Του Κώστα Σακαρέλου
Πολλές ιστορίες, σχετικές με τις πολιορκίες και την ηρωική Έξοδο του Μεσολογγίου, έχουν δει, κατά καιρούς, το φως της δημοσιότητας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση της Μανταλένας, μια πανέμορφης ιταλίδας, η οποία, με περιπετειώδη τρόπο βρέθηκε στο Μεσολόγγι, στις αρχές Απριλίου του 1826, στο χαρέμι του Ιμπραήμ πασά, όταν εκείνος πολιορκούσε την πόλη. Με τη βοήθεια ενός φρουρού, κατάφερε να δραπετεύσει. Έτρεξε και, χωρίς να γίνει αντιληπτή από τους Τουρκοαιγύπτιους, κατέφυγε και κρύφτηκε μέσα σ’ ένα προκεχωρημένο χαράκωμα. Από την κρυψώνα της, κατά διαστήματα, σήκωνε με το χέρι της ένα λευκό πανί και το κουνούσε, ζητώντας βοήθεια από τους Έλληνες.
Τη φιγούρα της πρωτοείδε ο μηχανικός Κοκκίνης, στη διάρκεια επιθεώρησης των προμαχώνων και των χαρακωμάτων. Αυτός, όταν είδε το σινιάλο, ζήτησε από το άγνωστο πρόσωπο να βγει απ’ το χαράκωμα και να προχωρήσει προς το μέρος του. Η σκιά δεν απάντησε, μα και δεν αντέδρασε καθόλου. Συνέχισε όμως κάτι να σιγοψιθυρίζει.
Ο Κοκκίνης τελικά τα κατάφερε, οπότε το άγνωστο πρόσωπο βρέθηκε κοντά του. Ήταν μια ωραιότατη νέα, περίπου 18 ετών, ντυμένη με τουρκικά σαλβάρια, η οποία μιλούσε μόνο ιταλικά. Χάρη στη μετάφραση των φιλελλήνων, μαθεύτηκε και η περιπέτειά της. Έμαθαν ότι την έλεγαν Μανταλένα και ότι πατρίδα της ήταν η μικρή παραθαλάσσια πόλη Μπάρο ντελ Τόρε της Σικελίας, από την οποία την απήγαγαν πειρατές, μαζί με άλλες κοπέλες και παιδιά, τα οποία, στη συνέχεια, πούλησαν στα σκλαβοπάζαρα της Αιγύπτου. Η ίδια πουλήθηκε στον Ιμπραήμ, έναντι αδράς αμοιβής. Κατάφερε όμως να δραπετεύσει κι έτσι βρέθηκε κοντά τους.
Οι Έλληνες πίστεψαν τα λεγόμενά της, αφού εκείνη επικαλέστηκε ατράνταχτα στοιχεία. Τον λίγο καιρό που έμεινε κοντά τους, τη στήριξαν, ψυχολογικά όμως περισσότερο, αφού τρόφιμα δεν υπήρχαν.
Τη βραδιά της Εξόδου, η Μανταλένα ήταν ανάμεσα στα γυναικόπαιδα του Μεσολογγιού. Με την σύγχυση που δημιουργήθηκε, όταν άλλοι εφώναζαν «εμπρός» και άλλοι «πίσω», ξαναβρέθηκε μέσα στην πόλη. Για να γλιτώσει τη ζωή της, κρύφτηκε κάτω από έναν όγκο πτωμάτων. Σώθηκε και με τη βοήθεια ενός γενίτσαρου που την είχε ερωτευτεί, βρέθηκε στην Άρτα. Από εκεί πήγαν στην Πάργα. Πέρασαν με καΐκι στην Κέρκυρα, όπου ο γενίτσαρος βαφτίστηκε χριστιανός. Πήρε το όνομα Γεώργιος Ιωάννου. Τη βάφτιση ακολούθησε ο γάμος, από τον οποίο απέκτησαν τρία παιδιά: δυο αγόρια κι ένα κοριτσάκι.
Στη διάρκεια της διαβίωσής τους στην Κέρκυρα, ο Ιωάννου φρόντισε κι έμαθε άπταιστα την ιταλική γλώσσα. Συνέχισαν τη ζωή τους στην Τεργέστη, όπου ασχολήθηκαν με το εμπόριο. Ο Ιωάννου, μάλιστα, ήταν ένας από τους καλύτερους εμπόρους της εποχής. Από τη νέα του πατρίδα, προσέφερε πολλές υπηρεσίες στον Αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Τούρκους.
Το κοριτσάκι του ζευγαριού, όταν ενηλικιώθηκε, παντρεύτηκε κάποιον Συμεωνίδη. Ο νεαρός Συμεωνίδης, εγγονός του Γιώργου και της Μανταλένας Ιωάννου, στα μέσα του 20ου αιώνα ζούσε στην Κωνσταντινούπολη. Σε αυτόν οφείλεται η διάσωση της ιστορίας.
Πηγή: εφημερίδα των Πατρών «Η ΕΝΩΣΙΣ», τεύχη 23/30-04-1945 και 24/14-05-1945
agrinionews.gr