…Κι έλεγε… κι έλεγε, ο δάσκαλος, ο Διαμαντής…
Της Φωτεινής Τσιτσώνη- Καβάγια
(Από το αρχείο του Αριστείδη Ξ. Καβάγια)
Μπορούσε ατέλειωτα, με τις ώρες να μιλάει για την ιστορία της Ιερής Πόλης του Μεσολογγίου στους μικρούς του μαθητές και τα μάτια του να είναι από δάκρυα πλημμυρισμένα! Και μιλούσε δίχως τελειωμό, με κάθε λεπτομέρεια, αναφερόμενος με απόλυτο σεβασμό σ’όλα τα θετικά στοιχεία των πολεμιστάδων, των καπεταναίων, των αγωνιστών και υπερασπιστών τούτης της πόλης, που τα οστά τους είναι διάσπαρτα θαμμένα στο χώρο του Κήπου κι όχι μόνο, αναφερόμενος ακόμα ιδιαίτερα και στο ρόλο όπου ο καθένας απ’αυτούς είχε παίξει τότε, στου Χαλασμού τον καιρό!
Κι αυτός ήταν ο δάσκαλος, ο κυρ Διαμαντής Σούστας, απόγονος παλιάς μεσολογγίτικης οικογένειας, που γνώριζε όσο κανείς άλλος την ιστορία του τόπου τούτου κι ήταν αυτός που γινόταν ο επίσημος ξεναγός της πόλης στους «Υψηλούς ξένους» αλλά και στους απλούς ανθρώπους, που την επισκέπτονταν στις μεγάλε ς γιορτές των Βαγιών.
Κι ήταν μεγάλη η αγάπη του για τον αγιασμένο αυτόν τόπο, που μπορούσε για πολλή πολλή ώρα να απολαμβάνει την απεραντοσύνη και την ομορφιά της λίμνης, ενώ από τη μαγεία του ηλιοβασιλέματος στο δειλινό, να παραμένει εκστατικός και συνεπαρμένος!
Και πού αλλού θα μπορούσε να κάνει τον καθημερινό του περίπατο-προσκύνημα ο κυρ Διαμαντής παρά στον αγιασμένο χώρο του Κήπου, όπου και τα Μνήματα και ο Τύμβος ο ιερός, που κλειεί στα βάθη του όλα τα κόκαλα των αγωνιστών. Και μάλιστα, προτιμούσε γι’αυτή την επίσκεψή του, τη γαλήνια ώρα του δειλινού, την ώρα του εσπερινού! Ναι! Και εκεί όπου περπατούσε πρόσεχε και τα βήματά του ακόμα και πατούσε με σεβασμό απόλυτο προσέχοντας, έτσι, σαν να πατούσε στα άδυτα μιας εκκλησιάς! Αυτός ο χώρος ο ιερός, τη γαλήνια αυτή ώρα ήταν και ο τόπος συνάντησης δασκάλου και μαθητών!
Κι ήταν τότε, που την απόλυτη ησυχία και ιερότητα των Μνημάτων διατάραζαν τα βιαστικά και διαπεραστικά τιτιβίσματα των πουλιών, που συνάζονταν να φωλιάσουν πάνω στα πανύψηλα δέντρα.
Κι ήταν μαγική για όλους η στιγμή εκείνη, καθώς οι τελευταίες ρόδινες ακτίνες του Ήλιου διαπερνούσαν των δέντρων τα κλαδιά, ενώ από μακριά απ’ το Βάλτο έφτανε ως στις μύτες όλων του βούρκου η χαρακτηριστική μυρωδιά!
Και σαν η γαλήνη τύλιγε γύρω της τα πάντα, και σαν τα πουλιά φώλιαζαν και ησύχαζαν και σαν οι σκιές έπεφταν αργά αργά πάνω από τα Μνήματα, ο δάσκαλος μιλούσε για του «Χαλασμού τη νύχτα κι έλεγε…κι έλεγε, δίχως σταματημό, ενώ το δάκρυ κυλούσε από τα μάτια του και τα παιδιά εκστασιασμένα τον αφουγκράζονταν…
Κι ήταν ο δάσκαλος αυτός μια μνήμη που αγωνιούσε όχι μόνο να συγκρατήσει αλλά και να μεταδώσει στις νεότερες γενιές των μαθητών όλα τα κομμάτια της ιερής ιστορίας της πόλης. Μια μνήμη εξαιρετικά γενναία, εξαιρετικά γενναιόδωρη, γι’αυτό που μιλούσε. Κι ήταν κάθε φορά που συνομιλούσε μαζί τους σαν να ξεκινούσε ένα μεγάλο ταξίδι προς όλα τα γεγονότα που είχαν συμβεί και πάντα με την αγωνία μήπως και χάσει και ξεχάσει κάτι και δεν αναφερθεί σ’αυτό με την παραμικρή λεπτομέρεια!
..Και μιλούσε…και μιλούσε…για τα κρησφύγετα των καπετάνιων, των πολεμάρχων, που έμοιαζαν σαν τους αετούς τους ανυπότακτους, που φώλιαζαν στων βουνών τις κορφές, για τα μεγάλα τους τολμήματα, για τον άφθαστο ηρωισμό τους αλλά και για την απαράμιλλη ομορφιά του τοπίου.
…Να ο Καψάλης, παιδιά. Δε σας φαίνεται πως σηκώνει το δαυλό του, να κι η φλόγα του που αυλακώνει τα ουράνια! Να ο τάφος του Μπότσαρη, να κι οι τάφοι των αγωνιστών που τους έφαγε η φωτιά και το σίδερο του Μπραϊμη! Να, να κι ο Βύρωνας που έκανε τόσο μεγάλο ταξίδι απ’το Βορρά, για να μας βοηθήσει στον αγώνα μας…
…Κι έλεγε κι έλεγε ο κυρ Διαμαντής, ο δάσκαλος… Και τα παιδιά άκουγαν, ρουφούσαν κυριολεκτικά τα λόγια του συνεπαρμένα, έχοντας την ψευδαίσθηση ακόμα και της ίδιας της Εξόδου των μαχητών. Κι ήταν σαν να ζούσαν μια μυσταγωγία, σαν να ζούσαν το ίδιο το δράμα των Μεσολογγιτών, καθώς τους έδειχνε κι απέναντι την τελευταία εναπομείνασα ντάπια του Φραγκλίνου.
..Κι ήταν τότε που σεργιανούσε στον Κήπο η ίδια η Ιστορία της πόλης, που τη ζωντάνευαν του δασκάλου τα λόγια! Λόγια που δεν είχαν τελειωμό!
..Και ξέρετε, παιδιά…Το κάστρο αυτό της πόλης , ο Μπραϊμης, το λοιδόρησε και το ονόμασε περιγελαστικά «φράχτη», επειδή ήταν μικρό. Κι ήταν αυτός ο ίδιος ο Αράπης, που μετά από την Έξοδο είπε: «Κι αν οι κλεισμένοι κρατούσαν λίγες μέρες ακόμη, εμείς θα λιώναμε σαν τα χιόνια στα βουνά!».
Και τους διηγιόταν ιστορίες για ατρόμητα και ηρωικά Μεσολογγιτόπουλα, που με την απαράμιλλη τόλμη τους βοηθούσαν τον αγώνα .
Μα πιο πολύ ο κυρ Διαμαντής, αγαπούσε να διηγιέται τα κατορθώματα του μικρού Μανώλη, που τον θεωρούσε τον πιο τολμηρό απ’όλους. Κάποιες φορές, πίσω από ένα τεράστιο χωμάτινο ύψωμα, όπου το έστηναν και το όπλιζαν με κανόνια οι αραπάδες του Ιμπραήμ, ανέβαζε τη σημαία τους ένας γιγαντόσωμος Μαύρος με γιαταγάνι στο χέρι, που σκορπούσε γύρω του τον τρόμο!
Τότε ήταν που , τα παιδιά του Μεσολογγιού έκαναν τη δική τους επιθετική Έξοδο, το δικό τους γιουρούσι! Άλλωστε, μαθημένα ήταν από τα μικρά γιουρούσια όπου έκαναν στα εχθρικά καράβια στη λιμνοθάλασσα, που ήταν εξαιρετικά επικίνδυνα, αλλά αυτά ήταν τόσο ατρόμητα, που τίποτα δεν καταλάβαιναν! Ρίχνονταν σαν τα λιοντάρια στους εχθρούς και πάντα τα αποτελέσματά τους ήταν θεαματικά!
…Κι ο δεκαεφτάχρονος Μανώλης, που λέτε παιδιά, δεν άντεχε άλλο ν’αγναντεύει απ’το κάστρο τον Μαύρο του Ιμπραήμ να υψώνει τη σημαία και να βρίζει τους αγωνιστές. Και πήρε τη δική του απόφαση, δίχως να το πει σε κανέναν1 Ξεπερνώντας τους κινδύνους βγήκε αποβραδίς από το κάστρο που προστάτευε την πολύπαθη πόλη. Πώς γλίτωσε!Αυτός κι ο Θεός που τον βοήθησε το γνώριζαν! Σερνόμενος ακριβώς σαν το φίδι, βγήκε ως την κορυφή της πλαγιάς κι όταν ο Αράπης ύψωσε τη σημαία, ύψωσε κι αυτός με ταχύτητα καταπληκτική τη δική του και χωρίς κι ο ίδιος να το καταλάβει από πού πήρε τη δύναμη χτυπώντας με το γιαταγάνι του και ορμώντας, ξάπλωσε νεκρό τον πανύψηλο εχθρό. Ναι, ήταν η δύναμη , που του έδωσε ο Θεός όπου προσευχόταν ο μικρός Μανώλης!
Βέβαια και γι’αυτόν όλα δεν ήταν ανώδυνα, αφού καταπληγώθηκε από τα πυρά του εχθρού. Κατόρθωσε όμως, πάντα με τη βοήθεια του Θεού, να συρθεί και ως το κάστρο, όπου όλοι, μικροί και μεγάλοι, τον υποδέχτηκαν με ανοιχτή την αγκαλιά τους ως πραγματικό ήρωα.
Τέτοιες υπέροχες υπάρξεις, εξακολουθούσε ο δάσκαλος να λέει, ήταν αυτές που δόξασαν με τις πράξεις τους τη μαρτυρική αυτή πολιτεία. Τέτοιες λαμπρές φυσιογνωμίες είναι που έγραψαν το όνομά τους με τα λαμπρά τους κατορθώματα πλάι πλάι στην ιστορία της πόλης.
Κι ύστερα απ’όλα αυτά τα ακούσματα κι άλλα πολλά κι αφού ο κυρ Διαμαντής σκούπιζε και το τελευταίο δάκρυ από τα μάτια του, καληνύχτιζε τα παιδιά κι ανανέωνε το ραντεβού τους για την επόμενη φορά!
Άραγε, η πατρίδα κι όλοι εμείς πόση ευγνωμοσύνη οφείλουμε στη θύμηση τέτοιων ανθρώπων;
πηγή: http://agrinionews.gr