Γράφει ο Κώστας Γαλάνης*
Η πρόσφατη σιδηροδρομική τραγωδία των Τεμπών, πέρα από την θλίψη και την οδύνη για τον άδικο χαμό τόσων συμπολιτών μας, πέρα από τον θυμό και την οργή για την τσαπατσουλιά, τον ωχαδερφισμό, την ανευθυνότητα, τις πελατιακές σχέσεις που χαρακτηρίζουν μέρος του δημόσιου βίου, την εγκατάλειψη και το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, την αδιαφορία για την ασφάλεια των πολιτών, την υποκρισία μεγαλοσχημόνων και μη και τόσα άλλα δεινά και παθογένειες που χαρακτηρίζουν αυτή τη χώρα, είχε ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό.
Ο μέσος όρος της ηλικίας των θυμάτων, έφερε στην επιφάνεια έμμεσα αλλά και τόσο εκκωφαντικά ταυτόχρονα, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του σύγχρονου ελληνισμού (μέσα από την τραγική απώλεια) που είναι η σπατάλη του μεγαλύτερου και πολυτιμότερου κεφαλαίου που έχει αυτή τη χώρα και δεν είναι άλλο από τη νεολαία της, που όλο και μειώνεται ποσοστιαία σε μία φθίνουσα πορεία που ακολουθείται δημογραφικά.
Νιάτα που χάθηκαν τόσο άδικα, στο βωμό της εξυπηρέτησης συμφερόντων, της ανικανότητας να λειτουργήσουν σωστά αυτονόητα πράγματα και μηχανισμοί για άλλα προηγμένα κράτη, νιάτα που θυσιάστηκαν ως άλλες Ιφιγένειες ώστε επιτέλους να (ενσκύψουν;) πραγματικά στα σοβαρότατα προβλήματα που υπάρχουν, ως οφείλουν εκ του καθήκοντος, αυτοί οι οποίοι έχουν θεσμικό ρόλο αλλά και συνάμα ηθική υποχρέωση να το κάνουν.
Δεν μπορεί κανείς, με αφορμή αυτή την τραγική συγκυρία, να μην αναρωτηθεί και να μην λειτουργήσει συνειρμικά, για τον βαθμό της απαξίωσης αυτού του πολύτιμου κεφαλαίου για τη χώρα που είναι η νεολαία της και για τις δυσκολίες και την εγκατάλειψη που βιώνουν οι νέοι σήμερα, σε μία γεροντοκρατούμενη κοινωνία, αλλά και έναν δημόσιο βίο που διέπεται από τέτοια χαρακτηριστικά.
Σε μια κοινωνία που λειτουργεί ως αρένα και συνθλίβει τα όνειρα των νέων παιδιών, που δεν τους επιτρέπει να δημιουργήσουν και να ξεδιπλώσουν όπως πρέπει μέσα σε ένα αξιοκρατικό περιβάλλον που θα έπρεπε να υπάρχει, τα ταλέντα, τις δεξιότητες, τις ικανότητες και την κατάρτιση που έχουν ως εφόδια της μόρφωσής τους ή ως προϊόν των αναζητήσεων και των οραματισμών τους.
Πόσο απαξιωμένη και πόσο αδικημένη και εγκλωβισμένη είναι σήμερα η νεολαία μας, από το σύστημα και τους μηχανισμούς που ρυθμίζουν τις ζωές και τον τρόπο ζωής όλων μας, με έναν τόσο άδικο και αδυσώπητο τρόπο. Πως να αναπτυχθεί, να βρει τρόπο να δημιουργήσει και εξελιχτεί ο νέος ή η νέα, που παρά το αντικείμενο που έχει σπουδάσει και τις ικανότητες και δυνατότητες που έχει, ρίχνεται ανυπεράσπιστος να γίνει βορά των «αγρίων θηρίων» στην αρένα μιας αγοράς εργασίας, όπου τείνει να εκλείψει κάθε κανόνας διασφάλισης δικαιωμάτων. Όπου αμειβόμενος με ψίχουλα και όντας έρμαιο στις ορέξεις κάθε άπληστου εργοδότη, συνθλίβεται μέσα σε αυτή την πραγματικότητα ηθικά και ψυχολογικά, χωρίς να βρίσκει αποκούμπι αλλά και την ελπίδα για κάτι καλύτερο, για κάτι πιο δίκαιο πιο ενθαρρυντικό, πουθενά;
Όταν ζει σε μία κοινωνία και ένα περιβάλλον όπου απαγορεύονται τα όνειρα ή μάλλον είναι τόσο ακριβά, όπου εντέχνως του προτείνεται (με κάθε τρόπο και σε κάθε ευκαιρία) να συμβιβαστεί και να αρκεστεί στο να αποτελέσει ένα γρανάζι, ένα αναλώσιμο εξάρτημα, μιας διαδικασίας που ευνοεί μόνο τους λίγους και τους εκλεκτούς. Μόνο αυτούς που έχουν «μπάρμπα στην Κορώνη», επί το καθιερωμένο στην ελληνική ζοφερή πραγματικότητα, εδώ και πολλές πολλές δεκαετίες και σύμφωνα με τα ειωθότα.
Σαφώς και πρέπει να αλλάξει όλο αυτό και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αλλάξει επ΄ωφελεία των νέων, χωρίς οι ίδιοι να επιδιώξουν αυτή την αλλαγή. Χωρίς να συμμετέχουν σε μία τέτοια διαδικασία, που ούτε εύκολη είναι, ούτε πρόκειται να έρθει αν δεν την προκαλέσουν οι ίδιοι.
Ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος εμάς των μεγαλύτερων και βέβαια όσων ασχολούνται με τα κοινά;
Μα φυσικά να ενθαρρύνουμε και να υποστηρίζουμε αυτή την διαδικασία. Μέσα από κάθε έκφανση της οικονομικής και της πολιτικής δραστηριότητας. Μέσα από την Τοπική Αυτοδιοίκηση, μέσα από την πολιτική ζωή.
Πρέπει να ενθαρρύνονται οι νέοι να διεκδικούν, να τους ανοίγονται ορίζοντες και να ακούγεται η φωνή και τα θέλω τους. Να τους δίνεται «γήπεδο να παίξουν μπάλα» να το πούμε έτσι απλά και με ποδοσφαιρικούς όρους. Να μην τους περιορίζουμε σε παθητικό ρόλο και να ενθαρρύνουμε τη συμμετοχή τους στα κοινά, ώστε να έχουν λόγο στη λήψη των αποφάσεων και στην χάραξη πολιτικών.
Να ακούμε τα θέλω τους, τους προβληματισμούς τους, να γινόμαστε συνταξιδιώτες στα όνειρά τους. Μόνο έτσι αυτός ο κόσμος, αυτή η κοινωνία, αυτός ο δημόσιος βίος, θα γίνει φιλικός για αυτούς και καλύτερος για όλους μας.
*Εκπαιδευτικός, δημοσιογράφος, επιχειρηματίας
sinidisi.gr