Γράφει η δρ Μαρία Ν. Αγγέλη
Τίνος καλύβα καίγεται;
Τίνος μαντρί καπνίζει;
Ούτε καλύβα καίγεται
Ούτε μαντρί καπνίζει
Κάνουν οι βλάχοι μια χαρά
Παντρεύουν μια βλαχούλα
[Δημοτικό τραγούδι που τραγουδιέται πολύ στο Ξηρόμερο.
Ακούστε το στο youtube από τον μέγιστο Ξηρομερίτη τραγουδιστή Τάκη Καρναβά]
Καλύβα ήταν η ξυλόπλεχτη κατοικία του τσοπάνη κοντά στα μαντριά του, σε μια εποχή που ο ίδιος και η οικογένειά του διανυχτέρευαν στη στάνη. Δεν επέστρεφαν στο σπίτι γιατί υπήρχαν άγρια ζώα, λύκοι κυρίως, αλλά και ζωοκλέφτες που απειλούσαν το βιος του. Έπρεπε ο τσοπάνης να προστατεύει τα ζώα του μέρα και νύχτα.
Φρόντιζε ώστε η καλύβα να στηθεί σε κατάλληλο χώρο, στραγγερό, και να μην τον πιάνει ο αέρας του χειμώνα. Προμηθευόταν τα υλικά από το ίδιο το περιβάλλον. Ξύλα,κλαδιά, φτέρες… Υλικά που χρησιμοποιούσε και για τα μαντριά του. Μόνο που η καλύβα γινόταν με περισσότερη μαστοριά και εξαιρετικό μεράκι.
Είχε σχήμα κώνου. Σαν σκούφος με φούντα έμοιαζε από μακριά. Αυτός ο τεράστιος σκούφος ήταν καλοπλεγμένος με ξύλα και φτέρες από έμπειρα χέρια και σπινθιροβόλα μάτια. Για την κατασκευή της υπήρχε συνεργασία μεταξύ των τσοπάνηδων.
Κατασκευή της καλύβας: Έστηναν πρώτα τον σκελετό. Έμπηγαν ένα μακρύ πάσαλο, «ορθάρη» στο σημείο που είχαν επιλέξει να την κατασκευάσουν. Από τον ορθάρη αυτό υπολόγιζαν την περίμετρο του κύκλου στην οποία μετά έμπηγαν πολύ γερά τα ξύλα που αποτελούσαν τον κάθετο σκελετό. Ύστερα έπιαναν αυτά τα κάθετα ξύλα και τον ορθάρη στερεά και τα έδεναν όλα μαζί .Έτσι σχηματιζόταν ο θόλος της καλύβας. Έπλεκαν μετά τον οριζόντιο σκελετό της καλύβας. Τα πλάγια μέρη, τα «τοιχώματα» θα λέγαμε. Χρησιμοποιούσαν «λούρια», δηλαδή μακριές, εύκαμπτες, ξύλινες βέργες τις οποίες στερέωναν πάνω στα κάθετα ξύλα. Σχηματίζονταν πολλοί ομόκεντροι κύκλοι.
Ο σκελετός αυτός έπρεπε «να ντυθεί» ολόγυρα με φτέρες, «να πετσωθεί» καλά, για να αναφέρω το ρήμα που χρησιμοποιούν οι τσοπάνηδες. Οι φτέρες ήταν τα κατάλληλα φυτά για το «ντύσιμο», το «πέτσωμα» της καλύβας και των μαντριών γιατί ήταν αδιαπέραστες στη βροχή. Στην κορυφή της καλύβας υπήρχε ειδικό κρουστό πλέξιμο, σαν σκουφί, για να μην περνάει το νερό.
Το εσωτερικό μέρος της καλύβας εξοπλιζόταν με στοιχειώδη «επίπλωση». Λιτή και απαραίτητη. Με τα ίδια απλά υλικά ξύλα και κλαδιά ο τσοπάνης έπλεκε ένα μικρό κρεβάτι για να ξαπλώνει. Επίσης έπλεκε στα πλαϊνά της ραφάκια για να ακουμπά τα απαραίτητα αντικείμενα του νοικοκυριού.
Το δάπεδο ήταν επίπεδο. Το μισό δάπεδο ήταν στρωμένο με κλαδιά για να μην φαίνεται το χώμα και πάνω από αυτό η νοικοκυρά έστρωνε τα μάλλινα υφαντά. Συνήθως το σάϊσμα, υφαντό στον αργαλειό από γιδόμαλλα που κρατούσε ζεστασιά. Και πάνω μια υφαντή μαντανία που ομόρφυνε το χώρο. Έλαμπε από πάστρα αυτή η φτωχική καλύβα του τσοπάνη. Εκεί στο στρωμένο καθόταν η οικογένεια για να ζεσταθεί…
Στο κέντρο υπήρχε η εστία. Εκεί γύρω από τη φωτιά μαζεύονταν όλοι. Στη φωτιά η νοικοκυρά μαγείρευε απλά αλλά νόστιμα φαγάκια: τραχανά, χυλοπίτες και ό,τι άλλο είχε φέρει από το χωριό. Ένα εξαιρετικό φαγάκι ήταν το κορφούγγι. Παρασκευαζόταν από το πρώτο γάλα της γίδας που γεννούσε. Αυτό το γάλα, το «πρωτόγαλο» ήταν παχύ και δεν μπορούσαν να το θηλάσουν τα νεογέννητα. Το έπαιρνε ο τσοπάνης στην καλύβα και η νοικοκυρά το έψηνε μέσα στο τηγάνι πάνω στη φωτιά. Γινόταν σαν πίτα και έπαιρνε ένα ωραίο χρώμα και μια γλυκιά μυρωδιά από τα ξύλα… Μετά το έκοβε κομματάκια και το σέρβιρε στην οικογένεια. Ήταν φρέσκο και πολύ νόστιμο.
«Ακούστε» στη συνέχεια μια περιγραφή από ένα παιδί τότε, που κατέγραφε στη μνήμη του τον τρόπο κατασκευής της ξυλόπλεχτης κατοικίας του τσοπάνη:
«Η καλύβα ήταν σε σχήμα κώνου. Στη μέση ήταν ένα χοντρό ξύλο, το ορθάρι. Γύρω, γύρω από αυτό έφτιαχναν κύκλους από ξύλα, λούρια. Στην κορυφή έκαναν κάπως σα σκούφο, τόδεναν σαν κόμπο κάπως. Μετά ο τεχνίτης έντυνε,
«πέτσωνε» αυτά τα ξύλα με φτέρη. Ξεκίναγε από κάτω προς τα πάνω, σκάλες, σκάλες, για να φεύγει το νερό προς τα έξω. Οι φτέρες έπρεπε να είναι φρεσκοκομμένες για να γίνεται εύκολα το πλέξιμο.
Η πορτούλα της ήταν από τσίγκο. Τρία άγρια ξύλα, σταυρωτά και ένα τσίγκο καρφωμένο πάνω. Είχε και σύρτη. Ένα αγριόξυλο σε σχήμα Γ (γάμα).Το έδενε με ένα σπάγκο για να μην το χάνουμε και το ψάχνουμε. Αυτός ο σύρτης περνούσε μέσα σ’ ένα σύρμα και έτσι έκλεινε, «ασφάλιζε» η πορτούλα. Από μέσα είχε ένα κρεβατάκι πλεχτό με ξύλα. Είχε πάνω την κάπα, το πανωφόρι του. Και ξάπλωνε όταν ήθελε. Είχε ακόμα και ραφάκια, πάλι πλεχτά με ξυλάκια άγρια, όχι με φτέρη. Με φιλικάκια, όπως έπλεκε το στρώμα, το πάτωμα του τσάρκου. Εκεί πάνω έβαζε την κατσαρολούλα και άλλα πράγματα. Είχε γιατροσόφια, χαπάκια, εμβόλια, σύριγγες… Είχε επίσης κύπρια που τα είχε βγάλει από κάποια γίδια. Και τα είχε εκεί πρόχειρα. Δεν υπήρχε περίπτωση να μη βρεις εκεί γιατροσόφια. Είχε όλα τα χρειαζούμενα στην καλύβα…
Μέσα στη μέση άναβε τη φωτούλα του να ζεσταθεί. Ο καπνός έβγαινε από τη φτέρη. Και από την πόρτα. Δεν είχε τρύπα πάνω. Έτσι ήταν».[Προφορική αφήγηση του Δημήτρη Αγγέλη(απόσπασμα).Αύγουστος 2020](3)
O Φώτης Kόντογλου γράφει πως μια τέτοια φτωχική καλύβα επέλεξε ο Άη Βασίλης να γιορτάσει μια Πρωτοχρονιά. Μαζί με τον καλόκαρδο τσοπάνη και την ταπεινή γυναίκα του:
«Κάθε χρόνο ὁ Ἅγιος Βασίλης τὶς παραμονὲς τῆς Πρωτοχρονιᾶς γυρίζει ἀπὸ χώρα σὲ χώρα κι ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, καὶ χτυπᾶ τὶς πόρτες γιὰ νὰ δεῖ ποιὸς θὰ τὸν δεχτεῖ μὲ καθαρὴ καρδιά. Μία χρονιὰ λοιπόν, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ τράβηξε. Ἤτανε σὰν καλόγερος ἀσκητής, ντυμένος μὲ κάτι μπαλωμένα παλιοράσα, μὲ χοντροπάπουτσα στὰ ποδάρια του καὶ μ᾿ ἕνα ταγάρι περασμένο στὸν ὦμο του. Γι᾿ αὐτὸ τὸν παίρνανε γιὰ διακονιάρη καὶ δὲν τ᾿ ἀνοίγανε τὴν πόρτα. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἔφευγε λυπημένος, γιατὶ ἔβλεπε τὴν ἀπονιὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ συλλογιζότανε τοὺς φτωχοὺς ποὺ διακονεύουνε, ἐπειδὴς ἔχουνε ἀνάγκη, μ᾿ ὅλο ποὺ αὐτὸς ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ κανέναν, κι οὔτε πεινοῦσε, οὔτε κρύωνε.[…].Περπατοῦσε νύχτα κι ὁ χιονιᾶς βογκοῦσε, ἡ πλάση ἤτανε πολὺ ἄγρια. Ψυχὴ ζωντανὴ δὲν ἀκουγότανε, ἐξὸν ἀπὸ κανένα τσακάλι ποὺ γάβγιζε.
Ἀφοῦ περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ᾿ ἕνα ἀπάγκιο ποὺ ἔκοβε ὁ ἀγέρας ἀπό ῾να μικρὸ βουνό, κι εἶδε ἕνα μαντρὶ κολλημένο στὰ βράχια. Ἄνοιξε τὴν αὐλόπορτα ποὺ ἤτανε κανωμένη ἀπὸ ἄγρια ρουπάκια(3) καὶ μπῆκε στὴ μάντρα. Τὰ σκυλιὰ ξυπνήσανε καὶ πιάσανε καὶ γαβγίζανε. Πέσανε ἀπάνω του νὰ τὸν σκίσουνε· μά, σὰν πήγανε κοντά του, σκύψανε τὰ κεφάλια τους καὶ σερνόντανε στὰ ποδάρια του, γλείφανε τὰ χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα καὶ κουνούσανε παρακαλεστικὰ τὶς οὐρές τους.
Ὁ Ἅγιος σίμωσε στὸ καλύβι τοῦ τσομπάνου καὶ χτύπησε τὴν πόρτα μὲ τὸ ραβδί του καὶ φώναξε:
«Ἐλεῆστε με, χριστιανοί, γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἀποθαμένων σας! Κι ὁ Χριστὸς μᾶς διακόνεψε σὰν ἦρθε σὲ τοῦτον τὸν κόσμο!».
Ἡ πόρτα ἄνοιξε καὶ βγῆκε ἕνας τσομπάνης, παλικάρι ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶ, μὲ μαῦρα γένια· καὶ δίχως νὰ δεῖ καλὰ καλὰ ποιὸς χτυποῦσε τὴν πόρτα, εἶπε στὸ γέροντα:
«Πέρασε μέσα στ᾿ ἀρχοντικό μας νὰ ζεσταθεῖς! Καλὴ μέρα καὶ καλὴ χρονιά!».
Αὐτὸς ὁ τσομπάνης ἤτανε ὁ Γιάννης ὁ Μπάικας, ποὺ τὸν λέγανε Γιάννη Βλογημένον, ἄνθρωπος ἀθῶος σὰν τὰ πρόβατα ποὺ βόσκαγε, ἀγράμματος ὁλότελα.
Μέσα στὴν καλύβα ἔφεγγε μὲ λιγοστὸ φῶς ἕνα λυχνάρι. Ὁ Γιάννης, σὰν εἶδε στὸ φῶς πὼς ὁ μουσαφίρης ἤτανε γέροντας καλόγερος, πῆρε τὸ χέρι του καὶ τ᾿ ἀνασπάστηκε καὶ τό ῾βαλε ἀπάνω στὸ κεφάλι του. Ὕστερα φώναξε καὶ τὴ γυναίκα του, ὡς εἴκοσι χρονῶ κοπελούδα, ποὺ κουνοῦσε τὸ μωρό τους μέσα στὴν κούνια. Κι ἐκείνη πῆγε ταπεινὰ καὶ φίλησε τὸ χέρι τοῦ γέροντα, κι εἶπε:
«Κόπιασε, παπποῦ, νὰ ξεκουραστεῖς».
Ὁ Ἅγιος Βασίλης στάθηκε στὴν πόρτα καὶ βλόγησε τὸ καλύβι κι εἶπε:
«Βλογημένοι νά ῾σαστε, τέκνα μου, κι ὅλο τὸ σπιτικό σας! Τὰ πρόβατά σας νὰ πληθαίνουν ὡς τοῦ Ἰὼβ μετὰ τὴν πληγὴν καὶ ὡς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ὡς τοῦ Λάβαν! Ἡ εἰρήνη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι μαζί σας!».
Ὁ Γιάννης ἔβαλε ξύλα στὸ τζάκι καὶ ξελόχισε(4) ἡ φωτιά. Ὁ Ἅγιος ἀπίθωσε σὲ μία γωνιὰ τὸ ταγάρι του, ὕστερα ἔβγαλε τὸ μπαλωμένο τὸ ράσο του κι ἀπόμεινε μὲ τὸ ζωστικό του. Τὸν βάλανε κι ἔκατσε κοντὰ στὴ φωτιά, κι ἡ γυναίκα τοῦ ῾βαλε καὶ μία μαξιλάρα ν᾿ ἀκουμπήσει.
Ὁ Ἅγιος Βασίλης γύρισε κι εἶδε γύρω του καὶ ξανάπε μέσα στὸ στόμα του:
«Βλογημένο νά ῾ναι τοῦτο τὸ καλύβι!».
Ὁ Γιάννης μπαινόβγαινε, γιὰ νὰ φέρει τό ῾να καὶ τ᾿ ἄλλο. Ἡ γυναίκα του μαγείρευε. Ὁ Γιάννης ξανάριξε ξύλα στὴ φωτιά.
Μονομιᾶς φεγγοβόλησε τὸ καλύβι μὲ μίαν ἀλλιώτικη λάμψη καὶ ἐφάνηκε σὰν παλάτι. Τὰ δοκάρια σὰν νά ῾τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οἱ πυτιὲς ποὺ ἤτανε κρεμασμένες σὰν νὰ γινήκανε χρυσὰ καντήλια, καὶ τὰ τυροβόλια κι οἱ καρδάρες καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ σύνεργα ποὺ τυροκομοῦσε ὁ Γιάννης, λὲς κι ἤτανε διαμαντοκολλημένα. Καὶ τὰ ξύλα ποὺ καιγόντανε στὴ φωτιὰ εὐωδιάζανε σὰν μοσκολίβανο καὶ δὲν τρίζανε, ὅπως τρίζανε τὰ ξύλα τῆς φωτιᾶς, παρὰ ψέλνανε σὰν τοὺς ἀγγέλους πού ῾ναι στὸν Παράδεισο.
Ὁ Γιάννης ἤτανε καλὸς ἄνθρωπος, ὅπως τὸν ἔφτιαξε ὁ Θεός.Φτωχὸς ἤτανε, εἶχε λιγοστὰ πρόβατα, μὰ πλούσια καρδιά: «Τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια!». Ἤτανε αὐτὸς καλός, μὰ εἶχε καὶ καλὴ γυναίκα. Κι ὅποιος τύχαινε νὰ χτυπήσει τὴν πόρτα τους, ἔτρωγε κι ἔπινε καὶ κοιμότανε. Κι ἂν ἤτανε καὶ πικραμένος, ἔβρισκε παρηγοριά. Γι᾿ αὐτὸ κι ὁ Ἅγιος Βασίλης κόνεψε στὸ καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονὴ τῆς χάρης του, κι ἔδωσε τὴν εὐλογία του.
Κείνη τὴ νύχτα τὸν περιμένανε ὅλες οἱ πολιτεῖες καὶ τὰ χωριὰ τῆς οἰκουμένης, ἀρχόντοι, δεσποτάδες κι ἐπίσημοι ἀνθρώποι, πλὴν ἐκεῖνος δὲν πῆγε σὲ κανέναν τέτοιον ἄνθρωπο, παρὰ πῆγε στὸ μαντρὶ τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου.[…]. [Φ. Κόντογλου, Το βλογημένο μαντρί]
Η καλύβα του πατέρα ήταν σαν τις φημισμένες καλύβες των Σαρακατσάνων που θαυμάζουμε σε ντοκιμαντέρ, σε λευκώματα, σε λαογραφικά μουσεία και σε αναπαραστάσεις που γίνονται…
Τα μεταγενέστερα χρόνια, όταν εξέλειπαν οι λύκοι και οι κλέφτες, ο τσοπάνης επέστρεψε στο χωριό και απολάμβανε τη θαλπωρή του σπιτιού με την οικογένειά του καθώς και την κοινωνική ζωή του χωριού. Το καφενείο χώρο συνεύρεσης με τους χωριανούς του…
Η καλύβα δεν ήταν πια απαραίτητη. Δεν συντηρήθηκε. Περιήλθε σε παρακμή… Λίγο παρακάτω από αυτή τη γραφική καλύβα ο πατέρας έστησε μια απλή καλύβα με πέτρες, ξύλα και τσίγκια. Ήταν μικρή, ίσα που στέγαζε τις ανάγκες του.
Φύλαγε εκεί κάποια πράγματα που χρειαζόταν. Ακουμπούσε το σακούλι του, την καρδάρα και τα απαραίτητα φάρμακα για τα ζώα. Αυτή η καλυβούλα, ίχνη της οποίας σώζονται μέχρι σήμερα, δεν είχε τη γοητεία της πρώτης καλύβας. Απλά εξυπηρετούσε τα στοιχειώδη.
Όταν βλέπω παραδοσιακές καλύβες, καθώς περιηγούμαι στο διαδίκτυο ή ξεφυλλίζω λευκώματα, νοσταλγώ την καλύβα του
πατέρα. Αυτές οι εικόνες προκαλούν γλυκόπικρα συναισθήματα σε μένα που ως παιδάκι βίωσα μια τέτοια εμπειρία. Στα Μαναστράκια του Μαχαιρά Ξηρομέρου. Κοριτσάκι τότε, δεν εκτιμούσα βέβαια την αξία αυτής της ξυλόπλεχτης κατασκευής του πατέρα. Ένα παιδί δεν μπορεί να κατανοήσει πολλά πράγματα. Η κουραστική εργασία των γονιών μου δημιουργούσε μια αποστροφή στην τσοπάνικη ζωή γενικότερα.
Σήμερα, ώριμη πια, και απομακρυσμένη από τη σκληρή εποχή και τις συνθήκες εκείνες, συλλογιέμαι πόσο θαυμαστά δημιουργήματα των κτηνοτρόφων ήταν αυτές οι καλύβες και τα μαντριά. Με αγάπη και σεβασμό στο περιβάλλον…
Ίσως τώρα αναζητώ «την παιδικότητα και μίαν καλύβην», θα έλεγα, αλλάζοντας τη γνωστή φράση του ερωτευμένου Νίκου Καζαντζάκη: «Την Γαλάτειαν και μίαν καλύβην».
Παραθέτω στη συνέχεια και μια λαϊκή παράδοση:
Ο αδελφοκτόνος τσοπάνης που έγινε γκιώνης…
Υπήρξε περίοδος που οι τσοπάνηδες κοιμούνταν στην καλύβα δίπλα στα μαντριά για να προστατεύουν το κοπάδι από τα αγρίμια και τους ζωοκλέφτες… Υπάρχει μια παράδοση που αναφέρεται στο Γκιώνη, το γνωστό πουλί που θλιβερά λαλεί τα βράδια. Οι τσοπάνηδες λένε πως κάποτε ήταν τσοπάνης και μάλιστα γιδάρης. «Ακούστε την»:
«Μια φορά, λένε, ήταν δυο αδέλφια που ’χαν πολλά γίδια. Το σούρουπο προβύζασαν τα κατσίκια τους, έκλεισαν τα γαλάρια τους και πήγαν στο κονάκι τους να κοιμηθούν. Τη νύχτα ο μεγαλύτερος αδερφός άκουσε γιδοβέλασμα. Ανήσυχος λέει στο μικραδέρφι του, ξύπνα! Άφησες κάποια γίδα όξω και βελάζει. Θα την ξεκόψει κάνα ζουλάπι και θα την φάει. Σηκώθηκε ο Αντώνης όπως ήταν μισοκοιμισμένος και πήγε στο γιδομάντρι, έφερε μια γύρα στο μαντρί, έκραξε τη γίδα, τίποτα όμως δεν ακουγόταν πουθενά. Κάθισε λίγο κι ύστερα γύρισε στο κονάκι. Δεν πέρασε πολιώρα και ξανακούστηκε το ίδιο βέλασμα. Τι διάολο λες, του είπε ο αδερφός του, με κοροϊδεύεις; Δεν ακούς που βελάζει η γίδα; Και τον χτύπησε μια κατακεφαλιά, που τον άφησε στον τόπο! Έτσι, πέθανε ο Αντώνης κι ο αδερφός του που τον σκότωσε, λυπήθηκε τόσο πολύ, που δεν λέγεται. Όπου πήγαινε, όπου πέρναγε κι όπου καθότανε, έκλαιγε και φώναζε τον Αντώνη. Στο τέλος τον λυπήθηκε ο Θεός και τον έκαμε πουλί. Μα και πουλί που γίνηκε δεν σταμάτησε καθόλου να φωνάζει τον αδερφό του. Τον κραίνει ακόμα: Αντών’, Αντών’, Αντών’ και δε σωπαίνει άμα δεν στάξει η μύτη του αίμα».[ Β.Λαμνάτου, Η βλαχοζωή στα βουνά και στους κάμπους, εκδόσεις Δωδώνη 2005,σελίδες 98-99].
Αυτή είναι η θλιβερή ιστορία που μπορεί να μας διδάξει πολλά για τον ανεξέλεγκτο θυμό, τη σημασία της αυτοσυγκράτησης, την αδελφική αγάπη κ.ά. Και κάθε φορά που ακούτε νυχτιάτικα τη μονότονη και γεμάτη πόνο κραυγή του γκιώνη, του αδελφοκτόνου, να θυμάστε αυτή την ιστορία των τσοπάνηδων…
Αντί επιλόγου: Η στάνη