Ο Φορέας Διαχείρισης Λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου-Ακαρνανικών Ορέων έχει την ευθύνη της διαχείρισης μιας περιοχής μοναδικά προικισμένης ως προς την αφθονία αλλά και την ποικιλία των υγρότοπων που φιλοξενεί.
Εκτός από τις λιμνοθάλασσες και τα πλούσια δελταϊκά συστήματα των ποταμών Αχελώου και Εύηνου, με τους αλμυρόβαλτους, τα έλη, τις αλυκές και τα αποστραγγιστικά κανάλια, στην περιοχή ευθύνης του Φορέα Διαχείρισης περιλαμβάνονται τόσο οι λίμνες Τριχωνίδα, Λυσιμαχία, Οζερός και Αμβρακία, όσο και τα ορεινά ρέματα του Αράκυνθου, του Παναιτωλικού και των Ακαρνανικών Ορέων. Στους υγρότοπους αυτούς, ζει την κρυφή ζωή του το κορυφαίο αρπακτικό των συστημάτων γλυκού νερού στην Ελλάδα: η πανέμορφη και παιχνιδιάρα βίδρα.
Η βίδρα είναι σε μεγάλο βαθμό νυκτόβια και δραστηριοποιείται κατά κύριο λόγο από το σούρουπο ως τα χαράματα. Για την ανάπαυσή της κατά τη διάρκεια της ημέρας αλλά και κατά την αναπαραγωγική περίοδο χρησιμοποιεί καταφύγια που σχηματίζονται μέσα στις ρίζες παρυδάτιων δέντρων όπως τα πλατάνια, ανάμεσα σε βράχους ή σε πυκνή παρόχθια βλάστηση, καλαμιώνες κ.α. Τρέφεται κυρίως με ψάρια αλλά και με αμφίβια, καρκινοειδή (καραβίδες, καβούρια κ.α.), νερόφιδα, ενώ σπανιότερα συμπληρώνει τη διατροφή της με υδρόβια πουλιά και μικρά θηλαστικά που συλλαμβάνει περιστασιακά.
Οι βίδρες έχουν τη δυνατότητα να αναπαράγονται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, με το θηλυκό να γεννά από 1 έως 3 μικρά, μια φορά κάθε ένα ή δύο χρόνια. Η μητέρα είναι υπεύθυνη για την ανατροφή των μικρών που παραμένουν στη φωλιά για περίπου τρεις μήνες. Τα μικρά εγκαταλείπουν την οικογένεια με τη συμπλήρωση του πρώτου χρόνου της ζωής τους.
Η καταλληλότητα ενός υδάτινου ενδιαιτήματος για τη βίδρα εξαρτάται από το κατά πόσο αυτό ικανοποιεί τις βασικές της απαιτήσεις για τροφή και καταφύγιο. Η δραματική μείωση των πληθυσμών της βίδρας που σημειώθηκε κατά τις πρόσφατες δεκαετίες σε μεγάλο μέρος της Ευρωπαϊκής της κατανομής, ήταν επακόλουθη της υποβάθμισης των βιοτόπων της με την αφαίρεση της παρόχθιας βλάστησης, τη μείωση των ιχθυοαποθεμάτων, την εκτροπή των ποταμών και τη ρίψη τοξικών ρύπων. Η ρύπανση των υγρότοπων επιδρά αρνητικά στους πληθυσμούς των ψαριών (καθώς και άλλων υδρόβιων οργανισμών) που αποτελούν την τροφή της βίδρας, και επομένως επηρεάζει σημαντικά τους πληθυσμούς του είδους. Στην Ελλάδα η βίδρα θεωρείται απόλυτα προστατευόμενο είδος και η πολιτεία έχει αναλάβει την υποχρέωση της διατήρησης του είδους, των πληθυσμών και των ενδιαιτημάτων του.
Κατά τους τελευταίους μήνες ο ειδικός σε θέματα διαχείρισης άγριας πανίδας Γ. Θεοδωρόπουλος, υλοποιεί για λογαριασμό του Φορέα Διαχείρισης και με χρηματοδότηση του ΥΜΕΠΕΡΑΑ πρόγραμμα παρακολούθησης με αντικείμενο τη βίδρα και τίτλο: «Καταγραφή κατανομής και πυκνότητας παρουσίας της βίδρας στην περιοχή ευθύνης Φορέας Διαχείρισης (ΦΔ) Λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου-Ακαρνανικών Ορέων».
Όπως και πολλά άλλα ζώα, οι βίδρες σχηματίζουν επικράτειες, τις οποίες και υπερασπίζονται. Για το σκοπό αυτό συχνά αποθέτουν τα περιττώματά τους σε εμφανή σημεία κατά μήκος της όχθης, κάτι που φαίνεται να χρησιμεύει στην επικοινωνία μεταξύ των διαφορετικών ατόμων. Η έρευνα πεδίου στηρίζεται στην αναζήτηση και καταγραφή βιοδηλωτικών ενδείξεων βίδρας, κυρίως περιττωμάτων και ιχνών, κατά μήκος ενός πυκνού δικτύου ερευνητικών σταθμών που καλύπτουν πλήρως το υδρογραφικό δίκτυο της προς μελέτη περιοχής. Τα 600μ όχθης που αποτελούν τον κάθε σταθμό ερευνώνται επισταμένως για αξιόπιστες βιοδηλωτικές ενδείξεις που να επιβεβαιώνουν την παρουσία βίδρας, και τα αποτελέσματα καταγράφονται σε ειδικό πρωτόκολλο.
Για τους σκοπούς της παρακολούθησης ερευνήθηκαν συνολικά 210 σταθμοί, οι 55 εκ των οποίων κρίθηκαν εξ αρχής ακατάλληλοι (στις περισσότερες περιπτώσεις αφορούσαν εποχιακά/ εφήμερα ρέματα χωρίς επιφανειακή ροή). Από τους 155 σταθμούς όπου πραγματοποιήθηκε έρευνα, οι προέκυψαν βιοδηλωτικές ενδείξεις στους 107, ενώ σε επιπλέον 11 σταθμούς η παρουσία του είδους θεωρείται επιβεβαιωμένη, κυρίως μέσω πλήθους διασταυρωμένων αναφορών. Επομένως παρουσία βίδρας επιβεβαιώνεται (άμεσα ή έμμεσα) σε 118 σταθμούς. Το ποσοστό των θετικών σταθμών (περίπου 76%) είναι ενδεικτικό της ευρωστίας των πληθυσμών του είδους στην περιοχή, με τις βίδρες να εξαπλώνονται σχεδόν σε κάθε κατάλληλο διαθέσιμο ενδιαίτημα.
Με την ολοκλήρωση της έρευνας θα παραχθεί ένας πλήρης χάρτης κατανομής και εξάπλωσης του είδους, κάτι που θα επιτρέψει στον Φ.Δ. να προχωρήσει στοχευμένα στις διαχειριστικές δράσεις εκείνες που θα διασφαλίσουν τη διαχείριση της βίδρας στην περιοχή. Μια από αυτές έχει ήδη δρομολογηθεί, αφού στα πλαίσια της ίδιας έρευνας πραγματοποιήθηκε και μελέτη χωροθέτησης τεχνητών φωλιών για τη βίδρα, σε συγκεκριμένες θέσεις που κρίθηκαν κατάλληλες για το σκοπό αυτό.
Τα καλά αυτά νέα βέβαια αμαυρώνονται σε μεγάλο βαθμό από την παράλληλη καταγραφή πλήθους περιστατικών σοβαρότατης και συστηματικής υποβάθμισης των υδάτινων αποδεκτών.
Η ανεξέλεγκτη διάθεση στερεών αλλά και υγρών αποβλήτων (μπάζα, οικιακά απορρίμματα, απόβλητα ελαιοτριβείων και κτηνοτροφικών μονάδων, ανεπαρκής λειτουργία βιολογικού καθαρισμού Αγρινίου) όχι μόνο υποβαθμίζει καθημερινά το ενδιαίτημα της βίδρας και γενικότερα την υγεία των υγροτόπων, αλλά θέτει και σε άμεσο κίνδυνο τη δημόσια υγεία.
Στα πλαίσια της έρευνας καταγράφηκαν επιπλέον περιστατικά καταπάτησης και αποξήρανσης πολύτιμων μικρών υγρότοπων, παράνομη αλιεία, παράνομη αποψίλωση παρόχθιας βλάστησης αλλά και κατά τόπους εκτεταμένη παράνομη δόμηση.