Ανθεκτικότητα και κοινότητα
Η Ε.Ε. και τα κράτη-μέλη, αν και σε πολύ διαφορετικό βαθμό, έσπευσαν να διασφαλίσουν τη βραχυπρόθεσμη ρευστότητα των εργαζομένων και των οργανισμών, αλλά τα μέτρα αυτά είναι προσωρινά. Καθώς το ζήτημα της χρηματοδότησης, που ούτως ή άλλως ήταν πάντα ψηλά στην ατζέντα των περισσότερων οργανισμών και καλλιτεχνών, γίνεται ακόμα πιο επείγον (στο πλαίσιο μιας τρομακτικής παγκόσμιας οικονομικής προοπτικής), και ο αριθμός επισκεπτών ή θεατών αποκτά δευτερεύουσα σημασία στις νέες συνθήκες ως στοιχείο μέτρησης, οι χορηγοί (ιδιώτες ή δημόσιοι) θα απαιτούν διαφορετική επικύρωση της απήχησης της στήριξής τους. Και πάλι, εδώ δεν πρόκειται για μια νέα τάση. Τουλάχιστον για τα τελευταία 15 χρόνια, τα πρότζεκτ αξιολογούνται ολοένα και περισσότερο βάσει της συνεισφοράς τους σε πολιτικές, κοινωνικές/φιλανθρωπικές και αναπτυξιακές ατζέντες. Πιο πρόσφατα έχουν κερδίσει έδαφος ζητήματα ισότητας, συμπερίληψης και ποικιλότητας, υπογραμμίζοντας τη σημασία των στρατηγικών που εκπονούν οι καλλιτεχνικοί οργανισμοί για να ανοιχτούν σε νέα κοινά. Η πανδημία είναι πολύ πιθανό να υπερτονίσει αυτές τις τάσεις.
Σημαντικό έδαφος κερδίζει επίσης η ιδέα ότι η ανθεκτικότητα ενός οργανισμού συνδέεται ενδεχομένως με τη δύναμη της σχέσης του με την κοινότητά του, υπό μια ευρεία έννοια. Αυτό το συνολικό πλαίσιο θέτει μια πρόκληση στον πολιτιστικό τομέα. Το πώς θα αντιδράσει σε αυτήν θα είναι, κατά τη γνώμη μου, το καθοριστικό στοιχείο των επόμενων ετών. Πολλές από τις υποκείμενες ανησυχίες που αναδύθηκαν από την αναπροσαρμογή την οποία προκάλεσε η πανδημία τέμνονται με ανησυχίες του κόσμου της τέχνης: η επανεμφάνιση των εκκλήσεων για Καθολικό Βασικό Εισόδημα είναι συναφής με την εργασιακή επισφάλεια του τομέα, ενώ το επιτακτικό αίτημα να είναι η ανάκτηση συνεπής με την προστασία του περιβάλλοντος συμβαδίζει με το αυξανόμενο ενδιαφέρον του κόσμου της τέχνης για την κλιματική κρίση. Η ικανότητα των τεχνών να ανταποκριθούν σε ένα ευρύ φάσμα αναγκών και απαιτήσεων, από την παροχή ανατρεπτικής δημιουργικότητας στη βιομηχανία έως τη βοήθεια για την επίλυση των ουσιαστικών ζητημάτων της ανισότητας και των αποκλεισμών που απορρέει από μια συνολική οικονομική λογική, έχει υπάρξει θέμα μεγάλης συζήτησης εδώ και πολλά χρόνια. Το ζήτημα του αν ο τομέας θα περάσει από μια φάση εργαλειοποίησης ή αν οι εμπλεκόμενοι παράγοντες θα επινοήσουν τρόπους για να αντιμετωπίσουν αυτά τα επιτακτικά αιτήματα και να διατηρήσουν τη στοχαστική, κριτική και αισθητικά πρωτοποριακή δύναμη του καλλιτεχνικού έργου έχει γίνει ακόμα περισσότερο πιεστικό καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη η πανδημία.
Μετανάστευση στο διαδίκτυο
Ένας από τους τρόπους με τους οποίους αντέδρασε ο πολιτιστικός τομέας στους περιορισμούς που επιβλήθηκαν από τις πολιτικές για τον περιορισμό της πανδημίας, ήταν η μαζική μετακίνηση στο διαδίκτυο. Σαφώς, οι επιπτώσεις αυτής της μετάβασης ποικίλλουν τρομακτικά στους διαφορετικούς τομείς του κόσμου του πολιτισμού. Ενώ τα μουσεία είναι πιο αισιόδοξα για την προοπτική διανομής online περιεχομένου ως εναλλακτική στις φυσικές επισκέψεις, οι παραστατικές τέχνες βλέπουν σε αυτή την προοπτική μια πολύ πιο ουσιαστική πρόκληση.
Πολύ σύντομα, υπήρξε μια αναγνώριση ότι το ανέβασμα ήδη υπάρχοντος περιεχομένου δεν είναι το ίδιο πράγμα με τη δημιουργία περιεχομένου για το ίντερνετ. Οι προκλήσεις για την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος σχετίζονται ασφαλώς με το συνεπαγόμενο κόστος, αλλά και με την ύπαρξη των απαιτούμενων δεξιοτήτων εντός των πολιτιστικών οργανισμών. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η χρηματοδότηση διοχετεύεται σε αυτή την κατεύθυνση, αλλά η δυνατότητα απορρόφησης θα εξαρτηθεί από την ικανότητα του τομέα να προσαρμόσει τους ανθρώπινους πόρους και τη ροή εργασιών του και από τη βούλησή του να επανακαθορίσει τα μέσα με τα οποία δημιουργεί περιεχόμενο. Επιπλέον, παρότι το Ίντερνετ μπορεί να φαίνεται σαν ένας σχετικά ανεμπόδιστος χώρος, γνωρίζουμε ότι πόρρω απέχει από το να είναι πεδίο ανταγωνισμού με ίσους όρους. Για την ακρίβεια, όσο αυξάνει ο όγκος του διαθέσιμου περιεχομένου, τόσο μεγαλύτερη επένδυση απαιτείται για την προσέλκυση οποιασδήποτε προσοχής.
Επίσης, η ψηφιακή μετάβαση δεν αντικαθιστά κατά οποιονδήποτε προφανή τρόπο τις απώλειες εσόδων. Αν και ορισμένοι υψηλού κύρους πολιτιστικοί οργανισμοί προσφέρουν ήδη υπηρεσίες streaming με εισιτήριο, αυτοί αποτελούν μάλλον την εξαίρεση παρά τον κανόνα.
Έχοντας αναφέρει όλα τα παραπάνω, να πούμε ότι η τάση αυτή δεν θα υποχωρήσει στη μετά την Covid-19 εποχή. Όπως και οι άλλες τάσεις που εξετάσαμε νωρίτερα, η ψηφιακή μετάβαση δεν ξεκίνησε στην πανδημία, αλλά απλώς ενισχύθηκε λόγω του περιορισμού της φυσικής συμμετοχής σε πολιτιστικές εκδηλώσεις. Γενικά, έχει περαιτέρω ενισχύσει τη θέση των κύριων πλατφορμών διανομής περιεχομένου, έχει αυξήσει την εξάρτησή μας από αυτές (και τους όρους χρήσης τους) και έχει πολλαπλασιάσει τον όγκο των δεδομένων συμπεριφοράς που συγκεντρώνουν και εξαργυρώνουν.
Παίρνοντας τη θέση μας
Οι πολιτιστικοί οργανισμοί πρέπει, συνεπώς, να λάβουν υπόψη τι σημαίνει για αυτούς ο κεντρικός ρόλος των ψηφιακών μέσων και πώς μετασχηματίζει τον δικό τους ρόλο στη δημιουργία και τη διανομή περιεχομένου. Ο δικός μου ισχυρισμός είναι ότι χρειάζεται να ξανασκεφτούμε τη θέση τους σε ένα τοπίο μέσων που ο Μανουέλ Κάστελς έχει περιγράψει ως οριζόμενο από μια σύγκλιση των οριζόντιων (χτισμένων σε περιεχόμενο που παράγουν οι χρήστες) και των κάθετων (παραδοσιακή ροή από μια κεντρική πηγή προς έναν χρήστη) δικτύων επικοινωνίας. Οι πολιτιστικοί οργανισμοί που διαθέτουν μια πλήρως επεξεργασμένη online στρατηγική κάνουν στην πραγματικότητα και αναμετάδοση περιεχομένου και συγκέντρωση περιεχομένου κάθε είδους που έχουν δημιουργήσει οι χρήστες. Παίρνουν θέση δίπλα στα παραδοσιακά ΜΜΕ εντός των δικτύων επικοινωνίας και δημιουργούν και επηρεάζουν το κοινό περίπου με τον ίδιο τρόπο, αν και χρησιμοποιούν διαφορετικές μορφές λόγου και περιεχομένου.
Είναι κρίσιμης σημασίας η επανεκτίμηση του τρόπου που μετασχηματίστηκε ο μη-κερδοσκοπικός πολιτιστικός τομέας στη διάρκεια της κρίσης και οι ρεαλιστικές εκτιμήσεις για το πώς οι διάφορες τάσεις που έθιξα θα συνεχίσουν να εξελίσσονται. Οι προκλήσεις είναι τεράστιες και η μεγάλη εικόνα δεν πρέπει να επισκιάζεται από την επείγουσα ανάγκη να διασφαλιστεί η βραχυπρόθεσμη επιβίωση. Δίχως αμφιβολία, η πανδημία έχει αποκαλύψει την επισφάλεια του τομέα, αλλά οι θεραπείες για αυτήν που να έχουν διάρκεια στον χρόνο μπορούν μονάχα να αποδώσουν εάν είμαστε σε θέση να πείσουμε άλλους παράγοντες (το κράτος, χρηματοδότες, κοινά, κοινότητες) ότι είμαστε ουσιαστικοί κόμβοι στο κοινωνικό δίκτυο. Για να το κάνουμε αυτό, χρειάζεται να απαντήσουμε στις ανάγκες των κοινοτήτων (κι ανάμεσά τους, ασφαλώς, σε αυτές της καλλιτεχνικής κοινότητας) που έχουν αναδυθεί με τρομακτική ισχύ στη διάρκεια της τρέχουσας εμπειρίας μας, όπως για παράδειγμα με την καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης, την αντιμετώπιση της εργασιακής επισφάλειας ή την άρση των δομικών διακρίσεων –και να το κάνουμε αυτό αλλάζοντας και τις δικές μας πρακτικές επίσης. Είναι ανάγκη να κατανοήσουμε ότι η δική μας ανθεκτικότητα βασίζεται στη συμβολή μας στην ανθεκτικότητα των κοινωνιών όπου ζούμε και την υποστήριξη των οποίων ζητάμε. Είναι ανάγκη να είμαστε σε εγρήγορση για τις νέες μορφές κοινωνικής, γεωγραφικής και οικονομικής περιθωριοποίησης και κατακερματισμού που ανέδειξε η πανδημία. Είναι ανάγκη να κατανοήσουμε σε βάθος ποια είναι η θέση μας στο ψηφιακό δίκτυο επικοινωνιών και να χρησιμοποιήσουμε τη δύναμή μας ως οργανισμών ΜΜΕ για να ενισχύσουμε τις φωνές που ανοίγουν προοπτικές για έναν πιο δίκαιο κόσμο.
*Ο Χρήστος Καρράς είναι ανεξάρτητος ερευνητής και Εκτελεστικός Διευθυντής της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση.
|