του ΣΠΥΡΟΥ Χ. ΤΑΓΚΑ
Ή ταν στο ηρωικό και μαρτυρικό Κομμένο της Άρτας (την επόμενη της γιορτής της Παναγίας), όταν ο πρωθυπουργός της χώρας Αλ. Τσίπρας θυμήθηκε και επανέφερε μετά από πολύ καιρό στην «ατζέντα»· το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων και επανορθώσεων. Μιλώντας στις εκδηλώσεις μνήμης που γίνονται κάθε χρόνο στις 16 Αυγούστου ( στις 16 Αυγούστου του 1943 οι Γερμανοί εσφαγίασαν κυριολεκτικώς 317 χωριανούς εκ των οποίων 97 παιδιά και 2 ιερείς), τόνισε ότι η κυβέρνηση θα συνεχίσει σε όλα τα επίπεδα την προσπάθεια για την διεκδίκηση των γερμανικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου. Το ίδιο θέμα επανέφερε στεντόρεια και λίαν προσφάτως, –κατά την διάρκεια των δηλώσεών του στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης : εκεί, έκανε λόγο για ανεκπλήρωτο, εν πολλοίς, καθήκον των ελλήνων πολιτικών και, έτσι, εκ των πραγμάτων, το θέμα καθίσταται ξανά μείζονα προτεραιότητα.
Στον ενάμιση και χρόνο, όμως, που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ βρίσκεται στην εξουσία (και παρά τα όσα έλεγε προεκλογικά το ’14), δεν έπραξε τίποτε σημαντικό και χρήσιμο για το ίδιο ζήτημα. Το αντίθετο μάλιστα : οι κοινοβουλευτικές επιτροπές που είχαν οριστεί πομπωδώς για μια πρώτη συζήτηση και εξέταση (υπό την π. πρόεδρο της Βουλής Ζ. Κωνσταντοπούλου και στη συνέχεια υπό το Δ. Βίτσα), οιονεί υποτιμήθηκαν, εκφυλίστηκαν και πέρασαν στη λήθη σα να μην είχε συμβεί ποτέ τίποτε. Το μόνο που έμεινε από κείνες τις μεγαλεπήβολες πρωτοβουλίες (sic)· είναι τα πορίσματα που εκδόθηκαν (αλλά που κανένας δεν έδωσε σημασία γιατί το κλίμα διερράγη)· και οι μεγαλόσχημες δηλώσεις κυβερνητικών παραγόντων που, κοντολογίς, πραγματοποιούνταν για να συντηρούν και να αναδιπλώνουν το θέμα με κύρια στόχευση, ως φάνηκε, την εσωτερική επικαιρότητα και κατανάλωση.
Για την Ιστορία πάντως (και πέραν από τις εσωτερικές στοχεύσεις ή αμφιταλαντεύσεις), εκείνο που επισήμως ισχύει είναι πώς η Γερμανία υποστηρίζει διαχρονικά ότι το ζήτημα θεωρείται λήξαν μετά και την Συνθήκη Eπανένωσης του 1990 : ότι η Ένωση του κράτους της π. Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας με αυτό της π. Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας ακυρώνει αν δεν καταργεί την όποια υποχρέωση αποζημιώσεων και επανορθώσεων. Σύμφωνα, όμως, με επιστημονικές απόψεις έγκριτων ελληνικών, αλλά, και άλλων διεθνών νομικών κύκλων· η άποψη τούτη σφάλλει, καθώς, κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από το ίδιο το κείμενο της Συνθήκης και, άρα, δεν δεσμεύει την Ελλάδα. Θα μπορούσε, βεβαίως (σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους), να τη δεσμεύει όπως, άλλωστε, άλλες χώρες, εάν και εφόσον η Ελλάδα είχε ρητώς ή σιωπηρώς παραιτηθεί των αξιώσεών της – κάτι που, όμως, η χώρα μας επουδενί έχει πράξει.
Όθεν, οι αξιώσεις της Ελλάδος απέναντι στο γερμανικό κράτος παραμένουν (νομικά τουλάχιστον), υπαρκτές και ενεργές. Το ίδιο ισχύει και για το κατοχικό δάνειο (όπου αυτονόητα εμπλέκεται και η άλλη χώρα του «Άξονα», – η Ιταλία). Αυτή – τούτη η περιβόητη σύμβαση (της σύναψης του κατοχικού δανείου), υπογράφηκε ερήμην, ασφαλώς, της Ελλάδος στη Ρώμη, τον Μάρτη του 1942. Επιβλήθηκε δε, βιαίως στη χώρα μας ως αναγκαστικά εκτελεστή· με την υποχρέωση καταβολής στις δυνάμεις κατοχής ενός ποσού 1,5 δισ. δρχ. το μήνα ! Ως γνωστόν, το αναγκαστικό δάνειο που μας επιβλήθηκε δεν αποπληρώθηκε ποτέ· και, ως εκ τούτου, αποτελεί αυτοδικαίως μέρος της σχετικής «διαπραγμάτευσης» όταν και εφόσον αυτή συντελεστεί.
Αναμφίβολα, λοιπόν, η χρησιμοποίηση «κάθε τρείς και λίγο» του θέματος των γερμανικών και άλλων αποζημιώσεων από την ελληνική πλευρά για μικροπολιτικούς λόγους· όχι μόνο το βλάπτει, αλλά, προσβάλλει βαναύσως τις θυσίες που υπέστη ο ελληνικός λαός κατά την κατοχή. Και τούτο, διότι, η συχνή χρήση και επίκληση των αξιώσεων «καίει», τρόπον τινά, το όλο ζήτημα που, έτσι, κινδυνεύει να βρεθεί τελεσίδικα στις γνωστές καλένδες. Επίσης, σε μια εποχή με μείζονα ζωτικά προβλήματα για τη χώρα· η προσπάθεια να συνδεθεί με τη διευθέτηση του χρέους ή άλλων τρεχόντων θεμάτων, ομοιάζει με ιταμή πράξη που ισοσκελίζει επαίσχυντα την ιστορία και τις ανείπωτες θυσίες του λαού με τις μετέπειτα στρεβλώσεις και υποχρεώσεις του ελληνικού κράτους.
Εξάλλου, ο πρωθυπουργός της χώρας γνωρίζει εξαιρετικά (αν δεν το γνωρίζει μπορεί να του το θυμίσουν οι νομικοί και διπλωματικοί του σύμβουλοι), τι θεσμική διαδρομή πρέπει να ακολουθήσει, εφόσον, επιθυμεί να ενεργοποιήσει και να διαχειριστεί ο ίδιος την όλη διαδικασία. Από την Ιστορία (πάλι), πάντως, προκύπτει ότι επισήμως καμία κυβέρνηση δεν επιχείρησε να φέρει αυτά τα ζητήματα ενώπιον κάποιας δικαστικής αρχής – είτε, αυτή ήταν ελληνική, είτε, αυτή ήταν γερμανική, είτε, πολύ περισσότερο, αυτή ήταν διεθνής (βλ. το διεθνές δικαστήριο της Χάγης). Ενστάσεις, προσφυγές και δίκες μπορεί να υπήρξαν, αλλά, πάντα είχαν αναφορά ιδιωτικές πρωτοβουλίες και ποτέ μια επίσημη ελληνική κυβέρνηση. Και αυτό από μόνο του σημαίνει πολλά. Παρά πολλά…
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
agrinionews.gr