Γκριζάρουν ξεφτισμένα τα τεκμήρια της ιστορίας της ύπαρξης. Καταστροφές, αναγεννήσεις, λήθη, αναμνήσεις, ψέματα, αλήθειες, ήττες και νίκες, προδοσίες, ηρωισμοί, παραστέκουν την καθημερινότητά μας, μπερδεμένα ή ξεχασμένα, όλα μαζί. Η τραγωδία και η κάθαρση νυχθημερόν ενώπιόν μας. Κι εμείς εδώ. Ζωντανοί απόγονοι μακρινών γεγονότων και ανθρώπων που μας έσπειραν εν σειρά και μας γέννησαν ελπίζοντας. Είμαστε εμείς αυτοπροσώπως η συνέχεια στο νήμα, κόμποι και υφάδια, το μέλλον τους που έχει γίνει παρόν, πριν γίνει κι αυτό παρελθόν και έρθει ο καιρός, για άλλους πια, να χαρούνε κι αυτοί στη ζωή τους δόξες και πίκρες.

Ο προπάππος μου Aγγελος Αγγελάκης, με βαρύ πανωφόρι, ανατολίτικη βράκα, δυτικό καπέλο και περιποιημένο μουστάκι, έφτασε στ’ Αγρίνιο πριν από έναν αιώνα, το 1922. Hρθε πρόσφυγας με την καταστροφή απ’ το Οφρύνιο της Τρωάδας στη Μικρασία. «Ρένκιοϊ» το λέγαν εκεί στα Δαρδανέλλια το χωριό τους. Δίπλα η γυναίκα του, η γιαγιά η Λένγκω, όπως την έλεγε η μάνα μου. Ορθια πίσω του, με το δεξί χέρι στον ώμο του, η μεγαλύτερη κόρη τους, η γιαγιά μου η Πολυξένη παιδούλα, αριστερά η μικρότερή της αδελφή η Κυριακούλα και πίσω ο γιος τους ο Γιώργος.

Ο μεγαλύτερος γιος τους, ο Γιάννης, πρόλαβε και πήρε καράβι για την Αμερική, το «S.S. Athinai». Εφτασε Λονγκ Αϊλαντ και από κει Νιου Τζέρσεϊ, Σαν Μπερναντίνο, Καλιφόρνια. Εστιατόρια, εφτά παιδιά με την Aμέλια, δεκάξι εγγόνια κι άλλα τόσα δισέγγονα, δεν τον είδαμε ποτέ, έστελνε όμως τακτικά απ’ την Αμερική μπαούλα με ρούχα και καλούδια αμερικάνικα, μέχρι που πέθανε το ’77. Μας φώναζε η γιαγιά περήφανη κάθε φορά όλες τις κόρες και τα εγγόνια να διαλέξουμε. Ο άλλος τους γιος, ο Λάσκαρης, έμεινε στην Ξάνθη, εστιάτορας κι αυτός στο κέντρο της παλιάς πόλης. Αντέστρεψε το όνομά του και από Λάσκαρης Αγγελάκης έγινε Αγγελος Λάσκαρης, αυτοκρατορικός.

Τον επισκέφθηκα γέροντα πολύ, είχε αποσυρθεί, όταν ανέβηκα να σπουδάσω Νομικά στην Κομοτηνή. Με καλοδέχτηκαν με τη γυναίκα και την κόρη τους, είχε το σπίτι τους κήπο μπροστά σαν της γιαγιάς και ήταν γεμάτος τριαντάφυλλα, θυμάμαι. «Χάρηκε το σπίτι μας που ήρθες», μου είπαν, «να ξανάρθεις!». Το είχαμε όλοι στο σόι με το μαγείρεμα. Και η γιαγιά ήταν φημισμένη μαγείρισσα και οι κόρες όλες πήραν το χάρισμα, και οι αγγόνες συναγωνίζονταν σε συνταγές και γεύσεις, μέχρι κι ο θειος μου ο Αγγελος, που είναι τώρα πια φτυστός ο παππούς του ο Αγγελάκης, έχει δικές του συνταγές και όλο και κάτι του χεριού του με φιλεύει κάθε φορά που κατεβαίνω να τον δω, κυνήγια και ψαρέματα, φρούτα διαλεγμένα και μεζεκλίκια σπάνια κι εξαιρετικά.

Ο Γιώργος Αγγελάκης, που στέκεται όρθιος εκεί πίσω, έγινε καπνομεσίτης, αλλά δεν πρόλαβε να στεριώσει οικογένεια, τον σκότωσαν πρώτον στην αλφαβητική σειρά με τους 120 που εκτέλεσαν οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους στη μάντρα της Αγια-Τριάδας τον Απρίλη του 1944. Δεν έβγαλε έκτοτε τα μαύρα η γυναίκα του, η θεία Κατίνα, κι άναβε ξέπλεκη η γιαγιά η Πολυξένη κάθε Μεγάλη Παρασκευή το καντήλι στη μνήμη του, βουρκωμένη απ’ την πίκρα των πολέμων και της Κατοχής. Πώς τα κατάφερνε όμως χωρίς να τα ξεχνά όλ’ αυτά, ξεριζωμούς, χαμούς, πολέμους, ξενιτιά και φτώχεια, να ριζώνει ξανά και να καρπίζει χαρά. Οχτώ παιδιά, δεκαοχτώ εγγόνια κι όλοι να περνάμε πάντα μαζί της τόσο καλά και χαρούμενα!

Είμαστε εμείς αυτοπροσώπως η συνέχεια στο νήμα, κόμποι και υφάδια, το μέλλον τους που έχει γίνει παρόν, πριν γίνει κι αυτό παρελθόν.

Η αγκαλιά της ευτυχίας το σπίτι της στα προσφυγικά, η τέχνη της ζωής και η λαχτάρα της, που όλα μπορεί και τ’ αλλάζει. Δεν λείπουν ποτέ για πολύ τα βάσανα και οι καημοί. Τα ονόματά τους αλλάζουν μόνο και οι ημερομηνίες. Η ουσία του ανθρώπου μένει ίδια κι απαράλλαχτη σε κάθε εποχή. Μαζί με την πρόοδο, την ευζωία και την άνεση, ξανά-μανά πόλεμοι, πλούτη κι ανέχεια μαζί, αφθονία και βία, απάτες κι εκβιασμοί, η βαρβαρότητα επεκτατική μας κατατρέχει αδηφάγα. Ακατάδεκτα βλέμματα, αμετανόητες απόψεις, πλανημένοι οπαδοί, μισαλλοδοξία και η χαιρέκακη παραπληροφόρηση, ομίχλη απροσπέλαστη, δύσκολα κρατιέται πορεία και τιμόνι.

Χρήστος Μποκόρος: Τεκμήρια Ιστορίας, παρόντες και απόντες
Μια παλιά φωτογραφία της πατρογονικής φαμίλιας Αγγελάκη, πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, που εγκαταστάθηκαν στο Αγρίνιο έναν αιώνα πριν. [ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΚΟΡΟΣ]
Ενα μάθημα είναι η ζωή για καθέναν, αλλά πότε και ποιος θα το πάρει κανείς δεν μπορεί να μας πει. Μοναχός του καθένας ό,τι μπορέσει θα καταλάβει. Εδώ θα ‘μαστε ώς τότε, όλοι μαζί, καλοί και κακοί, και εμείς και οι άλλοι κι όλοι αυτοί που εχθρευόμαστε γύρω μας και αντιπαθούμε αλλήλους. Θέλουμε – δεν θέλουμε, σχέση είναι η ζωή μ’ όλα αυτά, μ’ ότι διαλέγουμε εμείς και μ’ ό,τι μας έχει διαλέξει. Την ανθρώπινη ουσία την ορίζουνε οι πράξεις, φανερές και κρυφές, και οι άνθρωποι, παρόντες κι απόντες.

Χωρίς αυτούς δεν θα ήμασταν εδώ. Τους κοιτώ να ποζάρουν μαζί στη φωτογραφία, ένα νεύμα αφημένο στον χρόνο. Δίχως χαμόγελα, κοιτάζουν μπροστά, τον φακό, το παρόν τους, το μέλλον, σοβαροί, παρόντες και στη δυσκολία και στην ανάπαυλα, περήφανοι, ωραίοι, καλοντυμένοι –βλέπω φιόγκους και κορδέλες δεμένες στα μαλλιά της Κυριακούλας και της γιαγιάς– κι έτσι αμίλητοι όπως είναι στο χαρτί τυπωμένοι, μας κοιτάζουν τώρα κι εμάς.

Ζήτησε η μάνα μου να ‘χει απ’ τον παππού της το τάσι του που έπινε νερό κι ένα μπαστούνι ξύλινο κοντό που πάνω του στηριζότανε τα τελευταία του χρόνια ο Αγγελάκης. Ακόμα τα κρατώ. Αφησα το μπαστούνι στο βουνό, εκεί θα είναι πιο χρήσιμο, και έχω εδώ δίπλα μου το μπακιρένιο τάσι του, φθαρμένο αλλά μυρωμένο από ευωδιές λουλουδιών.

* Ο κ. Χρήστος Μποκόρος είναι ζωγράφος.

kathimerini.gr