Ο Χρήστος Διονυσόπουλος είναι ένας νέος ηθοποιός, απόφοιτος του Εθνικού Θεάτρου, ο οποίος συγκινεί με τις ερμηνευτικές του ικανότητες.
Μιλά στο agrinionews.gr και στη Λαμπρινή Γιαννούτσου σχετικά με την παράσταση που πρωταγωνιστεί στο ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου με τίτλο “Η δεξιά τσέπη του ράσου” σε σκηνοθεσία Ειρήνης Φαναριώτη.
Γεννημένος στο Αγρίνιο, αναφέρει πως ξεκίνησε την καριέρα του στην υποκριτική, τα ουσιώδη νοήματα που αναδύονται μέσα από το έργο καθώς και για τις συνεργασίες που προέκυψαν.
- Θα ήθελα να μας πεις, πως ξεκίνησες τη καριέρα σου στην υποκριτική και τι σε έκανε να αγαπήσεις το θέατρο
Όπως όλοι μας φύγαμε κάποια στιγμή στα 18 μας για να σπουδάσουμε έτσι κι εγώ βρέθηκα στην Αθήνα και συναντήθηκα με το θέατρο σε ερασιτεχνικό επίπεδο μέσα από φοιτητικές ομάδες και άρχισα να ανακαλύπτω μια χαρά που κάτι μου πρόσφερε. Αποφάσισα να ασχοληθώ και να δοκιμάσω τις ικανότητές μου μέσα από εξετάσεις στη δραματική όπου και κατάφερα να περάσω στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Τώρα όσον αφορά την αγάπη μου γι’ αυτό, κάπου κι εμένα σκίρτησε η καρδιά μου (όπως λέει και το έργο για το μοναχό) κάπου στο θέατρο.
- Πώς είναι για ένα νέο άνθρωπο να ακολουθεί αυτό το επάγγελμα;
Είναι ένα επάγγελμα που μου αρέσει πάρα πολύ και με γεμίζει συναισθηματικά. Το γεγονός ότι συναντιόμαστε με τους συναδέλφους μου και μοιραζόμαστε στιγμές, πρόβες, τα συναισθήματά μας, τον ιδρώτα μας και τις σκέψεις μας είναι άκρως σημαντικό. Βέβαια, όσον αφορά το οικονομικό κομμάτι, είναι κάτι το οποίο ιδίως η γενιά μας ειδικά τα τελευταία χρόνια μέσα στη κρίση, έχουμε δυσκολευτεί πάρα πολύ και το θέατρο έχει πληγεί οικονομικά σε πολύ μεγάλο βαθμό, όπως άλλωστε και όλα τα επαγγέλματα.
- Είσαι ένας νέος ηθοποιός, και θα ήθελα να μου πεις ποιον ρόλο ονειρεύεσαι κάποια στιγμή να ερμηνεύσεις.
Δεν έχω κάποιο συγκεκριμένο ρόλο. Προφανώς όλα τα έργα των μεγάλων δραματουργών έχουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Θεωρώ ότι πρωταρχικό ρόλο διαδραματίζει η συνάντηση με τους ηθοποιούς. Αυτό είναι που καθιστά και μια πρόβα και μια παράσταση δημιουργική. Οπότε αυτό είναι προτεραιότητά μου, να συναντηθώ με ανθρώπους που έχουν όρεξη για δουλειά στο θέατρο και ενδιαφέρονται πραγματικά.
- Χρήστο, πρωταγωνιστείς στη παράσταση “Η δεξιά τσέπη του ράσου” όπου υποδύεσαι τον Βικέντιο, έναν μοναχό αφοσιωμένο και προσηλωμένο στη θρησκεία του και στη πίστη του. Κάποια στιγμή ο Βικέντιος συναντά τη Σίσσυ, ένα σκυλάκι. Έτσι, θα ήθελα πριν αναφερθούμε στο ρόλο σου, να μου πεις για τις συνεργασίες που προέκυψαν μέσα από αυτή τη παράσταση αλλά και τη συνεργασία σου με την Ειρήνη Φαναριώτη, η οποία σκηνοθετεί το έργο και στη συνέχεια να μου πεις και για το ρόλο σου.
Ήταν μετά τον Μάρτιο, με το που ξεκίνησε το πρώτο κύμα πανδημίας, μέσα στο σοκ του λοκντάουν, είχα την τύχη να λάβω ένα τηλεφώνημα από την Ειρήνη Φαναριώτη και από τον καλλιτεχνικό διευθυντή του ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου, Νίκο Καραγεώργο οι οποίοι μου πρότειναν μια συνεργασία πάνω σε αυτό το έργο. Η χαρά μου ήταν πάρα πολύ μεγάλη, μέσα στο σοκ του λοκντάουνκαι στην αβεβαιότητα του τι έρχεται, ήταν πολύ σημαντικό για μένα. Γνώριζα ότι η Ειρήνη Φαναριώτη είναι μια συντοπίτισσα από το Αγρίνιο με ενεργή δραστηριότητα στα θεατρικά δρώμενα της Αθήνας, τις σημαντικές δουλειές που έχει κάνει και την πορεία της μέσα στο θέατρο. Από εκεί και πέρα, ξεκίνησε ένας Γολγοθάς με τα λοκντάουν, και μας πήρε μια σειρά μηνών ώστε να μπορέσουμε να φτάσουμε στο σημείο να μπούμε για πρόβες. Όμως από τη μερα που ξεκινήσαμε τις πρόβες, τα πράγματα άρχισαν να γίνονται αποκαλυπτικά. Η όρεξη ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Η Ειρήνη είναι ένας άνθρωπος ο οποίος γνωρίζει πάρα πολύ καλά τα θεατρικά εργαλεία και πως να τα εφαρμόσει πάνω σε ένα κείμενο. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα ν αναφέρω ότι η “δεξιά τσέπη του ράσου” του Γιάννη Μακριδάκη, είναι ένα λογοτεχνικό κείμενο που μεταφέρθηκε στο θέατρο κάτι το οποίο από μόνο του είναι πάρα πολύ δύσκολο. Επίσης, το βιβλίο πέραν του ότι είναι λογοτεχνικό, έχει πιο πολλά κινηματογραφικά χαρακτηριστικά παρά θεατρικά. Παρόλα αυτά η Ειρήνη κατάφερε να τα εντοπίσει και να τα αναδείξει και κατα τη δική μου γνώμη να σκηνοθετήσει μια παράσταση η οποία είναι καθαρά θεατρική, με αφήγηση, ηχητικά τοπία, δράση να είναι πάντα στο προσκήνιο. Οπότε για μένα όλη η εμπειρία της συνεργασίας των προβών, ήταν μια συνεργασία που με έμαθε πολλά, που μου έδειξε πολλά θεατρικά εργαλεία που έβγαιναν μπροστά μου στη πρόβα ώστε να μπορέσω κι εγώ να αφοσιωθώ στη δική μου δουλειά ως ηθοποιός και να δουλέψω όσο περισσότερο μπορώ πάνω στο δικό μου πεδίο. Ήταν μια πολύ ευτυχής συνάντηση καθώς μου δίδαξε πολλά πράγματα.
- Είχα την τύχη να παρακολουθήσω τη παράσταση και πραγματικά με άγγιξε πάρα πολύ η ερμηνεία σου από την άποψη ότι, ήταν σα να ζω εγώ η ίδια, σα να μπαίνω στο πετσί του μοναχού, του Βικέντιου, να νιώθω τον πόνο του, να βιώνω τα συναισθήματά του. Ο τρόπος που ερμηνεύεις τον Βικέντιο ήταν συναρπαστικός.
Ευχαριστώ πάρα πολύ. Είναι ο τρόπος που προσεγγίσαμε τη δουλειά και με την Ειρήνη Φαναριώτη και με τους υπόλοιπους ηθοποιούς, με τη Δήμητρα Μητροπούλου, τη Νικολίτσα Ντρίζη και τον Άρη Μπαταγιάννη και όλοι μαζί πως χτίσαμε αυτή τη παράσταση. Η παράσταση έχει δομηθεί από τη μια μεριά με τη τεχνική της αφήγησης και από την άλλη της δράσης. Εγώ με το ρόλο του Βικέντιου εστιάζω στη δράση και όχι τόσο στην αφήγηση, δεν έχω αφηγηματικά χαρακτηριστικά. Έχω το πεδίο της δράσης. Επίσης ήταν πολύ σημαντική η βοήθεια της χορογράφου, Ειρήνης Κόκκαλη, κινησιολογικά, ώστε να μπορέσουμε να βρούμε πώς αυτός ο χαρακτήρας κινείται, τις εξάρσεις του, και τις ηρεμίες του. Έπειτα ο Σόλων, που είναι μουσικός μας, επέλεξε που τοποθετείται ο ήχος, τι σημασία έχει ο ήχος μέσα στη παράσταση και δημιούργησε τα ηχητικά τοπία ώστε να μπορέσει να υπάρξει η δράση μέσα στο έργο. Οπότε, είναι ένα σύνολο πραγμάτων προκειμένου να περάσουν κάποια συναισθήματα στου θεατές και καταφέρνει να αγγίξει τον κόσμο που έρχεται και μας τιμά. θα ήθελα να ευχαριστήσω τη σκηνοθέτη Ειρήνη Φαναριώτη,καθώς και τη χορογράφο και τον φωτιστή. Τα σκηνικά τα έκανε ο Θανάσης Βαλαώρας, ένα εικαστικός που δεν χρειάζονται περιττά λόγια, είναι γνωστός στη πόλη του Αγρινίου, με το καταπληκτικό έργο που έχει προσφέρει και την Ίνα Καραγεώργου που μας έχει κάνει τη μάσκα της σκυλίτσας, η οποία υπάρχει στη παράστασή μας. Θα ήθελα να τους ευχαριστήσω όλους που συνέβαλαν τα μέγιστα για να υπάρξουμε εμείς επί σκηνής.
- Άκουσα αρκετές φορές μέσα στη παράσταση τη φράση “Μοναχός σημαίνει μοναξιά, θα αντέξεις, θα αντέξεις” ειδικά αφότου χάθηκε η Σίσσυ… Θα ήθελα να μου πεις το ρόλο της αυθυποβολής
Εδώ έχουμε μια ιδιαίτερη περίπτωση. Είναι ένας χαρακτήρας πολύ ιδιαίτερος όπου ακόμη και το όνομά του σημαίνει νικητής. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος πάσχει καθ’ όλη του τη ζωή και κατά τη διάρκεια του έργου. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος αποφάσισε από τα 17 του χρόνια να μπει σε ένα μοναστήρι. Εκεί συνάντησε ηλικιωμένους ηθοποιούς στη τρίτη ηλικία, τους γηροκόμησε, τους έθαψε, τους αποχαιρέτησε και έμεινε μόνος του. Δηλαδή μιλάμε όχι μόνο για τη μοναξιά του μοναχικού βίου αλλά και τη μοναξιά του “μοναχικού βίου” που τη βιώνεις μόνος σου, χωρίς να έχεις κανέναν να μοιραστείς αυτή την εμπειρία. Είναι μια τραγωδία από μόνη της. Είναι ένας χαρακτήρας πολύ παθητικός, δεν αποφασίζει να δράσει για κάτι παρά μόνο αντιδρά σε ότι του συμβαίνει. Το μόνο το αποκούμπι είναι η πίστη του, για να μπορέσει να αντέξει σε ότι βιώνει. Μέσα σε αυτή τη πίστη προσπαθεί να βρει μια αυθυποβολή λειτουργεί ώστε να προχωρήσει παρακάτω. Το μόνο που δεν αμφισβητεί στο έργο είναι η πίστη του, παρόλο που έρχεται σε σύγκρουση και με αυτό το ζήτημα.
- Θέλω να μου πεις τι σημαίνει μοναξιά για σένα.
Ό,τι σημαίνει και για τους περισσότερους ανθρώπους κατά τη διάρκεια της πανδημίας, που με το λοκντάουν βιώσαμε πολλές στιγμές μόνοι μας. Δε θέλω να θεοποιήσω ότι η μοναξιά μου αποκάλυψε κάτι. Όπως όλες οι εμπειρίες που τις βιώνεις και μπορείς να βρεις μια ψυχραιμία ή όταν το περάσεις και το δεις με μια ψυχραιμία για να κάνεις μια ανασκόπηση του τι έγινε, όλες αυτές οι εμπειρίες συ αποκαλύπτουν κάποια πράγματα ιδίως όταν είναι τόσο έντονες όσο αυτή που συζητάμε αυτή τη στιγμή. Η διαφορά κάπως με την πανδημία είναι ότι η μοναξιά είναι ότι στη πανδημία ήθελες να βρεις φίλους, την οικογένεια, να συναντήσεις ανθρώπους, ήθελες να κάνεις θέατρο, αλλά δε μπορούσες. Η μοναξιά σε ένα μοναχό είναι και μια επιλογή του να κλείσεις τις πόρτες ενός κτιρίου αλλά και τις πόρτες της ίδιας της ζωής, να αρνηθεί τον έρωτα, την οικογένεια, τη συνύπαρξη με έναν άνθρωπο, να μονάσει και μέσα από αυτό να οδηγηθεί στο δρόμο του Θεού, που είναι ένας δρόμος δύσκολος αλλά φωτεινός.
- Όταν διάβασες για πρώτη φορά το έργο, τι αισθήματα σου αναδείχθηκαν μέσα από την ανάγνωση;
Πάρα πολλές εικόνες, του Γιάννη Μακριδάκη με πλούσια ηχητικά τοπία. Στο βιβλίο του διαβάζεις για ένα ερμηβράχι, που το χτυπάει ο άνεμος, τα κύματα, οι βροχές και μπορείς να ακούς αυτούς τους ήχους μέσα στο κεφάλι σου. Αυτό, είναι πραγματικά κάτι μαγικό. Τα συναισθήματα είναι της απώλεια που πραγματεύεται το κείμενο.
- Χρήστο ποια είναι η σχέση σου με τα ζώα;
Έχω έναν υπέροχο γάτο, έχει λίγο παράδοξο όνομα Υαίνας, επειδή μοιάζει με ύαινα. Έτυχε να κλαίει για δυο συνεχόμενα βράδια έξω από τη πόρτα μου, ήταν κουτάβι όταν το βρήκα, και είχε ανάγκη, οπότε τον υιοθέτησα. Επιπλέον, μεγάλωσα στο Αγρίνιο, όπου όταν έζησα στην εξοχή, η επαφή με τα ζώα είναι πολύ πιο άμεση και αυτό συνέβαινε επειδή μου αρέσουν οι εξορμήσεις στη φύση. Για παράδειγμα, όταν κάποιος από το Αγρίνιο, έχει επισκεφθεί την Αγία Ελεούσα, δεν μπορεί να μην έχει παρατηρήσει αυτούς τους υπέροχους γύπες που εκπέμπουν κάτι αρχέγονο, σαν εικόνα, σαν ενέργεια, και να μην έχει σοκαριστεί που 10 εξ αυτών πέθαναν με δηλητηριασμό. Ως παιδί, η επαφή μου με τα ζώα ήταν σε καθημερινή βάση. Βέβαια στην Αθήνα είναι ελάχιστη καθώς δεν υπάρχουν ζώα, παρά μόνο αδέσποτα. Και αυτό, είναι ένα πολύ σημαντικό θέμα του έργου. Δηλαδή, πως καταφέρνει ένα σκυλί που έρχεται στο μοναστήρι, που δεν έχει ζήσει τι σημαίνει ζωή, τι σημαίνει δημιουργία παρά μόνο το θάνατο και τη φθορά. Και έρχεται ένα μικρό κουτάβι με την ενέργεια που έχει, να του ξυπνήσει τα συναισθήματα της ζωής, να φέρει ζωή στο μοναστήρι με μια γέννα, βέβαια ζει και τη κατάληξη του θανάτου οπότε ζει τη τραγωδία ξανά. Αλλά αυτή είναι η ζωή που έρχεται και ξανά έρχεται μέσα στο έργο ως πιθανή ελπίδα.
- Και θα ήθελα να μου πεις για να κλείσουμε αυτή την όμορφη συνέντευξη, τι θα ευχόσουν για το νέο έτος;
Θα είμαι πολύ κοινότυπος, να είμαστε υγιείς για να μπορέσουμε να εργαστούμε, να μπορέσει τα θέατρο να βρει και πάλι τους ρυθμούς του. Ούτως ώστε να μπορέσει ο κόσμος να έρθει, με τη κατάσταση που συμβαίνει. Έτσι όπως ο Βικέντιος προσπάθησε μέσα από τη Σίσσυ να ζήσει, έτσι κι εμείς να μπορέσουμε να ζήσουμε, να ξανά βρούμε τη ζωή και την ελπίδα.