O συγγραφέας Γιάννης Καλπούζος δε συστήνεται πρώτη φορά στο αναγνωστικό κοινό. Τουναντίον, διαγράφει μία ιδιαίτερα αξιόλογη πορεία στο χώρο των νέων ελληνικών γραμμάτων επί εικοσαετίας, έχοντας γοητεύσει ουκ ολίγες φορές τους αναγνώστες του με τα πολυσχιδή λογοτεχνικά πονήματά του. Πνευματικά οξυδερκής και καλλιτεχνικά αεικίνητος έχει απλώσει το σαγηνευτικό πέπλο των αφηγήσεών του και εκτός των ελληνικών συνόρων, αποσπώντας σημαντικές διακρίσεις.
Μεσούσης της χρονιάς, που βαίνει πια στο ημερολογιακό της πέρας και αποτέλεσε έτος εορτασμού, αλλά κυριότερα αναστοχασμού της μεγάλης επετείου των διακοσίων ετών από την έναρξη του Αγώνα της Εθνικής Ανεξαρτησίας, ξεκίνησε το μακρύ ταξίδι του, το τελευταίο βιβλίο του με τίτλο: «Ραγιάς-Μέρες και νύχτες του 1821»(εκδόσεις Ψυχογιός).
Μετατοπίζοντας το αφηγηματικό του κέντρο βάρους από τα λαμπρά πεδία μάχης με τις δαφνοστεφανωμένες νίκες και τις ολέθριες ήττες, στο μικρόκοσμο ενός απλού μαχητή-κοινωνού της ακόρεστης δίψας για ελευθερία και αξιοπρέπεια, του Αγγελή, ο συγγραφέας επιτυγχάνει την εισαγωγή του αναγνώστη σε ένα ανεξερεύνητο σύμπαν, μικρών λεπτομερειών και μεγάλων χειρονομιών. Από αυτές, που τελικώς έγειραν έστω και οριακά την πλάστιγγα υπέρ της εθνικής παλιγγενεσίας.
Με τη «σεσημασμένη» αφηγηματική του δεινότητα ο κ. Καλπούζος προβάλλει έναν απλό αγωνιστή, να δίνει πρωτίστως τις αμφίρροπες προσωπικές του μάχες, μπροστά στα αμείλικτα διλήμματα της ίδιας της ζωής, καθόλη τη διάρκεια της επανάστασης. Πόσο εύκολο αλήθεια ήταν, να αρνηθεί κανείς την όποια καθημερινή βολή του, το γλυκασμό του έρωτα και τη θαλπωρή της οικογενειακής ζωής του, έστω και υπό τις πλέον αντίξοες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και να θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία μιας αγέννητης ακόμα πατρίδας, με ενέχυρο την ίδια τη ζωή του;
Με δεδομένο, ότι η επίσημη ιστορία εξύψωσε το θρύλο των οπλαρχηγών του αγώνα, ο συγγραφέας αναλαμβάνει το δύσκολο εγχείρημα μέσα από τον «Ραγιά», να φωτίσει τον αφανή ρόλο όλων εκείνων των άγνωστων μαχητών, στις πλάτες των οποίων εδράστηκε τελικά το οικοδόμημα της πολυπόθητης ελευθερίας. Μέσα από τη αδιάκοπη, πυκνή ροή των ιστορικών γεγονότων, επιλέγει συνειδητά όχι να ντύσει αλήθειες με φανταχτερούς και εν πολλοίς βολικούς μύθους, αλλά αντιθέτως να τις απογυμνώσει, μέχρι να αποκαλυφθούν με πλήρη ενάργεια στον αναγνώστη.
Χρονικά η ιστορία του «Ραγιά», εκτυλίσσεται από το 1816 έως το 1829, με τον κεντρικό ήρωα και τις προσωπικές του περιπέτειες να μας μεταφέρουν με κινηματογραφικό τρόπο στο προεπαναστατικό κλίμα και σε όλες τις ιστορικές πράξεις του απελευθερωτικού αγώνα. Με δεδομένο, ότι εν γένει η δυτική Ρούμελη και η Αιτωλοακαρνανία ειδικότερα αποτέλεσαν θέρετρο προετοιμασιών αλλά και πολεμικών δράσεων καθόλη τη διάρκεια της επανάστασης, ένα σημαντικό τμήμα της μυθιστορηματικής αφήγησης εκτυλίσσεται στην περιοχή μας. Πιο συγκεκριμένα, στο βιβλίο εντοπίζονται αναφορές στην περιοχή του Βάλτου (Σταθάς, Ποταμιά, Εμπεσός, ποταμός Ίναχος) και στην Αμφιλοχία (Καρβασαράς), ενώ παράλληλα γίνονται εκτενείς περιγραφές – μέσα πάντοτε από την καθηλωτική μυθοπλασία του συγγραφέα – στα δραματικά γεγονότα, που προηγήθηκαν της καταλυτικής κορωνίδας της επανάστασης, που δεν ήταν άλλη από την έξοδο του Μεσολογγίου.
Εκεί, λίγο πριν την έξοδο ο συγγραφέας μας χαρίζει ένα χαρακτηριστικό και συνάμα συγκλονιστικό μονόλογο του Αγγελή, ήτοι ενός ελεύθερου πολιορκημένου: «Τριγύρω σιγαλιά. Τι πιο όμορφο να ησυχάζει η πλάση και να γέρνεις σε μία τρυφερή αγκάλη. Να έχεις ψωμί και νερό και να μη σκέφτεσαι ότι αύριο μπορεί να σε σφάξουν στη μάχη ή θα μακελεύεις οχτρούς, που δεν τους γνώρισες ποτέ.»
Τέλος, ένα άλλο χαρακτηριστικό απόσπασμα του βιβλίου, άξιο αναφοράς: «Είμαι σίγουρος πως όποια παντρολογήματα κι αν γίνονταν στον νου όσων χόρεψαν τον αντικριστό χορό με τον χάροντα στο αλώνι του πολέμου, τους έσμιγε η θέληση να φτιάξουμε πατρίδα. Κι ας μην τη νογούσε ο καθένας με τον ίδιο τρόπο. Το μπόλι που μπήγονταν στο κορμί ολωνών και ρουφούσε το αίμα τους για να βλαστήσει, τ’ ανάθρεψαν μύρια δεσίματα στους πίσω χρόνους ως τους τωρινούς. Οι κατοπινοί ας κάμουν το βλαστάρι καλύτερο».
Στο «Ραγιά» ο αναγνώστης βρίσκει απαντήσεις σε πολλά ιστορικά ερωτήματα, αλλά κυρίως μεταφέρεται με μυθιστορηματική εγγύτητα στην καθημερινότητα, τις αδιάλειπτες ψυχικές και σωματικές θυσίες των αγωνιστών και μεταλαμβάνει την ηδονή της απελευθέρωσης από τα δεσμά της οθωμανικής εξαθλίωσης, αλλά και κάθε είδους φυλακής.
«Ραγιάς σε κανέναν και τίποτα» αναφωνεί ο Αγγελής, συμπαρασύροντας τον αναγνώστη στις ατραπούς της εθνικής ανάτασης και της προσωπικής ελευθερίας.
*Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός Α.Π.Θ.
agrinionews.gr