Το φυτό αποτελεί ένα φθηνό υποκατάστατο χημικών αγχολυτικών φαρμάκων χωρίς τον ανάλογο κίνδυνο εθισμού
Η βαλεριάνα (Valeriana officinalis) είναι ένα φυτό ευρέως γνωστό για τις αναλγητικές και υπνωτικές του ιδιότητες σε άτομα που έχουν προβλήματα αϋπνίας, όπως επίσης και για την αγχολυτική δράση που παρουσιάζει.
Αναπτύσσεται κυρίως στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη και το φαρμακευτικό μέρος του φυτού αποτελούν οι φρέσκιες ρίζες του, που έχουν έντονη μυρωδιά.
Από την αρχαιότητα υπάρχουν αναφορές για χρήση της βαλεριάνας στη θεραπεία της αϋπνίας, ημικρανίας, κόπωσης και διαταραχών στο στομάχι. Στις μέρες μας, χρησιμοποιείται παραδοσιακά τόσο για την αντιμετώπιση της αϋπνίας, όσο και για τα συμπτώματα εμμηνόπαυσης, τους πονοκεφάλους, το προεμμηνορροϊκό σύνδρομο (PMS) και τις αγχώδεις διαταραχές.
Η ρίζα της βαλεριάνας περιέχει δύο βασικούς τύπους ενώσεων, τα σεσκιτερπένια (βαλερενικό οξύ) και διάφορους τριεστέρες (βαλεποτριικά), στα οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η αναλγητική της δράση.
Καταναλώνεται κυρίως ως τσάι, αλλά κυκλοφορεί στην αγορά και στη μορφή υγρού εκχυλίσματος, βάμματος και συμπληρωμάτων διατροφής. Είναι ευαίσθητη στο φως και γι’ αυτό το λόγο θα πρέπει να αποθηκεύεται σε περιβάλλον που να προφυλάσσεται από αυτό.
Σε ποιες περιπτώσεις μπορεί να είναι ωφέλιμη η βαλεριάνα;
Αγχώδεις διαταραχές
Παραδοσιακά η βαλεριάνα χρησιμοποιείται ως αγχολυτικό, πολλές φορές και σε συνδυασμό με άλλα βότανα, όπως το βαλσαμόχορτο και η πασιφλόρα (λουλούδι του πάθους). In vitro μελέτες έχουν δείξει πως τα συστατικά της βαλεριάνας μπορούν να συνδεθούν με διάφορους υποδοχείς νευροδιαβιβαστών που εμπλέκονται στο άγχος. Συγκεκριμένα, η αγχολυτική της δράση φαίνεται να οφείλεται στο βαλερενικό οξύ.
Σε μια προκλινική μελέτη παρατηρήθηκε σημαντική μείωση του παράγοντα που αφορά τη ψυχική υγεία στη κλίμακα άγχους Hamilton (ΗΑΜΑ) σε 36 ασθενείς με γενικευμένη αγχώδη διαταραχή. Αυτά τα αποτελέσματα αν και αφορούσαν μικρό αριθμό ατόμων, είναι ενθαρρυντικά για περαιτέρω μελέτη.
Αϋπνία
Η βαλεριάνα χρησιμοποιείται παραδοσιακά για την ηρεμιστική της δράση σε περιπτώσεις όπως η αντιμετώπιση της αϋπνίας εδώ και πολλά χρόνια. Ωστόσο, τα αποτελέσματα ερευνών σχετικά με αυτό είναι ανάμεικτα. Θεωρείται πως ίσως η βαλεριάνα αυξάνει τα επίπεδα του γ-αμινοβουτυρικού οξέος (GABA) στον εγκέφαλο, το οποίο συμβάλει με τη σειρά του στην βελτίωση της ποιότητας ύπνου αλλά και γρηγορότερη έλευση αυτού.
Εμμηνόπαυση
Μερικές μελέτες δείχνουν πως η βαλεριάνα μπορεί να βοηθήσει στη βελτίωση συμπτωμάτων κατά την εμμηνόπαυση, όπως οι εξάψεις και η αϋπνία. Αυτό οφείλεται στα φυτοοιστρογόνα που αυτή περιέχει, τα οποία δρουν παρομοίως με τα οιστρογόνα και έτσι συμβάλουν στην αποκατάσταση των ισορροπιών στο γυναικείο σώμα.
Καταπολέμηση των σπασμών
Αναφορές υπάρχουν για αποτελεσματική χρήση της βαλεριάνας ως σπασμολυτικό κατά τον 18ο με 19ο αιώνα, για την αντιμετώπιση της επιληψίας. Παρόλα αυτά κάτι τέτοιο δεν έχει αποδειχθεί επιστημονικά και θεωρείται ακόμη αμφισβητήσιμο.
Υπάρχουν πιθανές παρενέργειες από τη χρήση βαλεριάνας;
Η χρήση της βαλεριάνας για χρονικό διάστημα μέχρι και 28 μέρες φαίνεται να είναι ασφαλής για τους περισσότερους ενήλικες. Ωστόσο, η μακροχρόνια χρήση της δεν έχει μελετηθεί και παραμένει άγνωστο το αν είναι ασφαλής. Οι παρενέργειες που έχουν αναφερθεί περιλαμβάνουν τον πονοκέφαλο, την έντονη ανησυχία, τη μειωμένη εγρήγορση, τη ξηροστομία, τις στομαχικές και καρδιακές διαταραχές. Η κατανάλωση σε υψηλές δόσεις μπορεί επίσης να προκαλέσει υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας αλλά και έντονα όνειρα κατά τον ύπνο.
Ποια άτομα πρέπει να αποφεύγουν τη χρήση βαλεριάνας;
Παιδιά ηλικίας κάτω των τριών ετών και έγκυες ή θηλάζουσες μητέρες συνιστάται να μην χρησιμοποιούν βαλεριάνα, καθώς πειράματα σε ζώα έχουν δείξει πως μπορεί να επιδρά αρνητικά στην ανάπτυξη του εγκεφάλου του εμβρύου/βρέφους.
Επιπλέον, άτομα που πάσχουν από ηπατική ή παγκρεατική νόσο θα πρέπει να αποφεύγουν τη χρήση βαλεριάνας λόγω ορισμένων περιστατικών ηπατοτοξικότητας που έχουν αναφερθεί.
Τέλος, η βαλεριάνα δεν πρέπει να χρησιμοποιείται από άτομα που πρόκειται να οδηγήσουν ή να χειριστούν κάποιο επικίνδυνο εργαλείο, διότι έχει φανεί πως 1-2 ώρες μετά τη χορήγησή της μπορεί να μειωθεί σημαντικά η ικανότητα επεξεργασίας πληροφοριών και η εγρήγορση.