30 Ιουλίου 1944
Επιμέλεια κειμένου: Λευτέρης Τηλιγάδας
«Το μεσημέρι του Σαββάτου 29 Ιουλίου 1944 στο χωριό επικρατούσε ανησυχία», γράφει ο Γιάννης Διονυσάτος στο βιβλίο του με τίτλο «Καλύβια Αγρινίου - Ιχνηλατώντας τον Καναδά», 2004. Μια αντάρτικη ομάδα, η οποία αποτελούνταν από 12 έως 15 αντάρτες, έφτασε, αφού πρώτα πέρασε το ποτάμι του Αχελώου από την περαταριά, στη θέση Βαρειά και «στάθηκε» κάτω από τον πλάτανο του κτήματος Κακατσίδη.
Η ομάδα αυτή αποτελούσε τμήμα διμοιρίας του 2ου λόχου, του 1ου τάγματος, του 2/39 Συντάγματος, της VII Ταξιαρχίας, η οποία ανήκε στην VIII Μεραρχία του ΕΛΑΣ, με Διοικητή τον υποστράτηγο Γεράσιμο Αυγερόπουλο που είχε ως φυσική έδρα τη Βελάου-στα (Πυργί) Τριχωνίδας, αλλά είχε μεταφερθεί προσωρινά στα Ακαρνανικά όρη, όπου η Μεραρχία είχε αποσυρθεί μετά τη μάχη της Αμφιλοχίας. Καπετάνιος στο 2ο λόχο ήταν ο έφεδρος υπολοχαγός Φώτης Μάλαινος ή καπετάν Φαίδων.
Εκεί τους συνάντησαν οι σύνδεσμοι της Ε. Π.Ο.Ν., Γεώργιος Τσιρογιάννης και Χαρίλαος Σταβάρας, που ενώθηκαν μαζί τους.
Το πρωί της Κυριακής, 30 Ιουλίου 1944 η ομάδα των ανταρτών ήταν σε πολεμική ετοιμότητα. Με την καθοδήγηση του Τσιρογιάννη και του Σταβάρα οι αντάρτες βρέθηκαν στον τόπο της ενέδρας όπου πήραν επίκαιρες θέσεις.
Ο Γιώργος Τσιρογιάννης κρύφτηκε στο παλιό φυλάκιο, όπου πήρε θέση μάχης. Από το μοναδικό παράθυρο της νότιας πλευράς του φυλακίου κατόπτευε την αμαξιτή οδό. Μια νέα ομάδα ανταρτών αποτελούμενη από επτά (7) ελασίτες αντάρτες ήρθε να ενωθεί λίγο πριν το χτύπημα με την αρχική ομάδα κρούσης των ανταρτών. Εντολή παρακολούθησης της περιοχής της ενέδρας είχαν πάρει και έφεραν με επιτυχία σε πέρας, ο Τάσος Αναστασιάδης και ο Γιώργος Αναστασιάδης, που αντικατέστησε τον αδελφό του λίγο πριν το χτύπημα, καθώς και ο Σταβάρας.
Η ενέδρα στήθηκε 800 περίπου μέτρα νότια του χωριού μας στη θέση Φυλάκιο, όπου διασταυρώνονταν η κύρια γραμμή του τρένου Αγρινίου-Κρυονερίου με εκείνη που πήγαινε προς τη θέση Ξυλεία, του σημερινού οικισμού Αγίου Γεωργίου, για τη φόρτωση των ελάτων που έφταναν εκεί πλέοντας τον Αχελώο ποταμό.
Οι αντάρτες κρυμμένοι καλά κάτω από τις σαμακιές και τους άλλους θάμνους της περιοχής που τους πρόσφεραν την τέλεια απόκρυψη αλλά και στα μικρά αναχώματα των χωραφιών, κυρίως της δυτικής και βόρειας πλευράς, περίμεναν να φανεί το γερμανικό όχημα.
Η ώρα έδειχνε 13.30 το μεσημέρι.
Ένα γερμανικό όχημα, που έλεγχε καθημερινά το τμήμα της τηλεγραφικής γραμμής Σταθμού Αγγελοκάστρου - Αγρινίου, η οποία πήγαινε παράλληλα με τη γραμμή του τρένου φάνηκε να έρχεται από το Αγγελόκαστρο.
Δεν ήταν αυτό που περίμεναν. Η μικρή ανηφοριά του δρόμου, οι μεγάλες λακκούβες, από τις χειμωνιάτικες και ανοιξιάτικες βροχές, καθώς και η υποχρεωτική πορεία του οχήματος πάνω από τις γραμμές του τρένου υποχρέωναν τον οδηγό να ελαττώσει την ταχύτητα του οχήματος.
Οι αντάρτες, που είχαν επικεφαλής τους το Σπυρίδωνα Στεφανίτση του Γεωργωλουκά (1919-2000) από το Αργοστόλι Κεφαλονιάς, το θρυλικό «καπετάν Λευτεριά», όπως θυμάται με βεβαιότητα ο Γιάννης Ζαπαντιώτης, αποφασίζουν να το χτυπήσουν.
Μία εύστοχη βολή κατά ριπάς από έναν αντάρτη που είχε καίρια θέση στο σημείο της ενέδρας επιφέρει θανατηφόρο τραύμα στον οδηγό του οχήματος. Ο Γερμανός οδηγός είχε εξουδετερωθεί.
Την ίδια τύχη είχε μαζί του και ο συνοδηγός του οχήματος.
Το γερμανικό όχημα κινούμενο πια ανέλεγκτο κατέληξε να «φύγει» εκτός δρόμου και να πέσει σε ένα χαντάκι που υπήρχε στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Οι τέσσερις επιβαίνοντες στην καρότσα του οχήματος Γερμανοί (κατά μία εκδοχή ο ένας ίσως να ήταν Πολωνός) στρατιώτες σάστισαν. Τα καταιγιστικά πυρά των ανταρτών τους επέφεραν θανατηφόρα πλήγματα.
Αμέσως μετά περιέχυσαν τα έξι σώματα των Γερμανών στρατιωτών με τη βενζίνη του οχήματος και τους έβαλαν φωτιά.
Η ομάδα των ελασιτών ανταρτών εφαρμόζοντας το σχέδιο απαγκίστρωσης, από το χώρο της ενέδρας, κινήθηκε δυτικά και έφτασε στη περαταριά, όπου πέρασε το ποτάμι με τη βάρκα του τότε περατάρη Νικολάου Καρύμπα. Το πλήρωμά της αποτελούσαν ο επονίτης Πάνος Γ. Καρύμπας και ο Κωνσταντίνος (Ντούλας) Κακαζιώτης.
Στη Γουριώτισσα (Κατσαρού) τα μέλη της ομάδας των ελασιτών ανταρτών μαζί με τους δυο συνδέσμους Καλυβιώτες μετρήθηκαν ξανά και βγήκαν συνολικά είκοσι τέσσερις. Καμιά απώλεια.
Σε λίγο η ομάδα αυτή των ανταρτών θα πάρει το δρόμο επιστροφής στη προσωρινή βάση τους που βρισκόταν στην περιοχή του Βούστρι Κατούνας, κάτω από τις απρόσιτες κορφές του όρους Περγαντή. Η ενέδρα των ανταρτών στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία.
Το συμβάν της ενέδρας των ανταρτών του ΕΛΑΣ διαδόθηκε αμέσως στο χωριό με ταχύτητα αστραπής. Όσοι χωριανοί βρίσκονταν στην ύπαιθρο άφησαν με βιασύνη τα χωράφια. Ο πληθυσμός του χωριού φοβούμενος αντίποινα από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής της περιοχής εγκατέλειψε το χωριό, κινήθηκε δυτικά, πέρασε τον Αχελώο και παρέμεινε προσωρινά στα χωριά του Ξηρομέρου· ιδιαίτερα στη Γουριώτισσα (Κατσαρού) και στα Όχθια. Ο Τασάκλας Αναστασιάδης εκτέλεσε χρέη βασικού οδηγού στο πέρασμα των Καλυβιωτών και κυρίως των γυναικόπαιδων από το ποτάμι, καθώς είχε άριστες γνώσεις, όσο αφορά στα περάσματά του.
Ο παπά-Ρισβάς αντιλαμβανόμενος από τους πρώτους τον κίνδυνο που διέτρεχε το χωριό ενήργησε αστραπιαία. Πήγε αμέσως στο Φυλάκιο, στο τόπο της ενέδρας μαζί με την κόρη του Γεωργία, τις θυγατέρες του γείτονά του Βασιλείου Αναγνωστόπουλου (Μάντζου), τη Γιωργία και την Ισαβέλλα, καθώς και την Πελαγία, σύζυγο Γιώργου Ψιλογιαννόπουλου (Τάγκαλου), το γένος Χρήστου Μάη που είχαν ετοιμάσει επιδέσμους.
Ομάδα Γερμανών στρατιωτών, από τη διμοιρία, που είχαν εγκαταστήσει οι Γερμανοί στη γέφυρα Αγγελοκάστρου για τον έλεγχο της γραμμής και της γέφυρας του Δίμικου και επέβαιναν σε όχημα προπομπό του τρένου, έφτασαν στο τόπο της ενέδρας των ανταρτών.
Ο έκτος Γερμανός (ίσως ο Πολωνός), καμένος ολόσωμα, χαροπάλευε. Ψέλλισε στους συναδέλφους του ότι ο παπά-Ρισβάς, όπως επίσης και οι Καλυβιώτισσες που παραβρίσκονταν, δεν είχαν σχέση με το επεισόδιο.
Σε λίγα λεπτά και ο έκτος στρατιώτης θα άφηνε την τελευταία του πνοή από τα θανατηφόρα τραύματα που του προξένησαν οι ριπές των αυτομάτων όπλων των ανταρτών αλλά και από τα καθολικά εγκαύματά του.
Ο Μιχάλης Ψιλογιαννόπουλος (Τάγκαλος) που αναπλήρωνε τον πρόεδρο του χωριού, Γρηγόρη Ι. Ψιλογιαννόπουλο (Τάγκαλο), πήγε αμέσως στο Φρουραρχείο των Γερμανών στο Αγρίνιο, όπου με την παρέμβαση της Δημάδη παρουσιάστηκε στο Γερμανό Φρούραρχο Αγρινίου Ντόλμα. Παρουσιάζοντας τα αληθινά περιστατικά του συμβάντος της ενέδρας εξήγησε με πειστικότητα, ότι στη ενέδρα των ανταρτών δεν συμμετείχαν Καλυβιώτες. Η Δημάδη στήριξε στη Γερμανική Διοίκηση τη θέση του εκπροσώπου του χωριού και ο αναπληρωτής πρόεδρος των Καλυβίων, αγωνιώντας για την τύχη του χωριού, επέστρεψε το απόγευμα στα Καλύβια.
O Διοικητής των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής που έδρευαν στο Αγρίνιο έφτασε στα Καλύβια, αργά το απόγευμα της Κυριακής, 30 Ιουλίου 1944. Ήθελε να διαμορφώσει προσωπική αντίληψη, για το συμβάν της ενέδρας, στον τόπο που διαδραματίστηκε.
Ο Μιχάλης Ψιλογιαννόπουλος, μαζί με το Θεόδωρο Περεπή, αντιπρόεδρο της κοινότητας Καλυβίων, τον παπαΡισβά και το ζεύγος των δασκάλων του χωριού Σπύρο και Σοφία Χατζή τον υποδέχτηκαν στο χώρο του κοινοτικού πηγαδιού, που ήταν στη στροφή του δρόμου προς το Αγγελόκαστρο.
Σε λίγο έφτασε στο χώρο η «Ντουντού» (το γένος Σένικ), αυστρογερμανικής καταγωγής σύζυγος του Αθηναίου επιχειρηματία Στέλιου Παπαπάνου, που εκείνη την εποχή έβαζε πατάτες σε μεγάλες στρεμματικές εκτάσεις στο χωριό και έμεναν στο σπίτι του τότε προέδρου Γρηγόρη Τάγκαλου. Η παρουσία της «Ντουντούς» ήταν καίρια, καθοριστική και απαραίτητη.
Ως γνώστρια της γερμανικής γλώσσας εκτέλεσε χρέη διερμηνέα στις διεξαχθείσες συνομιλίες μεταξύ της Γερμανικής Διοίκησης και των εκπροσώπων του χωριού.
Η «Ντουντού», που αγαπούσε το χωριό, απευθυνόμενη στο Γερμανό Διοικητή χαρακτήρισε τους Καλυβιώτες ως «καπιταλιστές», που δεν έτρεφαν φιλικά αισθήματα στην τότε ανθούσα κομμουνιστική ιδεολογία που ασπαζόταν το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ). Ανέφερε, μάλιστα, επιχειρηματολογώντας, ότι από τους Καλυβιώτες κανείς δεν είχε ενταχθεί μέχρι τότε στα ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ.
Οι πλήρεις απαντήσεις που έδωσε στο Γερμανό Διοικητή η δασκάλα Σοφία Χατζή, όταν ρωτήθηκε σχετικά με τη γερμανική ιστορία (Κάιζερ, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος), σε μια στιγμή που η συζήτηση για το συμβάν «χαλάρωσε», ενθουσίασαν το Γερμανό Διοικητή. Η οργή, που έτρεφε για το χωριό, άρχισε να καταλαγιάζει.
Οι προαναφερόμενοι εκπρόσωποι του χωριού, επιδιώκοντας να σώσουν τα Καλύβια, από τα ανελέητα αντίποινα των ναζί-κατακτητών, κατάφεραν τελικά να πείσουν το Διοικητή των γερμανικών στρατευμάτων ότι στην ενέδρα κατά των Γερμανών στρατιωτών δεν είχαν εμπλοκή οι κάτοικοι. Ο Διοικητής, αφού άκουσε τις πειστικές εξηγήσεις των ανωτέρω εκπροσώπων του χωριού, λαμβάνοντας επίσης υπόψη το γεγονός ότι το χωριό προμήθευε, αναγκαστικά, με μεγάλες ποσότητες πατάτας τις γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις, κατά τη διάρκεια της κατοχής, αποφάσισε, ως αντίποινα, την εκτέλεση εξήντα πατριωτών, κάνοντας πράξη την απειλή που είχε ανακοινωθεί από τους Γερμανούς για τα αντίποινα, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται σε αυτούς κανένας Καλυβιώτης.