Στη συμβολή των δημοτικών οδών Δαγκλή, Δεληγιώργη και Μακρή, έναντι των καπναποθηκών Παπαστράτου και πολύ κοντά στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό, σε μια τριγωνική πλατεία, βρίσκεται η προτομή του Αγρινιώτη Μακεδονομάχου Νικολάου Παναγιώτου ή Κουμπούρα. Η πλατεία επίσης, φέρει το όνομά του.
Στην μαρμάρινη στήλη, όπου στηρίζεται, υπάρχει χαραγμένο το όνομα: «Νικ. Παναγιώτου – Σέρραι 3 Δεκεμβρίου 1907».
Οι σημερινοί κάτοικοι της πόλης ελάχιστα γνωρίζουν για τον αγωνιστή που πέθανε μόλις στα 27 του χρόνια για την απελευθέρωση της Μακεδονίας απο τους Τούρκους και τους κομιτατζήδες. Εδώ και χρόνια μόνο στις εθνικές επετείους η μνήμη του τιμάται με κατάθεση στεφάνου απο μαθητές.
Ο Νικόλαος Παναγιώτου γεννήθηκε στο Αγρίνιο στα 1880. Ο πατέρας του ήταν καπνεργάτης. Κοντά στους γονείς του πέρασε τα τρυφερά παιδικά του χρόνια και μαζί τους έζησε την πικρή ζωή της εργατιάς.
Στα 1897, αν και έφηβος ακόμα, έζησε σπαραχτικά την εθνική ταπείνωση. Τότε ήταν που άναψε μέσα του ο καημός της ελευθερίας.
Γι’ αυτό κι όταν, στην ανατολή του αιώνα μας, ακούστηκε το μήνυμα του Μακεδονικού Αγώνα, ο νεαρός Νικόλαος Παναγιώτου έγινε ένας από τους ευπαθέστερους και ενθουσιωδέστερους δέκτες του.
Μέσα του οι μορφές του Μίκη Ζέζα (Παύλου Μελά) και του Ίδα (Ίωνα Δραγούμη) έγιναν ιερά εικονίσματα.
Άνοιξη του 1907 πρέπει να ήταν, όταν πήρε τη μεγάλη απόφαση.
“Πατέρα, είπε, θα φύγω”.
Εκείνος είπε “Ναι”.
Πήρε λοιπόν την ευχή του πατέρα και της μάνας του και τράβηξε για τα Μακεδονίτικα βουνά. Εκεί έδινε τη μάχη το Μακεδονικό Κομιτάτο.
“Άγνωστος και άσημος, πλην όμως τίμιος δουλευτής, γεμάτος όνειρα και ιδανικά, παράτησε τη γενέτειρά του… δρασκέλισε, πετώντας σαν σταυραετός τα σύνορα κι ήλθε σ’ εμάς σαν άγγελος εμψυχωτής”
Στο νομό Σερρών τότε είχε σηκώσει μπαϊράκι ο Καπετάν Μητρούσης (Γκογκολάκης).
Ο καπετάν Μητρούσης καταγόταν από το χωριό Χομόνδο. Μετά τη σύμπηξη της ομάδας του, περιέτρεχε ασυγκράτητος τα χωριά του κάμπου των Σερρών για να τ’ απαλλάξει από την Τρομοκρατία του αρχικομιτατζή Τάσκα.
Ο ίδιος ο αρχικομιτατζής θαύμαζε την ηράκλεια δύναμη και την αντρειοσύνη του και τον κάλεσε να τον κάνει πρωτοπαλλήκαρό του.
Η απάντηση ήταν κοφτή κι έγινε από τότε παροιμιώδης:
«Εγώ Έλληνας γεννήθηκα κι Έλληνας θ’ αποθάνω!»
Κι εκείνος, για να τον εκδικηθεί, μπαίνει μια νύχτα στο σπίτι του, όταν ετούτος έλειπε, και του ‘σφαξε γυναίκα και παιδί της κούνιας.
Από τότε τίποτε πια δεν μπορούσε να παρηγορήσει τον Καπετάνιο.
Στις 13 Ιουλίου 1907 το σούρουπο μπαίνει στην τουρκοκρατούμενη πόλη των Σερρών.
Μαζί του είναι ο Νίκος Παναγιώτου ή Κουμπούρας από το Αγρίνιο, ο Θεόδωρος Τουρλεντές από τη Μεγαλόπολη, ο Γιάννης Αθανασίου Ούρδας κι ο Μιχάλης Ουζούνης, Μακεδόνες αυτοί.
Η ομάδα τρύπωσε στο σπίτι του Παπα-Θανάση, εφημέριου της Ευαγγελίστριας στην Καμενίκια, ακραία δυτική συνοικία της πόλης. Είχε σκοπό να δράσει την επομένη κι έτσι ν’ αποδιοργανώσει τα τελευταία σχέδια των Βουλγάρων.
Ξημέρωσε η 14η Ιουλίου.
Τότε όμως διαπιστώθηκε ότι η επιχείρηση είχε προδοθεί. Σε λίγο όλη η τουρκική φρουρά των γειτονικών στρατώνων, κάπου 3 χιλ. άντρες, περικύκλωσε την Ευαγγελίστρια.
Ο Μητρούσης και τα παλληκάρια του γλίστρησαν στην εκκλησία, ενώ το σπίτι του παπά παραδινόταν στις φλόγες. Ταυτόχρονα ο τουρκικός όχλος έσπευδε στον τόπο της θυσίας για ν’ απολαύσει το θέαμα.
“Παραδοθείτε, γκιαούρηδες!”
Ο Μητρούσης και οι σύντροφοί του απάντησαν με ομοβροντία. Είχαν πάρει απόφαση να πουλήσουν όσο πιο ακριβά μπορούσαν τη ζωή τους.
Την ίδια στιγμή αφήνουν την πόρτα του προαυλίου ανοιχτή. Κανείς όμως δεν τολμά να πλησιάσει: κατάλαβαν την παγίδα.
Το τι επακολούθησε είναι πια αληθινή εποποιία.
Πέντε ημίθεοι αντιπαλεύουν με μυριάδες τουρκικό στρατό επτά ολόκληρες ώρες.
Πρώτος πέφτει ο Τουρλεντές, τρυπημένος από σφαίρες. Οι σύντροφοί του κατασπάζονται τα ψυχρά του χείλη και ρίχνουν το σώμα του στις φλόγες, που άρχισαν ήδη να τους περιζώνουν.
Σε λίγο πέφτει νεκρός κι ο Μιχάλης Ουζούνης. Ο Κουμπούρας κι ο Γιάννης Ούρδας τραυματίζονται βαριά και πέφτουν, ανίκανοι πια να αμυνθούν.
Τότε οι Τούρκοι εισορμούν στο προαύλιο και τους πιάνουν ζωντανούς. Ο καπετάν Μητρούσης συνεχίζει τη μάχη απ’ το καμπαναριό.
“Παραδώσου, καπετάνιε”, του φωνάζει ο Τούρκος αξιωματικός, κι ο καπετάνιος αποκρίνεται με βόλι.
Τέλος, αφού ξόδεψε και την τελευταία σφαίρα, τραβάει το μαχαίρι. Και μπροστά στα κατάπληκτα μάτια των διωκτών του «έκαμε χαρακίρι πάνω από τη μάλλινη χακί στολή του, από το χοντρό πλατύ ζωνάρι…».
Ο Νίκος Παναγιώτου κι ο Γιάννης Ούρδας, βαριά τραυματισμένοι, πάλεψαν μήνες με το θάνατο. Τους κράτησαν στη ζωή για να τηρήσουν έπειτα όλους τους τύπους.
Όταν έγιαναν, άρχισαν τις εξαντλητικές ανακρίσεις.
Εκεί έλαμψε, για άλλη μια φορά, το υψηλό φρόνημα και η ηθική τους παλληκαριά. Πήραν απάνω τους όλες τις ευθύνες, κανέναν δεν πρόδωσαν, κανένα παράπονο δεν ξέφυγε από τα χείλη τους.
Τις ανακρίσεις παρακολούθησε και ξένος διπλωμάτης κι ο μισέλληνας πήρε τον λόγo και ρώτησε:
– Τι ζητούσες στη Μακεδονία, την ξένη χώρα;
Η απόκριση του Κουμπούρα ήρθε κοφτή και υπερήφανη:
-«Εμείς οι Έλληνες», είπε ο Νίκος, «έχουμε δύο πατρίδες, την ελεύθερη και τη σκλαβωμένη. Και οι ελεύθεροι πρέπει να αγωνιζόμαστε για ν’ αποκτήσει και η σκλαβωμένη πατρίδα τη λευτεριά της. Η Μακεδονία δεν είναι ξένη γη».
Μεγάλη υποθήκη!
Όταν έγινε η τελική κρίση, η απόφαση του δικαστηρίου ήταν η αναμενόμενη:
-Κρεμάλα!
Την αυγή της 3 Δεκεμβρίου 1907 οι δύο μελλοθάνατοι, ο Νίκος Παναγιώτου από το Αγρίνιο κι ο Γιάννης Ούρδας από τις Σέρρες, οδηγήθηκαν στην αγχόνη.
Τα δύο ικριώματα είχαν στηθεί στην πλατεία του Ατ-Παζάρ, πίσω από το Διοικητήριο.
Το αγριοβόρι κατέβαινε από τα χιονισμένα βουνά και ίσια πήγαινε και πάγωνε τα σώματα και τις ψυχές.
Ο Νίκος ανέβηκε θαρρετά στο υπόβαθρο. Ήταν όμορφο παλικάρι μόλις 27 χρονών, στην ανθηρή ώρα της Νεότητας!
Κι ενώ ο βρόγχος ήταν γύρω από το λαιμό του, στράφηκε στο πλήθος και είπε:
«Έλληνες, οι εχθροί της Πίστεως και της Πατρίδος μας κρεμούν σήμερα τους μάρτυρες, ούτε κλέφτες ούτε άτιμους»
Κι αφού εζητωκραύγασε για το Έθνος, τη Μακεδονία, τους Άρχοντες, είπε τις τελευταίες λέξεις:
-«Κρεμάστε με γρήγορα να ησυχάσω»!
Ένα άτι και ο άγγελος Κυρίου παρέλαβε την ψυχή τους και την εναπέθεσε εν χώρα ζώντων! …»
Κώστας Τριανταφυλλίδης, από την “Ρίζα Αγρινιωτών”
Τεύχος Σεπτεμβρίου 1990
Πηγή φωτο: Ελληνοϊστορείν, Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κύπρου.
agriniopress.gr