Αγαπημένος και εύκολα προσβάσιμος προορισμός, η Αίγινα αποτελεί πάντα και για πολλούς λόγους, μια δημοφιλή επιλογή μιας έστω σύντομης απόδρασης.
Η όμορφη πόλη και πρωτεύουσα του νησιού έχει το δικό της χαρακτηριστικό νεοκλασικό αρχιτεκτονικό στυλ, τα ψαροχώρια της είναι γραφικά και γεμάτα αμμουδιές με ήρεμα, καθαρά νερά, ενώ και η γαστρονομία της είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα χάρη στο σήμα κατατεθέν του νησιού, το Αιγινίτικο φιστίκι.
Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ιστορία του νησιού, με σταθμό την ανακήρυξη της πόλης της Αίγινας σε πρώτη πρωτεύουσα του ελεύθερου ελληνικού κράτους το 1826, γεγονός που συντέλεσε και στην πολιτιστική άνθιση του νησιού. Η ανάπτυξη αυτή στον τομέα των γραμμάτων και των τεχνών συνεχίστηκε παρά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στο Ναύπλιο και ως την πρόσφατη ιστορία της η Αίγινα προσέλκυε σημαντικές προσωπικότητες κι εκπροσώπους του Ελληνικού πολιτιστικού γίγνεσθαι, που επέλεγαν μάλιστα να ζήσουν στο όμορφο νησί του Αργοσαρωνικού.
Επιφανείς ποιητές και συγγραφείς και μαζί μ’ αυτούς ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Ελληνικής γλυπτικής, ο Χρήστος Καπράλος, που επέλεξε τα νησί που αγαπούσε τόσο πολύ ως τόπο κατοικίας του αλλά και για να εγκαταστήσει εκεί το εργαστήριό του. Κληροδοτώντας την όμορφη παραθαλάσσια μονοκατοικία του στο Δήμο της Αίγινας, σήμερα οποιοσδήποτε επισκέπτης του νησιού μπορεί να έρθει σε επαφή με ένα μεγάλο και πλουσιότατο μέρος των έργων του καλλιτέχνη, και μάλιστα στον ίδιο χώρο που τα δημιούργησε, αφού η κατοικία του λειτουργεί πλέον ως ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον μουσείο, που μάλιστα αποτελεί παράρτημα της Εθνικής Πινακοθήκης.
Ο Χρήστος Καπράλος, γεννημένος στο Αγρίνιο το 1909 και γιός ενός απλού αγρότη, κατάφερε χάρη στη βοήθεια εύπορων συντοπιτών του να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, συνεχίζοντας κατόπιν με σπουδές γλυπτικής στο Παρίσι. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, έζησε στο Αγρίνιο και την Αθήνα, πριν τελικά μετακομίσει στην Αίγινα το 1963, στήνοντας εκεί το εργαστήριό του και περνώντας τα καλοκαίρια του ως το θάνατό του το 1993.
Όπως ο ίδιος συνήθιζε να αναφέρει, με την επιστροφή του στην πατρίδα, άφησε πίσω του κάθε Ευρωπαϊκή επιρροή και στράφηκε στον κλασικισμό, όπως αιώνες πριν αποτυπώθηκε στις γραμμές των αρχαιοελληνικών αγαλμάτων. Κύριο θέμα και επίκεντρο της δουλειάς του υπήρξε πάντοτε ο άνθρωπος, αναφέροντας συχνά ότι «Αφετηρία του έργου μου είναι η μεγάλη μου αγάπη για την ανθρώπινη ύπαρξη και αυτό προσπαθώ να εκφράσω».
Πάνω απ΄όλα, η μεγαλύτερη αγάπη και σημαντικότερη φιγούρα της ζωής του, υπήρξε η μητέρα του, μια αγρότισσα δίχως μόρφωση, της οποίας όμως η στήριξη και η ενθάρρυνση υπήρξαν αποφασιστικής σημασίας όχι μόνο για το ξεκίνημα αλλά και για ολόκληρη την καριέρα του. Αυτός είναι και ο λόγος που πολλά από τα έργα του αποτυπώνουν τη μορφή της μάνας, ένα σύμβολο πανανθρώπινο και διαχρονικό. Πράγματι, πλησιάζοντας κανείς στη θέση Πλακάκια, μόλις τρία χιλιόμετρα από την πόλη της Αίγινας, αντικρύζει ένα υπερφυσικών διαστάσεων μπρούτζινο άγαλμα που αποδίδει τη συγκινητική έκφραση της «Μάνας» που περιμένει το ναυτικό γιό της και υποδεικνύει τη θέση του μουσείου.
Στην τοποθεσία αυτή, στην απέναντι πλευρά του δρόμου, οι έξι χώροι της κατοικίας και του εργαστηρίου του καλλιτέχνη, αποτελούν πλέον το Μουσείο Καπράλου, όπου εκτίθενται μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, τόσο γλυπτικής όσο και ζωγραφικής. Ακόμη και ο κήπος με την ανεμπόδιστη θέα στα καταγάλανα νερά του Αργοσαρωνικού, είναι διάσπαρτος με τα χαρακτηριστικά μοντερνιστικά γλυπτά του Χρήστου Καπράλου, αλλά και με πολύχρωμα μωσαϊκά που είχε δημιουργήσει για τη διακόσμηση της αυλής του σπιτιού. Και οι έξι χώροι παραμένουν διαμορφωμένοι όπως είχε ορίσει ο ίδιος ο γλύπτης και παρουσιάζουν ένα σημαντικότατο αριθμό έργων του, μεταξύ των οποίων τερακότες, χαρακτικά και κεραμικά.
Τα υλικά που τον ενέπνεαν ήταν το μάρμαρο, το ξύλο, ο πηλός, ο γύψος, το μέταλλο και ο Αιγινίτικος πωρόλιθος, ενώ η θεματική του προέρχονταν από την αρχαία Ελλάδα, ιδιαίτερα απ΄τα Κυκλαδίτικα ειδώλια, πολεμιστές, ήρωες, Κένταυρους και το δωδεκάθεο του Ολύμπου. Εξαιρετικά εντυπωσιακά είναι 500 περίπου έργα μεγάλων διαστάσεων, όπως «Η Παναγία» σε ξύλο και χαλκό, «Αχιλλέας και Έκτορας», έργο του 1972 σε ξύλο, «Η Σταύρωση», μια σύνθεση 5 μορφών σε ξύλο και τα επίσης σκαλισμένα σε ξύλο «Απόλλων», «Νίκη» και «Αλφειός ποταμός», που φιλοτεχνήθηκαν την περίοδο 1971-1972. Ο επισκέπτης μένει πραγματικά έκπληκτος θαυμάζοντας τη μεγάλη κλίμακα των έργων, αλλά και την ικανότητα του καλλιτέχνη να κινείται απ΄το σουρεαλισμό στο φουτουρισμό, κρατώντας τα αναγνωρίσιμο ύφος του.
Σε ξεχωριστό χώρο μπορεί κανείς να θαυμάσει και τις ζωγραφικές ικανότητες του Χρήστου Καπράλου, μια μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης στην οποία στράφηκε ο καλλιτέχνης από το 1982 κι έπειτα, καθώς λόγω ηλικίας δυσκολευόταν να δουλέψει το ξύλο και το γύψο. Στο τμήμα αυτό της έκθεσης, κυριαρχούν οι θαλασσογραφίες, οι αυτοπροσωπογραφίες και οι γεμάτες όγκο και πλαστικότητα ανθρώπινες φιγούρες. Είναι εμφανές ότι ζωγραφίζει ο γλύπτης και ότι για μια ακόμη φορά ο Χρήστος Καπράλος φέρνει τον άνθρωπο στο επίκεντρο του έργου του.
Τέλος, ένα ανεξάρτητο οίκημα στο βάθος του κήπου, στεγάζει αυτό που πιθανόν αποτελεί το σημαντικότερο έργο του σπουδαίου καλλιτέχνη, ένα πραγματικό αριστούργημα της Ελληνικής μοντέρνας τέχνης, μια ωδή στην ειρήνη ενάντια στον πόλεμο. Πρόκειται για μια ανάγλυφη ζωφόρο μνημειωδών διαστάσεων, με μήκος 40 μέτρα και ύψος 1,10μ. που φέρει τον τίτλο «Το μνημείο της Μάχης της Πίνδου». Ο Καπράλος δούλεψε πάνω σε πωρόλιθο από την Αίγινα για να δημιουργήσει μια σύνθεση επτά ενοτήτων με θέμα τη Γερμανική εισβολή στη χώρα μας, που εξελίσσεται από την ειρήνη στον πόλεμο και πάλι στην ειρήνη.
Η αφήγηση ξεκινά με την πρώτη ενότητα να αναπαριστά Έλληνες χωρικούς μαζί με τις γυναίκες, τα παιδιά και τα ζώα τους καθ΄οδόν για τα χωράφια τους. Πρόκειται μια σκηνή εύθυμη, χαρακτηριστική των ελληνικών εθίμων και της ειρηνικής περιόδου. Η αίσθηση αυτή ανατρέπεται στη δεύτερη ενότητα με την κήρυξη του πολέμου, τους στρατιώτες να παρελαύνουν και τους άνδρες να αναγκάζονται ν’ αφήσουν πίσω τα χωριά και τα σπίτια τους. Η κλιμάκωση έρχεται στην τρίτη ενότητα, όπου απεικονίζεται μια σκηνή μάχης μεταξύ Ελλήνων και Ιταλών, ενώ στην επόμενη σκηνή με τη λήξη του πολέμου παρακολουθούμε την επανένωση των στρατιωτών με τις οικογένειές τους. Η πέμπτη ενότητα μας παρουσιάζει άλλη μια σκληρή εικόνα του πολέμου: πρόκειται για τα χρόνια της κατοχής, με ανθρώπους τσακισμένους, που πασχίζουν για την επιβίωσή τους. Η Εθνική Αντίσταση είναι τα θέμα της έκτης ενότητας, ενώ το έργο ολοκληρώνεται με το πέρας του πολέμου και τη συμφιλίωση των λαών, αφήνοντάς μας με μια αίσθηση αισιοδοξίας καθώς παρακολουθούμε μια σκηνή χαράς, με ανθρώπινες φιγούρες που γλεντούν με τραγούδι και χορό.
Πέρα από τις επικές διαστάσεις του έργου με την απεικόνιση 124 μορφών, αυτό που εντυπωσιάζει είναι ο τρόπος που ο Χρήστος Καπράλος συνδυάζει με τόση φυσικότητα το αρχαιοελληνικό με το φολκλόρ-λαϊκό στοιχείο, μέσα από μια μινιμαλιστική, μοντέρνα ματιά. Το έργο αυτό που θεωρείται σταθμός στην πορεία της νεοελληνικής γλυπτικής εκτίθεται μόνιμα στο περιστύλιο της Βουλής των Ελλήνων, ενώ αυτό που μπορεί κανείς να θαυμάσει στην Αίγινα είναι το γύψινο αντίγραφο που φιλοτέχνησε.
Κλείνοντας με τον τρόπο αυτό την επίσκεψη στο μουσείο και παρατηρώντας για μια ακόμη φορά το επιβλητικό άγαλμα της «Μάνας», τα πρώτο έργο του σπουδαίου γλύπτη στην Αίγινα, κατανοεί κανείς πως ο Χρήστος Καπράλος, του οποίου τα έργα ταξίδεψαν από τη Biennale του 1962 στον Καναδά, τις ΗΠΑ και τη Βραζιλία, υπήρξε ένας πραγματικά ταλαντούχος καλλιτέχνης που τα ξεχωριστά έργα του δικαίως θεωρούνται διαχρονικά.
Αριέττα Πούλιου- travel.gr