμα του θεσσαλικού κάμπου για τους ίδιους τους Θεσσαλούς. Σε σημείο, δε, που δεν θα τους συμφέρει. Όλα αυτά δεν είναι λόγια του αέρα, ούτε δικές μας διαπιστώσεις. Είναι τα αποτελέσματα συγκεκριμένης μελέτης που έχουμε αναθέσει και την έχουμε καταθέσει στη δημόσια διαβούλευση. Από την πλευρά μας, δεν υπάρχει πρόθεση να μπούμε σε μια διελκυστίνδα με τους Θεσσαλούς. Αδικεί και τον αγώνα μας η οποιαδήποτε ταμπελοποίησή του ως τοπικισμού. Δεν είναι δικό μας το νερό. Κι ούτε το αντιλαμβανόμαστε ως δικό μας. Όμως δεν μπορεί για να ωφελήσεις κάποιον, να βλάψεις κάποιον άλλον. Αυτή είναι η λογική μας». Ταυτόχρονα, ο Ν. Φαρμάκης υπενθυμίζει ότι «παραμένουν ενεργά τα ζητήματα που έχει εγείρει το ΣτΕ στις έξι μέχρι σήμερα απορριπτικές αποφάσεις που αφορούν το συγκεκριμένο έργο».
Από την άλλη πλευρά, η Περιφέρεια Θεσσαλίας έχει άλλη άποψη για την αναγκαιότητα του έργου. Η στρατηγική του Δημήτρη Κουρέτα, περιφερειάρχη Θεσσαλίας, είναι «να καταστεί η Θεσσαλία αγροδιατροφικά επαρκής και να πρωταγωνιστεί στις εξαγωγές ποιοτικών αγροτικών προϊόντων». Βασικό στοιχείο της υλοποίησης αυτής της στρατηγικής, όπως λένε από την Περιφέρεια, είναι «η άμεση αντιμετώπιση του υδατικού ελλείμματος της Θεσσαλίας, η οποία βρίσκεται, δυστυχώς, στην πρώτη θέση του σχετικού πίνακα που καταγράφει το τεράστιο αυτό πρόβλημα, ανάμεσα στις περιφέρειες ολόκληρης της χώρας». «Τα Σχέδια Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμών έχουν την υπογραφή του πρωθυπουργού.
Το πραγματικό αίτημα είναι η εφαρμογή των σχεδίων αυτών, που προβλέπουν τη μεταφορά από τον Αχελώο στη Θεσσαλία ποσότητας 250 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων νερού, ποσοστό μόλις 5% επί της συνολικής ποσότητας υδάτων του Αχελώου», αναφέρει στη LiFO ο Δημήτρης Κουρέτας. Διευκρινίζει ότι «δεν μιλάμε καν για εκτροπή. Μιλάμε για τη μεταφορά μιας μικρής ποσότητας. Ο Αχελώος κουβαλάει 4,2 δισ. κυβικά μέτρα νερό τον χρόνο. Και το σχέδιο μιλάει για μεταφορά 250 εκατομμυρίων κυβικών μέτρων νερού ετησίως. Ποσοστό μόλις 5% επί της συνολικής ποσότητας υδάτων του Αχελώου. Αυτό δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα στον Αχελώο και δεν θα υπάρξει κάποια ποσοτική, ποιοτική, περιβαλλοντική επίπτωση». Η Θεσσαλία, όπως λέει, «πρέπει να γνωρίζει την ποσότητα νερού που μπορεί να διαχειριστεί, για να χαράξουμε την κατάλληλη αγροτική πολιτική, που έχει ως στόχο να γίνει η Θεσσαλία βιώσιμη και διατροφικά αυτάρκης».
Ο Δ. Κουρέτας ζητάει την ολοκλήρωση της σήραγγας στη Συκιά, «έργο με το οποίο το νερό του Αχελώου θα φτάνει στο φράγμα του Μουζακίου μέσω της Δρακότρυπας, προσφέροντας στους Θεσσαλούς μια ποσότητα 250 εκατ. κυβικών μέτρων νερού».
Τα έργα της εκτροπής
Το τεχνικό σύστημα εκτροπής των υδάτων του Αχελώου προϋποθέτει την ολοκλήρωση της κατασκευής του φράγματος στη θέση Συκιά, αλλά και την κατασκευή και λειτουργία της σήραγγας προσαγωγής (Πετρωτό - Δρακότρυπα), καθώς και νέων δικτύων διοχέτευσης του νερού αυτού: «Έργα με τεράστιο οικονομικό και περιβαλλοντικό κόστος, που θα εγκαθιδρύσουν μια πανάκριβη υπηρεσία ύδατος για αγροτική χρήση», αντιτείνουν οι προσφεύγοντες.
Σύμφωνα με τη συγκεντρωτική εικόνα των έργων που έχει παρουσιάσει το WWF, ως έργο άρδευσης, η εκτροπή του Αχελώου από τη θέση Συκιά ξεκίνησε να σχεδιάζεται στα μέσα της δεκαετίας του 1980.
Το περίπλοκο σχέδιο της εκτροπής συνθέτουν δυο μεγάλα φράγματα στη Μεσοχώρα και τη Συκιά των νομών Τρικάλων και Άρτας-Καρδίτσας, ύψους 150 και 145 μέτρων, αντίστοιχα, η σήραγγα εκτροπής στη Συκιά, μήκους 17,5 χλμ., και το αναρρυθμιστικό φράγμα Μαυροματίου, ύψους 25 μέτρων.
Τα φράγματα θα συνοδεύονται από υδροηλεκτρικούς σταθμούς, εκ των οποίων ο ΥΗΣ Μεσοχώρας έχει ήδη κατασκευαστεί. Ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε εκτροπή 1,2 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων νερού ετησίως. Το 1994 ανακοινώθηκε η «μικρή εκτροπή», που προέβλεπε μεταφορά της μισής ποσότητας νερού, δηλαδή 600 εκατ. κ.μ. ετησίως. Από το 2010, αναφέρεται πως η εκτρεπόμενη ποσότητα δεν θα υπερβαίνει τα 250 εκατ. κ.μ. νερού. «Όμως οι διαστάσεις των φραγμάτων και των ταμιευτήρων παραμένουν αναλλοίωτες από το αρχικό σχέδιο της “μεγάλης εκτροπής”».
Ποιες είναι περιβαλλοντικές οργανώσεις και οι φορείς που προσφεύγουν
Προς το παρόν, δεν έχει προσδιοριστεί η ημερομηνία συζήτησης για την αίτηση ακύρωσης που κατατέθηκε στο ΣτΕ. Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις που προσέφυγαν στο ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο είναι η WWF Ελλάς, η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, η Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Φύσης, η Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού και η Συντονιστική Επιτροπή των Φορέων Αιτωλοακαρνανίας κατά της εκτροπής του Αχελώου. Η επιτροπή αυτή αποτελείται από την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, την Περιφερειακή Ένωση Δήμων Δ. Ελλάδας, τον δήμο Αγρινίου, τον δήμο Μεσολογγίου, το Επιμελητήριο Αιτωλοακαρνανίας, το Τεχνικό Επιμελητήριο Αιτωλοακαρνανίας και τον Αγροτικό Συνεταιρισμό Ένωση Αγρινίου (ΕΑΣ).
Το ζήτημα της μεταφοράς του νερού από τον Αχελώο για την άρδευση του θεσσαλικού κάμπου είναι ανοιχτό. Παρόλο που το έργο της μερικής εκτροπής περιλαμβάνεται στα σχέδια διαχείρισης υδάτων της Δυτικής Ελλάδας και της Θεσσαλίας, το κόστος αυτών των κατασκευαστικών παρεμβάσεων δεν έχει προσδιοριστεί με σημερινές τιμές. Το ενδεχόμενο να μη χρηματοδοτηθεί το έργο από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πολύ πιθανό. Η Κομισιόν από το 1994 έχει αρνηθεί την ένταξη του έργου στο Β΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης.
Εάν τελικά η κυβέρνηση και το αρμόδιο υπουργείο προχωρήσουν στη μερική εκτροπή, τα χρήματα θα πρέπει να βρεθούν από κρατικούς πόρους και, βάσει παλαιότερων εκτιμήσεων, το ύψος της χρηματοδότησης ξεπερνάει τα 200 εκατ. ευρώ.
Πηγή: Ντίνα Καράτζιου - lifo.gr