Απο το βιβλίο του Γεράσιμου Παπατρέχα "Η ιστορία του Αγρινίου"
α ' ) Γενική κατάσταση της περιοχής
Οι επιπτώσεις του Βενετοτουρκικού πολέμου, 1684-1699, σε βάρος της αγροτικής οικονομίας της Δυτ. Στερεάς, δεν ήταν απλά δυσμενείς αλλά καταστροφικές.
Εκατοντάδες νοικοκυριά των πεδινών και ημιορεινών περιοχών, που ρημάχτηκαν από τις καταδρομές, διαλύθηκαν, κι οι άνθρωποί τους ζήτησαν καταφύγιο σε περιοχές ορεινές, οπωσδήποτε πιο ασφαλείς. Τουλάχιστον εκεί μπορούσαν να ελπίζουν σωτηρία της ζωής τους.
Την επαύριο του πολέμού, λοιπόν, υπήρχε μια εντελώς εξαρθρωμένη οικονομία και η γενική κατάσταση δεν παρουσίαζε κάποιο στοιχείο, που να προοιωνίζεται την ανάκαμψη και καλύτερες μέρες για το ραγιά.
Και σαν να μην έφταναν τα δεινά τον πολέμου, η επιδημία της πανούκλας, που είχε πρωτοεμφανισθεί στα 1687, συνέχισε να σπέρνει το θάνατο και μετά τον πόλεμο.
Ο Ενετός Γενικός Στρατιωτικός διοικητικής του Μωρέως Ιάκωβος ντα Μόστο, αναφέρει στο Δόγη στις 14 Γενάρη τον 1702: «... ομοίως επληροφορήθηκαν ότι εις την ενδοχώραν της Ρούμελης υπάρχουν κρούσματα πανώλους εις διάφορα μέρη. Δι αυτόν τον λόγον απέστειλα προς εκεί πρόσωπον έμπιστον... Επιστρέψας ο έμπιστος από την ενδοχώραν μου ανέφερεν, ότι η εξαπλωθείσα ασθένεια δεν είναι η πανώλης αλλά μια δεισιδαίμων ασθένεια την οποίαν ο αμαθής λαός ονομάζει βρυκόλακα... Εξακρίβωσεν ομοίως, ότι εις δύο μόνον χωρία, ήτοι το Σαπάντι και Σπολάτι (1), απέχοντα ολίγας ώρας εκ της Ναυπάκτού, εσημειώθησαν μερικά κρούσματα πανώλης και, ότι το χωριόν Βρακοχώρι, απέχον δύο-τρία μίλλια από το Σαπάντι, παραμένει άθικτον. Εις την πρώτην εμφάνισιν της πανώλης, ο Σερασκέρης (2) επέβαλεν αυστηροτάτην κάθαρσιν 40 ημερών εις τους κατοίκούς και απηγόρευσε την επικοινωνίαν με τα γειτονιά χωριά...»(3).